Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Ο Στέλιος...



Ελευθεριακός  Και  Riski (http://ouden-amiges.blogspot.gr/)
{Γραμμένο πριν δύο χρόνια περίπου}

Δεν υπήρχε ξυπνητήρι στο μικρό τραπέζι.
Μόνο κάτι παλιοσίδερα που είχαν αρχίσει να σκουριάζουν.
Ο Στέλιος είχε μάθει να ξυπνάει την ίδια ώρα, κάθε μέρα.
Ποτέ δεν είχε αργήσει στο ραντεβού με τον εαυτό του.
Το σώμα του είχε εκπαιδευθεί να πετιέται σαν ελατήριο από το κρεβάτι. Αν πεις για το μυαλό του… δεν κοιμόταν ποτέ.
Η δουλειά δεν ήθελε χάσιμο χρόνου, καμία ανάπαυλα δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί.
Έπρεπε να ξυπνάς μες στο σκοτάδι, έπρεπε να κοιμάσαι στο σκοτάδι, να τρως και να πίνεις όσο πρέπει.
Ένας μοναχός της πόλης, ένας ερημίτης που βρισκόταν ανάμεσα σε πολυάσχολους ανθρώπους, ένας αμαρτωλός που περίμενε την άφεση από αυτούς που περνούσαν δίπλα και τον κοιτούσαν επίμονα.
Κι όμως. 
Εκείνον, δεν τον ενδιέφεραν τα βλέμματα, δεν τον πείραζαν.
Φορούσε κάθε μέρα το ίδιο τριμμένο κουστούμι, έπαιρνε το ραβδί του και βάδιζε βιαστικά προς τον πρώτο κάδο.
Τα βλέμματα τώρα κοιμούνταν.
Ήταν ακόμα νύχτα.
Στο χρόνο που του απέμενε μέχρι το χάραμα, προλάβαινε να βυθιστεί αναπόσπαστος στη φαντασίωση ότι είναι πράγματι μόνος στη Γη, πως το σκύψιμο του κεφαλιού του είναι απλώς μια αναγκαία στη δουλειά του στάση κι όχι μια έμπρακτη απολογία για όσα δεν κατάφερε, για όσα όφειλε να νιώθει πως χρωστάει στις ματαιόδοξες δομές αυτού του κόσμου. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που θυμήθηκε τον άλλο, τον ξεχασμένο εαυτό του να ζητάει νοερά κι αυτός λογαριασμό απ' όσους μόλυναν πρωί-πρωί την αισθητική του και τον γέμιζαν μ' εκείνο το σιχαμένο αίσθημα οίκτου που τον έκανε να δουλεύει με τόση αυταπάρνηση μέχρι αργά το βράδυ, αλλά δεν ήταν ώρα τώρα για αναπολήσεις – τι είχε πάθει σήμερα;
Η νοσταλγία είναι το πιο ασφαλές σύστημα χρονοκαθυστέρησης και τα δικά του περιθώρια ήταν στενά, όσο κι ο χώρος που μόνο εκείνος θα μπορούσε να ονομάζει "σπίτι" του.
Είναι κάτι σκέψεις φτιαγμένες να σε κάνουν να χάνεις το δρόμο. Υπερβολές.
Ήξερε τόσο καλά το δρόμο τώρα πια, που του ήταν αδύνατον να τον χάσει, ακόμα κι αν το προσπαθούσε.
Μα ακόμα κι αν κάποια φορά, έτσι, για δοκιμή, προσπαθούσε να τον χάσει;
Τι θα γινόταν με τους κάδους; Θα χάνονταν κι εκείνοι;
Ακόμα κι αν σήμερα, την ώρα που θα ξημέρωνε, μια εξωγήινη επέμβαση εξαφάνιζε τους δρόμους της μεγαλούπολης, οι κάδοι θα εξαφανίζονταν στη δίνη των δρόμων; "Όχι… όχι" έλεγε και ξανάλεγε. "Αυτοί είναι μια ένδειξη ζωής, βρίσκονται μέσα τους οι συνήθειες των συνανθρώπων μου, ένα κομμάτι του κόσμου τους. Τα αποφάγια τους, το χρήσιμο και το άχρηστο της ζωής τους, οι κρέμες των μωρών τους, η ματαιοδοξία τους, τα σκισμένα ερωτικά τους γράμματα, οι κατά συνθήκη ερωτικές τους πράξεις, οι σελίδες των εφημερίδων τους. Τι θα ήθελε να γνωρίσει πρώτα ένας άγνωστος, κάποιος που δεν ξέρει τίποτα για μας τους ανθρώπους; Πού θα έψαχνε για μας αν όχι εκεί; " μονολογούσε, ισιώνοντας την ξεφτισμένη γραβάτα του.
Αναρωτήθηκε για μια στιγμή πώς είχε καταλήξει στην ιδέα αυτής της ιδιότυπης αρμοδιότητας. Γιατί άραγε ήταν δική του; Ποιος τον είχε ορίσει υπεύθυνο να διαφυλάξει την ιστορία των ανθρώπων από τη λήθη και την ανυπαρξία;
Χαμογέλασε, όπως χαμογελούσε κάθε φορά με τον οικείο αυτό συλλογισμό, που επέστρεφε ξανά και ξανά, παρότι είχε προ πολλού απαντηθεί από την ίδια τη ζωή, ίσως επειδή η αλήθεια είναι ανάγκη να επιβεβαιώνεται κάθε τόσο για να στηρίζει την ίδια της τη θέση μέσα μας, να εδραιώνει την αξία και τη σημασία της.
Ο Στέλιος επανέλαβε γι' ακόμα μια φορά, με σιγουριά, στον εαυτό του πως τίποτα σ' αυτόν εδώ τον κόσμο δεν περνάει στ' αλήθεια απ' το χέρι των ανθρώπων.
Οι υπευθυνότητες, οι ειδικότητες -οι θέσεις εργασίας όπως συνήθιζε να λέει- όπως και τα χαρίσματα, μοιράζονται από αόρατα χέρια.
Κανένας δεν διαλέγει και, όσο κι αν αυτό ακούγεται και φαίνεται ψέμα, ο μύθος των επιλογών απλώς δίνει σε όλους τη χαρά να βαυκαλίζονται.
Μόνη επιλογή, αληθινή κι ολοδική μας, έτσι ήταν πάντα κι έτσι θα είναι, το αν θα δεχτούμε το ρόλο που μας δόθηκε αγόγγυστα ή θα τον αντιπαλεύουμε κομματιάζοντας τη ζωή μας, μέρα τη μέρα ως το τέλος αυτής της βόλτας που κανείς ποτέ δεν ζήτησε να κάνει.
Με αυτές τις σκέψεις οι σκάλες του υπογείου τού φάνηκαν διαφορετικές σήμερα.
Σαν να ήταν περισσότερες, πιο στενές.
Λαχάνιαζε και ξεφυσούσε ανεβαίνοντας τα πέντε μικρά σκαλοπάτια που τον χώριζαν από τον έξω κόσμο. Ο αέρας που ξαφνικά γέμισε τους μισοάδειους πνεύμονες του, έφερε ζάλη πρώτου τσιγάρου. Κοντοστάθηκε, έφτιαξε τη γραβάτα και έστριψε στη γωνία του δρόμου. Το βήμα του ήταν βαρύ, αυτόματο, σχεδόν αρχέγονο.
Από την άλλη γωνία κάποιος είχε βγάλει το σκύλο του βόλτα. Γρήγορος βηματισμός, στητό κορμί, το σκυλί ζοριζόταν. Φαινόταν γερασμένο. Κάποτε θα ήταν γεμάτο ζωή μέσα του, κάποτε εκείνο θα έσερνε το στητό ανθρώπινο κορμί που τώρα το τράβαγε βίαια με την αλυσίδα. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.
Ο Στέλιος κοντοστάθηκε και χαμογέλασε. Ίσως να του φάνηκε αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος πως κι εκείνο ανταπέδωσε με ένα απότομο τίναγμα των αυτιών.
Έμοιαζαν. Ήταν και οι δύο κουρασμένοι. 
Αυτό αναγνώρισαν ο ένας στον άλλο, αυτό αντάλλαξαν οι ψυχές τους καθώς χαιρετούσαν η μια την άλλη.
Μια αίσθηση παραίτησης ένιωσε να τον κυριεύει.
Οι κάδοι θα ήταν πάντα εκεί, ακόμα και όταν αυτός θα είχε φύγει.
Τι θα συναντούσε σήμερα στους γνωστούς του δρόμους; Ίσως τη μοίρα του, ποιος ξέρει... σκεφτόταν και περπατούσε βαριά στον προορισμό του.
Η μοίρα του όμως δεν ήταν κάτι άγνωστο, δεν θα την συναντούσε ποτέ ξανά για πρώτη φορά. Μια εθιμοτυπική επίσκεψη ίσως, σκέφτηκε και γέλασε λίγο πικραμένος. Δεν ήταν άφαντη η μοίρα στο Στέλιο, ήταν φίλη και μάλιστα στενή. Του είχε δείξει τις προθέσεις και τα σχέδιά της γι' αυτόν ξεκάθαρα. Ο Στέλιος δεν αρνήθηκε ποτέ το ρόλο του.
Ποτέ του δεν αγνόησε καθήκον. Πάνω που σκέφτηκε τη μοίρα όμως, μια ανησυχία τον κυρίευσε πρωτόγνωρη. Ποιος θα τον αντικαθιστούσε άραγε, αν μια μέρα έφευγε; Ποιος θα ξεδιάλεγε τα σημαντικά από τα ασήμαντα στους κάδους των ανθρώπων; Ποιος θα τα διαφύλασσε από την παντοτινή λήθη, δίνοντάς τους μια ευκαιρία ακόμα να συνεχίσουν να συντροφεύουν με την ύπαρξή τους τις ζωές των ανθρώπων;
Με αυτές τις σκέψεις και ο πρώτος κάδος βρισκόταν ήδη εμπρός του.
Ήταν ο αρχικός μα και ο τελευταίος. Πάντα ξεκινούσε από εδώ και πάντα κατέληγε εδώ. Ήταν το γούρι του. Από εδώ είχε ξεκινήσει πρώτη φορά την αναζήτησή του. Ένας στιγμιαίο βοριαδάκι ανασήκωσε τη γραβάτα, που πάντα κοιτούσε να είναι φτιαγμένη όπως πρέπει και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως η γραβάτα που φορούσε ήταν δώρο της μάνας του. Εκείνη την είχε διαλέξει… στο γαμπριάτικο κουστούμι, εκείνη την είχε διαλέξει. Και το είχε κάνει με περίσσια φροντίδα παρά τις αμφιβολίες της για τη νύφη που είχε επιλέξει ο γιος της. Μια γαλάζια γραβάτα με μπλε βαθιές ρίγες. Δεν ήθελε να δουλεύει φορώντας αυτή τη γραβάτα. Μα πώς είχε κάνει τέτοιο λάθος; Οι γραβάτες της δουλειάς ήταν πάντα πάνω στο ντιβάνι. Πώς δεν κατάλαβε ότι φόρεσε τη γαμπριάτικη και γιατί σήμερα έψαξε μέσα στο ντιβάνι; Κακό σημάδι, σκέφτηκε. Με ένα απότομο τίναγμα του κεφαλιού γύρισε το βλέμμα προς το δρόμο και μπήκε με ταχύτητα στη λεωφόρο που είχε αρχίσει να ξυπνά.
Προβολείς αναβόσβησαν, ένα απότομο φρενάρισμα αυλάκωσε το δρόμο, λίγες υπόκωφες φωνές ακούστηκαν από το απέναντι πάρκο και η γραβάτα του Στέλιου κοκκίνισε.
Ποιος θα φροντίζει τώρα για τις μνήμες μας;

1 σχόλιο:

Riski είπε...

Καλύτερα έτσι. Αφρόντιστες οι μνήμες λένε την αλήθεια ολόκληρη και στεγνή, χωρίς στολίδια. Κι αφού δεν είμαστε σε θέση να εμποδίζουμε τα εγκλήματα, τουλάχιστον ας μην παραποιούμε τα πειστήριά τους. Ποιος ξέρει, μπορεί μια μέρα να μας χρειαστούν. Μαζεύονται καμιά φορά οι Στέλιοι και ζητάνε λογαριασμό.