Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

ΑΝΤΙΘΕΣΗ (4)


ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Γιώργος: (Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει) Μαρία, Μαρία… (κάθεται στον καναπέ και ανάβει τσιγάρο) Ούτε φωνή ούτε ακρόαση… καλά πάμε.
Μαρία: (Ψιθυριστά στη Μίρκα) Πήγαινε κοντά του και χάιδεψέ τον στο πρόσωπο, απαλά, κάτω από τα μάτια.
Μίρκα: (Ψιθυριστά) Δεν μπορώ.
Μαρία: (Της σφίγγει το χέρι) Κάνε αυτό που σου είπα.
(Η Μίρκα κάθεται δίπλα στο Γιώργο και τον χαϊδεύει όπου και όπως της είπε) 
Γιώργος: (Βουρκώνει) Συγνώμη για πριν. Το τράβηξες πολύ και δεν ήξερα τι να κάνω. Πρέπει να με πιστέψεις, δεν έχω καμία σχέση με αυτή τη Μίρκα που λες. Θέλω να τα ξαναβρούμε, δεν μπορώ να είμαστε έτσι. Πρέπει να με πιστέψεις. Ξέρεις, η δουλειά πάει αρκετά καλά. Έχω πιθανότητες να γίνω υποδιευθυντής, γι' αυτό τον έχω από κοντά το Νικολάου ρε Μαρία, νομίζεις ότι εμένα μ' αρέσει; Τι να κάνω όμως; Όλα έχουν κόστος. Ας ξεχάσουμε λοιπόν ό,τι έγινε. Πάντα δε μου έλεγες να ξεχνάμε και να προχωράμε μπροστά; Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή Μαρία. Ξέχνα Μίρκες και μαλακίες, δεν υπάρχει τίποτα εκτός από εμάς. Είμαστε συντροφάκια εμείς, δεν μπορούμε να κάνουμε χώρια. (Γυρίζει την αγκαλιάζει και την φιλάει στο στόμα) Μωρό μου, μου έλειψες.
Μαρία: (Ανάβει τα φώτα και φωνάζει) Yes, yes, αυτό είναι, αυτό είναι, συνέχισε αυτό το ερωτικό παραλήρημα. Φοβερή ερωτική εξομολόγηση. Πες τα αγόρι μου, πέστα. (Ο Γιώργος έχει μείνει άναυδος, μια κοιτάει τη Μαρία και μια τη Μίρκα. Η Μίρκα πετάγεται επάνω σαν ηλεκτρισμένη και κοιτάει τη Μαρία πανικόβλητη. Η Μαρία γελάει δαιμονισμένα) Μπράβο ρε Γιώργο, δεν ήξερα πως έχεις τέτοιο ταλέντο, το έλιωσες το κορίτσι.
Γιώργος: (Αποσβολωμένος) Μα σε 'σένα τα 'λεγα.
Μαρία: Εντάξει, το ίδιο είναι. Δε θα κολλήσουμε στις λεπτομέρειες τώρα. Εσύ τι λες Μίρκα; Μη μου πεις πως δε σου άρεσε!
Μίρκα: (Κλαίει) Σε παρακαλώ, θέλω να φύγω.
Μαρία: Άντε πάλι, πες τίποτα ρε Γιώργο. Εδώ μας προσβάλλουν μες στο σπίτι μας, μας λένε αφιλόξενους. Γιατί να θέλει να φύγει, κάνω κάτι στραβά;
Γιώργος: (ψελλίζει) Τι είναι αυτά ρε Μαρία. Ποια είναι αυτή;
Μαρία: Που να κάθομαι να σου εξηγώ τώρα βρε αγόρι μου! Βάλε λίγο το μυαλό σου να δουλέψει, θα τη θυμηθείς αμέσως.
Μίρκα: Γιώργο, δεν είναι ώρα….
Μαρία: (Την διακόπτει) Την ακούς; Αυτός είναι λογικός άνθρωπος, πρακτικός. (επαναλαμβάνει τα λόγια της Μίρκας με ναζιάρικο ύφος) Γιώργο, δεν είναι ώρα… (Γεμίζει ένα ποτήρι νερό, πλησιάζει το Γιώργο και το πετάει στο πρόσωπο του) Ξύπνα ρε παιδάκι μου, δεν κάνουμε δουλειά έτσι. Έλα, ξύπνα, ξύπνα.
Μίρκα: Πως τα έμπλεξες έτσι ρε Γιώργο; Εσύ δε μου είπες να έρθω από εδώ;
Γιώργος: Εγώ; Πότε;
Μαρία: (Κοιτώντας το Γιώργο) Γνωρίζεστε τελικά;
Μίρκα: Δε μου έστειλες μήνυμα στο κινητό;
Γιώργος: Πώς να σου στείλω μήνυμα; Έχω το κινητό σου;
Μίρκα: Σταμάτα ρε Γιώργο, σταμάτα.
Μαρία: Μη το πιέζεις το παιδί. Αφού λέει ότι δε σε ξέρει, αλήθεια θα είναι. Για πες μου Γιωργάκη.
Πως γίνεται να έστειλες μήνυμα σε κάποια που δεν ξέρεις καν και αυτή η "κάποια" να ανταποκρίθηκε κιόλας και μάλιστα τέτοια ώρα; Ακούω. Απαντάει όποιος θέλει, αλλά εγώ θα προτιμούσα μια απάντηση από τον άντρα του σπιτιού.
(Ο Γιώργος στέκεται άφωνος με κατεβασμένο το κεφάλι) 
Μίρκα: Μίλα Γιώργο, μίλα. Ας μιλήσουμε επιτέλους να ξεμπερδεύουμε.
Γιώργος: Τι να πω;
Μαρία: Ό,τι σου έρχεται καλύτερο, πιο βολικό ρε παιδί μου. Ας πούμε… πόσο καιρό πηδιέστε;
(Σιωπή από όλους) Έλα, έλα, τι θα γίνει. Θα μιλήσει κανείς;
Μίρκα: Δυο χρόνια.
Μαρία: Δυο χρόνια ε; Όπως το είχα υπολογίσει δηλαδή. Καλά… στα μαθηματικά δεν μου βγαίνει κανείς. (Κοιτάει τη Μίρκα) Πήγαινε κάτσε δίπλα του.
Μίρκα: Γιατί;
Μαρία: Όλο ερωτήσεις είσαι. Εγώ κάνω τις ερωτήσεις. (Η Μίρκα πηγαίνει και κάθεται δίπλα στο Γιώργο) Τι ωραίο ζευγάρι! (Ψάχνει την τσάντα της Μίρκας και μονολογεί) Ήξερα ότι θα ήταν εδώ. (Τους πλησιάζει, αρπάζει άγρια τα χέρια τους και τους φοράει χειροπέδες. Τους κοιτάει από κάποια απόσταση με θαυμασμό) Πολύ ωραία. Όλα πάνε κατ' ευχήν. (Προς τη Μίρκα) Εσύ είσαι πια έτοιμη να τα ξεράσεις όλα και ο δικός σου τα αρνείται όλα. Να σου πω την αλήθεια, εσένα περίμενα να τσινίσεις και τον άλλον να τα πει όλα αμέσως. Πάντως, δε με πειράζει κι έτσι. Κοίτα να δεις όμως, που είχα υποτιμήσει τις δυνατότητες του άντρα μου. Εσύ περίμενες τέτοια αντίδραση;
Μίρκα: Δεν ξέρω.
Μαρία: Σωστό κι αυτό. (Κοιτάζει το Γιώργο)Λογικό κορίτσι, μπράβο. Δύο χρόνια είπες;
Μίρκα: Και κάτι μήνες.
Μαρία: Πόσους δηλαδή;
Μίρκα: Δύο, τρεις… κάπου εκεί.
Μαρία: Δύο ή τρεις;
Μίρκα: Έχει μεγάλη σημασία;
Μαρία: Να σου πω. Όταν ξέρεις πως κάτι είναι δικό σου δεν μετράς ποτέ. Όταν όμως ξέρεις ότι το " δικό σου" είναι και στα χέρια άλλων, τότε πίστεψέ με, μετράς και το δευτερόλεπτο.
Μίρκα: Δύο μήνες.
Μαρία: Ακούς Γιώργο; Δύο μήνες. Δύο χρόνια και δύο μήνες.
Γιώργος: (Χαμένος ψάχνει τις τσέπες του) Που είναι το κινητό μου; (Η Μαρία: σφυρίζει αδιάφορα) Εσύ το έχεις;
Μαρία: Εγώ ρωτάω.
Γιώργος: Πες μου. Εσύ έστειλες μήνυμα στη Μίρκα;
Μαρία: Την ξέρεις την κυρία;
Γιώργος: Κομμένη η πλάκα. Εσύ έστειλες;
Μαρία: Το είπα και πριν. Εγώ ειμί η θέτουσα τα ερωτήματα. Καλό το αρχαίο;
Γιώργος: Λύσε με. Τώρα.
Μαρία: (Προς τη Μίρκα) Εξήγησέ του.
Μίρκα: Τι να του εξηγήσω;
Μαρία: Δεν δέχομαι διαταγές κύριε… στέλεχος. Δεν είσαι στην εταιρεία σου, ούτε εγώ είμαι πελάτης σου.
Γιώργος: Λύσε με για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι.
Μίρκα: Σε παρακαλώ Μαρία, λύσε μας.
Μαρία: Θέλω ένα σοβαρό επιχείρημα.
Γιώργος: Με πονάνε τα χέρια μου.
Μαρία: Καθόλου πειστικός.
Μίρκα: Λύσε με και θα σου πω όλη την αλήθεια.
Γιώργος: Ποια αλήθεια;
Μίρκα: Μία είναι η αλήθεια.
Μαρία: Κατά το Γιώργο είναι πολλές, άστο.
Γιώργος: Ναι, είναι πολλές. Εσύ ξέρεις πάντα για ποιο λόγο κάνεις ό,τι κάνεις;
Μαρία: Μια ιδέα την έχω. Και αν με ρωτήσεις για σας, ξέρω ας πούμε γιατί σας έβαλα αυτές τις χειροπέδες "αστυνομικού τύπου". (Κλείνει το μάτι στη Μίρκα. Σιωπή) Κάπου είχα διαβάσει παλιά, πως δύο ερωτευμένοι όταν είναι δεμένοι, έχουν δύο επιλογές: ή να πηδηχτούν ή να βγάλουν τα εσώψυχά τους.
Μίρκα: Από εμάς τι περιμένεις;
Μαρία: Εξαρτάται. Είστε ερωτευμένοι;
Γιώργος: Τίποτα δεν είμαστε, λύσε με.
Μίρκα: Τίποτα δεν είμαστε;
Γιώργος: Τώρα θες να το συζητήσουμε;
Μαρία: Τώρα μου το χαλάτε, περίμενα κι εγώ να ακούσω τι ακριβώς είστε αλλά…
Γιώργος: Λύσε μας Μαρία και άφησε τη Μίρκα να φύγει.
Μαρία: Τι λες μωρό; Τόσο καιρό περίμενα αυτή τη συνάντηση, έλα λίγο στη θέση μου.
Γιώργος: Καταλαβαίνω, αλλά έτσι δε λύνεται το πρόβλημα.
Μαρία: Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Αν καταλάβαινες δε θα είχε γίνει τίποτα.
Γιώργος: Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά πρώτα πρέπει να με ακούσεις.
Μαρία: Σε ακούω.
Γιώργος: Έτσι;
Μαρία: Όταν λες έτσι;
Γιώργος: Εννοώ, δεμένος;
Μαρία: Ναι, δεμένος. Πρώτη φορά φοράς χειροπέδες; Όταν… (Κοιτάει τη Μίρκα) δε φόραγες χειροπέδες; Δικό σου δώρο δεν είναι;
Γιώργος: Εντάξει.
Μαρία: Ακούω.
Γιώργος: Λοιπόν, κοίτα. Με τη Μίρκα γνωριστήκαμε σε μια περίεργη φάση της ζωής μου.
Μαρία: Ποια ήταν αυτή;
Γιώργος: Τότε που προσπαθούσα να γίνω προϊστάμενος του τμήματος.
Μαρία: Α ναι, κάτι θυμάμαι. Δεν είναι τότε που άρχισες τα γλειψίματα παντού;
Γιώργος: Τις δημόσιες σχέσεις.
Μαρία: (Ειρωνικά) Α ναι, σωστά.
Γιώργος: Θέλαμε να βρούμε ένα καλύτερο σπίτι, να πάρουμε ένα καινούργιο αμάξι, να…
Μαρία: (τον διακόπτει) Κάποιο λάθος κάνεις.
Γιώργος: Τι λάθος;
Μαρία: Αυτά τα "θέλω" ήταν και είναι μόνο δικά σου, όχι δικά μου.
Γιώργος: Δεν υπάρχουν δικά μου και δικά σου. Είναι τα "θέλω" κάθε γάμου.
Μαρία: Πολύ απόλυτος για άνθρωπος που δεν δέχεται καμία αλήθεια. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχει μια αλήθεια που σε εξιτάρει.
Γιώργος: Ποια;
Μαρία: Το κέρδος Γιώργο. Το κέρδος.
Γιώργος: Δεν είναι το κέρδος για το κέρδος. Είναι το κέρδος που κάνει τη ζωή σου ευκολότερη.
Μαρία: Το πρόβλημα είναι, ότι ποτέ δεν αναρωτήθηκες τι σημαίνει "ευκολότερη ζωή" για μένα.
Γιώργος: Τι σημαίνει;
Μαρία: Τώρα είναι αργά για εξηγήσεις.
Μίρκα: Μαρία, μπορείς να μου βάλεις ένα ουίσκι;
Μαρία: Το πήρες απόφαση βλέπω. Μ' αρέσει που προσαρμόζεσαι. Θες εσύ μωρό ένα ουισκάκι;
Γιώργος: Όχι. (Η Μαρία πηγαίνει στην κουζίνα να βάλει ποτό. Ο Γιώργος με τη Μίρκα μιλούν ψιθυριστά) Τι θα κάνουμε; Κάτι πρέπει να κάνουμε.
Μίρκα: Που θες να ξέρω;
Γιώργος: Γιατί μίλησες; Δεν είχαμε πει πως αν συνέβαινε κάτι θα το παίζαμε τρελοί;
Μίρκα: Δε γινόταν Γιώργο. Είδες το μαχαίρι στη βιβλιοθήκη;
Γιώργος: Μίλησες στον πατέρα σου;
Μίρκα: Για ποιο πράγμα;
Γιώργος: Για το γνωστό ρε Μίρκα.
Μίρκα: Σσσσς, έρχεται.
(Η Μαρία μπαίνει στο σαλόνι με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι) 
Μαρία: Το ουίσκι σου. Άντε, άσπρο πάτο. (Τσουγκρίζει το μπουκάλι της βότκας με το ουίσκι της Μίρκας) 
Μίρκα: (Το πίνει μονορούφι) Μπορείς να κάτσεις λίγο και να μιλήσουμε;
Μαρία: Ακούω και όρθια. Τόση ώρα περιμένω από το Γιώργο να πει κάτι και… τελικά θα μιλήσεις εσύ;
Μίρκα: Δεν έχει σημασία…
Μαρία: Τέτοια σύμπνοια δηλαδή;
Μίρκα: Μπορείς να μου φέρεις την καμπαρτίνα μου;
Μαρία: Μια χαρά είσαι, μη το σκέφτεσαι. Τι λες εσύ Γιωργάκη;
Γιώργος: Θες να μιλήσουμε σοβαρά ή να μας ξεφτιλίσεις;
Μαρία: (Πηγαίνει προς το μέρος του απειλητικά και τον αρπάζει από το λαιμό) Άκουσε να δεις αγόρι μου, στο σημείο που φτάσαμε δεν μπορείς να ζητάς τίποτα. Τώρα είναι η ώρα της απατημένης συζύγου, κατάλαβες;
Γιώργος: (βήχει) Βγάλε τα χέρια σου από το λαιμό μου.
Μαρία: (Με ένα τίναγμα αφήνει το λαιμό του Γιώργου) Άλλωστε το θέαμα είναι εξαιρετικό. Είσαι δεμένος με μια γκομενάρα δύο μέτρα κι έχεις πρόβλημα; Ξέρεις πόσοι άντρες θα ήθελαν να έχουν την τύχη σου; Θα' πρεπε να με ευχαριστείς κι εσύ κάνεις φασαρία. Είσαι… τι να σου πω; Κοίτα στήθος, κοίτα ροζ φουντίτσες, κοίτα πανάκριβες ζαρτιέρες. Θαύμασε τι εσώρουχα φοράνε τα στελέχη επιχειρήσεων. Είσαι απαράδεκτος που δε νιώθεις ευλογημένος. Εδώ που τα λέμε παιδιά, είμαστε σαν να ετοιμαζόμαστε για παρτούζα. Η Μίρκα με τα δικά της αξεσουάρ, εγώ με τα δικά μου… μόνο εσύ ρε Γιώργο χαλάς τη σούπα.
Μίρκα: Να μιλήσουμε λίγο σοβαρά;
Μαρία: Άντε πάλι. Άκου τι λέει. Ήρθε να μιλήσουμε σοβαρά με τις ζαρτιέρες της. Μου φαίνεται ότι θα αρχίσω να πιστεύω στο Θεό. Δεν μπορεί όλα αυτά να μην αγγίζουν τη μεταφυσική.
Γιώργος: Άστο Μίρκα.
Μαρία: Άστο ρε Μίρκα. Θα μιλήσει ο ντυμένος.
Γιώργος: Η Μίρκα μου άρεσε από την πρώτη φορά που την είδα, τότε στο Κολωνάκι.
Μαρία: Μη μου το λες, δε το 'χα καταλάβει.
Γιώργος: Δεν ήξερα τότε τι άνθρωπος είναι.
Μαρία: Ενώ τώρα ξέρεις;
Γιώργος: Νομίζω πως ναι.
Μαρία: Για πες μου και μένα.
Γιώργος: Ένας άνθρωπος που έχει όρεξη να παλέψει για τη ζωή του, να κάνει πράγματα, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ένας άνθρωπος που θα το βάλει δύσκολα κάτω.
Μαρία: Και σε εξίταρε αυτό, ε;
Γιώργος: Μου έδωσε τη δυνατότητα να σκεφτώ θετικά.
Μαρία: Ενώ πριν;
Γιώργος: Είχες βαλτώσει. Ήσουν αλλού.
Μαρία: Έχω μια ιδέα.
Γιώργος: Θα μ' αφήσεις να μιλήσω;
Μαρία: Ρε παιδιά, έχω φοβερή ιδέα, να μην την πω; Θα φτιάξω ένα καλαματιανό και θα γίνουμε βασιλιάδες.
Μίρκα: Τι καλαματιανό;
Μαρία: Μαντίλι.
Γιώργος: Για τσιγάρο μιλάει.
Μίρκα: Τι έχει δηλαδή το καλαματιανό τσιγάρο;
Μαρία: Που τη βρήκες αυτή ρε Γιώργο; Φούντα κορίτσι μου, χασίσι. Δεν έχεις ακούσει ποτέ για το stuff της Καλαμάτας;
Μίρκα: Όχι, ποτέ.
Μαρία: Τι διάολο, πως φτιάχνεστε εσείς οι λεφτάδες; Δεν πειράζει, για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Θα μιλήσουμε πιο άνετα έτσι, θα δεις.
Γιώργος: Ρε Μαρία, βγάλε αυτές τις χειροπέδες.
Μαρία: Ενοχλούν;
Γιώργος: Μα πως θα χαλαρώσουμε έτσι;
Μαρία: Θυμήθηκες τα παλιά αγόρι μου, ε;
Μίρκα: Ποια παλιά;
Γιώργος: Τίποτα, χαζομάρες.
Μαρία: (Κοιτώντας τη Μίρκα) Ναι, ναι. Χαζομάρες. Δε θέλουμε να χαλαρώσουμε, να μιλήσουμε θέλουμε. (Προς τη Μίρκα) Θα πιεις εσύ;
Μίρκα: Τι να πιω; Πίνω ουίσκι.
Μαρία: Α καλά. Θα πιεις οπωσδήποτε. (Βγάζει ένα σακουλάκι με φούντα από το "συρτάρι των ενοχοποιήσεων" και αρχίζει να στρίβει τσιγάρο) Θυμάσαι Μίρκα που σου έλεγα πριν για αυτό το συρτάρι;
(Η Μίρκα δεν απαντάει)
Γιώργος: Τι έχει το συρτάρι;
Μαρία: Κάτσε να τελειώσω το τσιγάρο και θα σου δείξω. (Φτιάχνει το τσιγάρο και απευθύνεται στο Γιώργο) Έχεις τίποτα για τζιβάνα;
Γιώργος: Τελείωνε ρε Μαρία.
Μαρία: Δεν έχω τζιβάνα ρε παιδί μου!
Γιώργος: Άσε τη τζιβάνα και έλα να μιλήσουμε.
Μαρία: Μα τι λες τώρα; Έχω τελειώσει σχεδόν και θα τ' αφήσω; (Κατευθύνεται προς το Γιώργο, παίρνει από το σακάκι του το πορτοφόλι του και έχει στα χέρια της είκοσι ευρώ )Ωραία, βρήκαμε και τζιβάνα. Είμαστε σχεδόν έτοιμοι. Σας διαβεβαιώ πως το τσιγάρο είναι πλουσιοπάροχο.
Γιώργος: Τι να σου πω; Θα κάνεις το εικοσάευρω τζιβάνα;
Μαρία: Έχεις δίκιο… ναι, έχεις δίκιο. (Τσαλακώνει τα είκοσι ευρώ και τα πετάει κάτω. Βγάζει από το πορτοφόλι του Γιώργου πενήντα ευρώ) Έχουμε καλεσμένο, μη μας περάσει και για καρμίρηδες. (Στρίβει το τσιγάρο με τζιβάνα το πενηντάευρω και το ανάβει. Παίρνει την πρώτη ρουφηξιά) Θεέ μου, τι βγάζει η ελληνική γη! Ααααααχ… σας ακούω τώρα, σας ακούω.
Γιώργος: Τι έχει μέσα αυτό το συρτάρι;
Μαρία: Α ναι ρε Γιώργο, σε ξέχασα. (Βγάζει το συρτάρι και αναποδογυρίζει το περιεχόμενό του. Πέφτουν τσαλακωμένα χαρτιά και αποδείξεις)
Γιώργος: Τι είναι όλα αυτά;
Μαρία: Αυτό καταρχήν είναι το λεγόμενο "συρτάρι των ενοχοποιήσεων". Μίλησα σχετικώς στη Μίρκα πριν έρθεις.
Γιώργος: Δηλαδή;
Μαρία: Τι δηλαδή; Δε βλέπεις;
Γιώργος: Τι να δω; Βλέπω τσαλακωμένα χαρτιά και… αποδείξεις είναι αυτά;
Μαρία: (Προς τη Μίρκα) Θες τζούρα Μιρκάκι;
Μίρκα: Όχι, δεν είμαι συνηθισμένη.
Μαρία: Κοίτα, αυτό θέλει παρέα. Αν δεν πιεις, θα το σβήσω κι εγώ.
Γιώργος: Άσε την κοπέλα ρε Μαρία, δε θέλει.
Μαρία: Εσένα ποιος σε ρώτησε; (Πλησιάζει τη Μίρκα) Μην τον ακούς κορίτσι μου, πιες μια τζούρα. (Της πιέζει το στόμα, ενώ η Μίρκα παλεύει να απομακρυνθεί. Τελικά παίρνει μια βαθιά ρουφηξιά) Έτσι μπράβο. Για πρώτη φορά, μια χαρά τα πήγες. Πρώτη φορά δεν είναι;
Μίρκα: (Βήχει) Ναι, πρώτη φορά.
Μαρία: Ωραία, πολύ ωραία. Άλλωστε δεν ήταν τίποτα δύσκολο. Απλά ρουφάς. Δεν πιστεύω ότι έχεις πρόβλημα στο ρούφηγμα, ε;
Γιώργος: Τι είναι όλα αυτά τα χαρτιά κάτω, θα μου πεις;
Μαρία: Α ναι, πάλι σε ξέχασα εσένα. Τζουρίτσα μήπως;
Γιώργος: Για τα χαρτιά λέω.
Μαρία: Ε δε βλέπεις; Σκισμένα ερωτικά γράμματα προς την κυρία και αποδείξεις από τα δώρα που της έκανες.
Γιώργος: Που τα βρήκες;
Μαρία: Κουράστηκα να τα μαζέψω, αλλά άξιζε τον κόπο. Η βασική μου πηγή ήταν τα σκουπίδια και μερικές φορές τα ρούχα σου.
Γιώργος: Έψαχνες τα ρούχα μου;
Μαρία: (Προς τη Μίρκα) Ε καλά, ο άνθρωπος είναι ανώμαλος. (Προς το Γιώργο) Εδώ λέμε ότι έψαχνα στα σκουπίδια, τα ρούχα σε πειράξανε;
Γιώργος: Ξέρεις πως δεν θέλω να ακουμπάνε τα ρούχα μου .
Μαρία: (τον κοιτάει απορημένη) Λοιπόν, τσιγάρο στρίψαμε, για το συρτάρι μιλήσαμε, τώρα μπορώ να σας ακούσω με άνεση. (Κάθεται στην πολυθρόνα απέναντί τους)
Γιώργος: (Προς τη Μίρκα) Θα μιλήσω εγώ ή εσύ;
Μίρκα: Μίλα εσύ.
Μαρία: Ε ναι ρε φίλε. Η κοπέλα είναι φιλοξενούμενη, συνέχισε εσύ, ωραία τα έλεγες. (Προς τη Μίρκα) Σε έπιασε καθόλου;
Μίρκα: Όχι, καλά νιώθω.
Μαρία: Εσύ κορίτσι μου είσαι για μεγάλα πράγματα τελικά! Σε ακούω μωρό σ΄ακούω.
Γιώργος: Σου είπα και πριν, ότι η Μίρκα με έκανε να σκεφτώ τη ζωή αλλιώς. Είναι ένας άνθρωπος που παλεύει, που ξέρει τι θέλει, που ξέρει τι ζητάει απ' τους άλλους.
Μαρία: Γιωργάκη, με κοροϊδεύεις;
Γιώργος: Όχι ρε γαμώτο, άσε με να μιλήσω.
Μαρία: Μα δεν μπορώ να ακούω μεταμεσονύχτια σαπουνόπερα. Πες μου ότι σ' αρέσανε τα βυζιά της, λιμπίστηκες τον κώλο της, έκανε ωραίες πίπες ρ' αδερφέ, να τελειώνουμε.
Γιώργος: Δεν είναι έτσι, είναι πολλά πράγματα.
Μαρία: Είναι κι αυτά όμως.
Γιώργος: Σε μια σχέση είναι όλα.
Μαρία: Όχι, το λέω γιατί ξέρω το κόλλημα που έχεις με τις … κατάλαβες. Συγνώμη κιόλας ρε Μίρκα, αλλά αν δε του έκανα δυο-τρεις φορές τη βδομάδα, υπήρχε πρόβλημα.
Γιώργος: Θα σταματήσεις;
Μαρία: Πάσο.
Γιώργος: Ένας καινούριος άνθρωπος με έκανε να δω τη ζωή αλλιώς.
Μαρία: Έκανε κι ωραίες πίπες όμως;
Γιώργος: Ναι ρε. Έκανε, έκανε. Ευχαριστήθηκες τώρα;
Μαρία: Εσύ το φχαριστιόσουνα, για μένα απλά αποκαταστάθηκε η αλήθεια.
Γιώργος: Ένιωθα ότι η ζωή δεν μπορεί να είναι αυτό που ζούσα καθημερινά. Μετά την αποβολή είχες γίνει απρόσιτη, δε δεχόσουν κουβέντα. Όσες φορές προσπάθησα να σε πλησιάσω, με απομάκρυνες. Ήσουν απότομη. Όταν είδα τη Μίρκα, καταρχήν με τράβηξε η εμφάνισή της. Μετά όμως γνώρισα έναν άνθρωπο χαρούμενο, αισιόδοξο, έναν άνθρωπο που πίστευε, όπως κι εγώ ότι η ζωή είναι όμορφη. Ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι αυτονόητο, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αγώνα. Εσύ τα είχες όλα έτοιμα στο μυαλό σου, όλα υπό έλεγχο. Ακόμα και οι εξάρσεις σου ήταν ελεγχόμενες.
Μαρία: Εγώ απλά ξέρω τι θέλω.
Γιώργος: Δεν είναι τόσο απλό αυτό. Ποτέ δεν μπόρεσες να δεχτείς ότι ήθελα να κάνω καριέρα, ποτέ δε με βοήθησες σ' αυτό.
Μαρία: Δε βοηθάω ψωνάρες.
Γιώργος: Αυτό νομίζεις ότι είμαι;
Μαρία: Εσύ τι λες, ότι χάφτω τις μαλακίες που λες τόση ώρα;
Γιώργος: Αυτό είναι το πρόβλημα. Ποτέ δεν πίστεψες σε μένα.
Μαρία: Πώς να πιστέψω αγόρι μου σε έναν άνθρωπο που από αγωνιστής για τους άλλους, γίνεται λακές και γλείφτης για τον εαυτούλη του; Τι μου λες; Ότι εσύ θες να ζήσεις; Όχι Γιωργάκη, δε θες να ζήσεις. Σου φτάνουν οι ψυχαναγκασμοί σου και τα θέλω σου. Αυτά είναι προς το παρόν η περιουσία σου. Πες μου λοιπόν την αλήθεια και κόψε τα δήθεν. Άσε τα βαθυστόχαστα για άλλους, δε σου ταιριάζουν. Πες: "Τραβιέμαι με τη Μίρκα, γιατί είναι γκομενάρα, μου κάνει όλα τα χατίρια και κάνει καλό κρεβάτι". Να 'μαστε και ειλικρινείς δηλαδή.
Γιώργος: Δεν είναι έτσι. Δε θες να καταλάβεις.
Μαρία: Δε θέλω να καταλάβω ε; Μη με αναγκάσεις να διαβάσω τα ερωτικά σου γράμματα. Θα κοκκινίσουμε όλοι εδώ μέσα, αγωνιστές και μη. Κοιτάτε ρε έναν Τσε που έκανε δώρα στη γκόμενά του ζαρτιέρες και μαστίγια. Τι άλλο ήθελες από μένα;
Γιώργος: Να με δεχόσουν όπως ήμουν.
Μαρία: Όπως ήσουν σε δέχτηκα. Τις αλλαγές σου απέρριψα.
Γιώργος: Οι αλλαγές μου είμαι εγώ.
Μαρία: (Κάνει την τελευταία τζούρα) Καλά το είπες: οι αλλαγές σου είσαι εσύ. Αλλά όχι εγώ, όχι εμείς. Κάποιον ξέχασες στο δρόμο.
Γιώργος: Κάνεις λάθος.
Μαρία: Καλά, ξύπνα τώρα την άλλη πού ήπιε μια τζούρα και κοιμήθηκε. Δεν είναι για παρέα, δεν την ξαναφωνάζω σπίτι μου. Ξύπνα την. Θέλω να ακούσει ό,τι ειπωθεί.
Γιώργος: Ξύπνα Μίρκα, ξύπνα.
Μίρκα: Ωωωχ, νιώθω πολύ ζαλισμένη, μου έρχεται να κάνω εμετό. Πονάει η κοιλιά μου.
Γιώργος: Έλα, σήκω να πάμε στην τουαλέτα.
Μαρία: Το μπάνιο δεν ήταν στα σχέδιά μου. Εδώ θα κάτσετε.
Γιώργος: Τι λες ρε Μαρία; Η κοπέλα θέλει να ξεράσει, δε τη βλέπεις;
Μαρία: Τη βλέπω, αλλά από το σαλόνι δε θα φύγει κανείς.
Γιώργος: Σταμάτα ρε Μαρία, δεν είναι καλά.
Μαρία: Δεν με ενδιαφέρει. Επιλογή της ήταν να πιει.
Γιώργος: Τρελή είσαι; Εσύ δε της έβαλες το τσιγαριλίκι στο στόμα με το ζόρι;
Μαρία: Και αυτή έπρεπε να πιει; Κάθε λογικός άνθρωπος θα αντιδρούσε.
Μίρκα: (Διπλωμένη από τον πόνο) Εντάξει Γιώργο, δεν πειράζει, καλά είμαι.
Γιώργος: Μα τι καλά, εσύ είσαι κάτασπρη.
Μαρία: Θα φέρω μια λεκάνη.
Γιώργος: Άσ' την να πάει στο μπάνιο. Σε παρακαλώ.
Μαρία: Αν πάει αυτή, πρέπει να πας κι εσύ.
Γιώργος: Τότε, βγάλε μας μια στιγμή τις χειροπέδες.
Μαρία: Αυτό αποκλείεται.
Γιώργος: Άσε με τότε να την πάω στο μπάνιο.
Μαρία: Καμία συζήτηση, δε σας έχω εμπιστοσύνη. Μπορεί να βγάλετε τα μάτια σας εκεί μέσα.
Γιώργος: Καλά, τόσο άρρωστη είσαι;
Μαρία: (Ναζιάρικα) Εσύ με αρρώστησες αγοράκι μου, εσύ και οι γκομενοδουλειές σου. (Πηγαίνει στο μπάνιο και φέρνει λεκάνη) Ορίστε, για παν ενδεχόμενο. Τώρα μπορώ να σε ακούσω.
Γιώργος: Δεν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι. Δείξε λίγη ανθρωπιά.
Μαρία: Τι είναι αυτό, τρώγεται; Μήπως πουλιέται πουθενά;
Γιώργος: Λοιπόν, δεν έχω να σου πω πολλά πράγματα. Ό,τι ήταν να σου πω, το είπα. Νομίζω πως όλα είναι ξεκάθαρα και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θέλω να ξέρεις κάτι: αυτήν την κοπέλα την αγαπάω.
Μαρία: Είσαι σίγουρος;
Γιώργος: Πιο σίγουρος δε γίνεται.
Μαρία: Επειδή περάσαμε κάποια χρόνια εμείς οι δύο και πρέπει να τιμήσω αυτό το χρόνο, νιώθω υποχρεωμένη να σε ξαναρωτήσω: Τον αγαπάς αυτόν τον άνθρωπο;
Γιώργος: Σου απάντησα και πριν. Είμαι σίγουρος ότι πρώτη φορά νιώθω έτσι στη ζωή μου.
Μαρία: Ξύπνησέ την.
Γιώργος: Γιατί;
Μαρία: Ξύπνησέ την σου είπα.
Γιώργος: Μίρκα, ξύπνα μωρό μου, ξύπνα.
Η Μίρκα δεν μπορεί να ξυπνήσει. Η Μαρία την πλησιάζει και την χαστουκίζει πολύ δυνατά
Γιώργος: Μα τι κάνεις; Θα την σκοτώσεις.
Μαρία: (Προς τη Μίρκα) Ξύπνα, ξύπνα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.
Μίρκα: Ποιος με χτυπάει;
Μαρία: Εγώ σε χτύπησα, ήταν ανάγκη. Πρέπει να σε ρωτήσω κάτι.
Μίρκα: Πες μου.
Μαρία: Τον αγαπάς το Γιώργο;
(Η Μίρκα κοιτάζει το Γιώργο)
Γιώργος: Απάντησε, μη φοβάσαι.
Μίρκα: Ναι, τον αγαπάω. Ο Γιώργος είναι ό,τι ομορφότερο έχει συμβεί στη ζωή μου.
Μαρία: Βλέπω ξύπνησες για τα καλά! Εκείνος πιστεύεις ότι σε αγαπάει;
Μίρκα: Είμαι σίγουρη. Θέλουμε τα ίδια πράγματα και αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Μαρία: Πολύ Σωστά. Να ρωτήσω κάτι. Ο πατέρας σου είναι συνταξιούχος, έτσι;
Μίρκα: Ναι γιατί;
Γιώργος: Άρχισες τα παλαβά σου; Τι σχέση έχει αυτό;
Μαρία: Δούλευε τα τελευταία χρόνια σε μια μεγάλη πολυεθνική;
Μίρκα: Ναι, ήταν ο διευθύνων.
Μαρία: Στόχευσε διάνα το πουλάκι μου.
Γιώργος: Τι λες πάλι;
Μαρία: Γιατί ταράζεσαι Γιωργάκη;
Μίρκα: (Διπλωμένη από τον πόνο) Ποιος στόχευσε διάνα;
Γιώργος: Άσ 'την να πάει στο μπάνιο, δε βλέπεις ότι βασανίζεται;
Μαρία: Έχω τον τρόπο να τη λυτρώσω. Μίρκα, με ακούς;
Μίρκα: Ναι… σε ακούω.
Μαρία: Έχουμε λίγο χρόνο, γι' αυτό θα στο διαβάσω γρήγορα.
Γιώργος: Τι θα διαβάσεις; Για ποιο πράγμα έχουμε λίγο χρόνο;
Μαρία: Δεν μπορώ να απαντάω σε όλα μαζί. (Ψάχνει μέσα στα τσαλακωμένα χαρτιά που είναι ριγμένα στο πάτωμα. Ξεδιπλώνει ένα από αυτά και αρχίζει να διαβάζει με γοργό ρυθμό) " Δεν μπορώ να λέω ψέματα συνέχεια και σε όλους. Το παίζω καλός σύζυγος στη Μαρία, αλλά δε μπορώ να κοροϊδεύω και σένα. Εμείς έχουμε το ίδιο μυαλό και θα με καταλάβεις. Δεν είναι ότι δε μ' αρέσεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ονειρεύομαι το μέλλον μαζί σου. Τουλάχιστον όχι με αγάπες και λουλούδια. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να σταθώ ειλικρινής απέναντι στον εαυτό μου και τους άλλους και να πω την αλήθεια. Ποτέ δε θα συνέχιζα αυτή τη σχέση, αν δεν ήξερα ποιος είναι ο πατέρας σου. Έχω όνειρα και είμαι φιλόδοξος. Το ξέρω. Κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για αυτό, εκτός ίσως από τον πατέρα μου και τη Μαρία. Βαρέθηκα πια να μου πετάνε ξεροκόμματα και να λέω ευχαριστώ. Θέλω κάποτε να είμαι κύριος του εαυτού μου, να βγάζω λεφτά, να είμαι δυνατός. Όταν άκουσα το επίθετο σου, σκέφτηκα αστραπιαία: “ Αυτή είναι ευκαιρία για μένα”. Την άρπαξα και προχώρησα. Όλα τα άλλα νομίζω ότι τα καταλαβαίνεις. Σου έχω μιλήσει για τον πατέρα μου και τις ιδέες του, ξέρεις για τις ευκαιρίες που δεν είχα ποτέ, ξέρεις την πορεία μου. Σου ζητάω συγνώμη και ελπίζω να με καταλάβεις. Δεν έχω άλλο τρόπο να φτάσω σε κάτι καλύτερο, να φτάσω σ' αυτό που ήθελα σχεδόν πάντα, σ' αυτό που δεν είχα ποτέ: στα λεφτά." Αυτάααα. Το διάβασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ελπίζω να μην σας κούρασα. (Κοιτώντας τη Μίρκα) Άκρως διαφωτιστικό, έτσι;
Μίρκα: (Πεσμένη στον ώμο του Γιώργου) Τι είναι αυτό;
Μαρία: Αυτό ήταν ένα γράμμα του αγαπημένου σου. Βέβαια, μετάνιωσε και δε το έστειλε ποτέ. Το βρήκα πριν αρκετούς μήνες στα σκουπίδια. Βλέπεις ούτε τα σκουπίδια δεν ήθελε να πετάει· χαλάνε το image.
Γιώργος: Δεν είναι δικό μου αυτό, δεν είναι τα γράμματά μου.
Μαρία: Και όμως είναι. (Πλησιάζει τη Μίρκα και της το δείχνει) Είναι ή δεν είναι;
(Σφαδάζει από τους πόνους στην κοιλιά, είναι κάτασπρη. Πέφτει από τον καναπέ παρασέρνοντας και το Γιώργο)
Γιώργος: Άστην ήσυχη (Προσπαθεί να συνεφέρει τη Μίρκα) Μίρκα, Μίρκα, τι έπαθες; (στη Μαρία) Κάνε κάτι, φώναξε ένα γιατρό, γρήγορα.
Μαρία: Δυστυχώς, ο χρόνος τελειώνει.
Γιώργος: Τι μαλακίες λες; (Προσπαθεί μάταια να πιάσει τα πόδια της Μαρίας)
Μαρία: (Αρπάζει το μαχαίρι από τη βιβλιοθήκη) Κάνε πίσω. Τώρα είναι αργά.
Γιώργος: Τι αργά; Για ποιον;
Μαρία: Για όλους μας.
Γιώργος: (Δίνει σκαμπίλια στη Μίρκα) Μίρκα, Μίρκα, ξύπνα. Δεν είναι δικό μου το γράμμα. Αυτή το έγραψε, σ' αγαπάω. Ξύπνα σε παρακαλώ, ξύπνα.
Μαρία: Άδικα χτυπιέσαι.
Γιώργος: Σκάσε.
Μαρία: Είναι νεκρή.
Γιώργος: Τι λες; Κανείς δεν πεθαίνει από ένα τσιγάρο.
Μαρία: Ναι, έχεις δίκιο. Από δηλητήριο όμως…
Γιώργος: Τι δηλητήριο, ποιο δηλητήριο;
Μαρία: Το δηλητήριο που είχε το ποτό της. Έβαλα αρκετή δόση για να την πιάσει σίγουρα. Δεν ήθελα να το ρισκάρω.
Γιώργος: (Προσπαθεί να πλησιάσει τη Μαρία απεγνωσμένα, όμως το σώμα της νεκρής δεν τον αφήνει) Πουτάνα, τη σκότωσες. (Τον πιάνουν τα κλάματα) Γιατί, τι σου έκανε; Μια πουτάνα είσαι, μια αρρωστημένη πουτάνα… τη σκότωσες… τη σκότωσες.
Μαρία: Κάποιο λάθος κάνεις. Δεν τη σκότωσα εγώ. Τα ψέματά σου ευθύνονται, οι επιλογές σου.
Γιώργος: (Παρακλητικά) Λύσε με, λύσε με. Μη με αφήνεις έτσι.
Μαρία: Όλοι για εκμετάλλευση, ε Γιώργο; Γυναίκα, γκόμενα, γονείς… όλα για την καριέρα. Έτσι; Τώρα όμως ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Τελείωσαν όλα. Μαζί τους κι εμείς. (Ο Γιώργος είναι ακουμπισμένος στον καναπέ και κλαίει με αναφιλητά) Κανένας μας δεν αξίζει να ζει. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Δε μετανιώνω που τη σκότωσα. Μόνο μετανιώνω που ζω. Η ζωή είναι άδικη για όλους. Για μερικούς πολύ. Αρκετές φορές μένουν οι σάπιοι και φεύγουν αυτοί που έχουν κάτι να πουν. (Τον κοιτάει περιφρονητικά) Οι νεκροί με τους νεκρούς. Εγώ ό,τι ήταν να πω το είπα. Και κάτι τελευταίο: Αν έρθει η κυρία Μιχαλοπούλου, πες της να με συγχωρέσει για την ακαταστασία. Σου εύχομαι καλή σταδιοδρομία. Γεια χαρά.
(Η Μαρία μπήγει με δύναμη το μαχαίρι που κρατάει στo στομάχι της και πέφτει στο πάτωμα. Ο Γιώργος βγάζει μια κραυγή απόγνωσης. Ανάμεσά του, πεθαμένες, οι δύο ζωές του. Έξω σε λίγο θα αρχίσει να ξημερώνει. Μια νέα ημέρα ξεκινάει για όλους)