Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΤΙ ΑΝ...;



T: Πιάσε μια μπύρα 
Μ: Να την πιάσω ή να στη φέρω κιόλας; T: Να την πιάσεις και να τη φέρεις. Παγωμένη να ΄ναι. Μ: Έλα, τελείωνε. Και μην αρχίζεις το ποτό από το πρωί. T: Η μπύρα δεν είναι ποτό, φρουτάκι είναι. Μ: Φρουτάκι είναι; T: Σαν το μήλο ρε παιδί μου. Μοιάζει το μήλο με το καρπούζι;

Και τα δύο φρούτα είναι, αλλά μοιάζουν; Μ: Είναι φρούτα. T: Ναι, αλλά μοιάζουν; Μ:Αφού είναι φρούτα! T: Ναι, αλλά το ένα είναι τεράστιο ενώ το άλλο μια κουτσουλιά. Μ: Τελοσπάντων, εσύ να μην πίνεις ούτε φρουτάκια ούτε φρούτα. T: Μήλο πίνω, όχι καρπούζι. Μ: Τι θα κάνουμε σήμερα; T: Δηλαδή; Μ: Τι δηλαδή; Ρωτάω: τι θα κάνουμε σήμερα; T: Τι θες να κάνουμε; Μ: Μην κάτσουμε έτσι, άπραγοι. T: Μα μου αρέσει να μην κάνω κάτι. Μ: Δηλαδή θα πίνεις όλη την ημέρα; T: Αυτό σημαίνει πως κάνεις κάτι; Μ: Σημαίνει πως πίνεις. T: Είναι κάτι όμως να πίνεις; Είναι πράξη, κάνεις κάτι; Μ: Ναι ρε παιδί μου, κάτι κάνεις, πίνεις. T: Αν σημαίνει ότι κάνεις κάτι, δεν θέλω να πίνω. Δε θα μπορούσε να μην είναι κάτι το να πίνεις; Να ήταν κάτι όπως το κατούρημα, κάτι φυσιολογικό, κάτι που το κάνουν όλοι, κάτι που δεν μπορείς να αποφύγεις γιατί το κάνουν όλοι και άρα πρέπει να το κάνεις κι εσύ. Μ: Ίσως να μπορούσε, αλλά δεν είναι. T: Γιατί το μυαλό σου κολλάει πάντα με ό,τι υπάρχει; Δες και λίγο παραπέρα. Καθόλου φαντασία δεν έχεις. Μ: Και με τι να ασχολούμαι δηλαδή; Με το αν το ποτό μοιάζει με το κατούρημα και το αν πίνεις είναι κάτι ή δεν είναι τίποτα; T: Γιατί όχι; Μ: Πάλι θα κάνω κάτι: θα σκέφτομαι, θα συγκρίνω, θα φαντάζομαι. T: Και η φαντασία είναι να κάνεις κάτι; Μ: Κάτι κάνεις αλλά είναι σαν το κατούρημα. T: Δηλαδή; Μ: Δηλαδή είναι κάτι φυσιολογικό. Η φαντασία είναι αυθόρμητη.

Δεν μπορείς να μην κάνεις τίποτα. Τώρα μιλάμε, κάνουμε κάτι.

Και για να μην μείνουμε σε αυτό, τι λες να κάνουμε σήμερα; T: Δεν ξέρω. Φέρε μου μια μπύρα. Μ: Την ήπιες κιόλας; T: Πολλές ερωτήσεις κάνεις σήμερα. Μ: Είναι η τελευταία. Δεν υπάρχει άλλη. T: …ερώτηση; Μ: Μπύρα.

T: Πώς δεν υπάρχει! αφού πήρα χθες! Μ: Χθες δε βγήκες καθόλου από το σπίτι. T: Μα τι λες τώρα; Αφού πήγα στο περίπτερο. Μ: Την προηγούμενη βδομάδα είχες πάει στο περίπτερο.

Δεν υπάρχουν άλλες μπύρες, μόνο μία. T: Θα με βγάλεις τρελό; Μ: Κάθε Τετάρτη βγαίνεις για μπύρες και χθες ήταν Δευτέρα. T: Χθες ήταν Τετάρτη. Μ: Χθες ήταν Δευτέρα. T: Χθες ήταν η μέρα που βγήκα για μπύρες. Μ: Χθες ήταν Δευτέρα. Δε θα τσακωθούμε για αυτό. T: Γιατί να τσακωθούμε; Μιλάμε. Μ: Ναι, αλλά αυτό που λες δεν έγινε. T: Έγινε. Κοίτα λίγο το ημερολόγιο. Μ: Δεν έχουμε. Μήπως το είδες στον ύπνο σου; T: Ρωτάς αν κοιμήθηκα; Μ: Και τι έκανες όλο το βράδυ; T: Σε άκουγα να τρίζεις τα δόντια σου πάλι. Μ: Έτριζα τα δόντια μου; T: Όπως κάθε βράδυ. Μ: Είδες; T: Τι να δω; Μ: Όλη μέρα δεν κάνουμε τίποτα και το βράδυ τρίζω τα δόντια μου. T: Και τι σχέση έχει αυτό; Μ: Δεν ξέρω… με αγχώνει η απραξία. T: Γιατί δεν πίνεις μια μπύρα; Μ: Σου έδωσα την τελευταία. Τι να μου κάνει η μπύρα; T: Να πίνεις πριν κοιμηθείς λέω. Μ: Δεν θέλω να κάνω κοιλιά. T: Κάνει στομάχια η μπύρα; Μ: Με δουλεύεις; Κοιτάξου λίγο στον καθρέφτη. T: Που είναι ο καθρέφτης; Μ: Στο δωμάτιο. T: Δε σου είπα πως θέλω να μείνω άπραγος; Μ: Τι σχέση έχει αυτό; T: Αν πάω μέχρι την κρεβατοκάμαρα, θα έχω κάνει κάτι. Μ: Μα τι άνθρωπος είσαι εσύ; T: Διαφορετικός. Μ: Όσο για αυτό… όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί.

Κανένας δεν είναι ίδιος. T: Άρα μοιάζουμε. Μ: Τι εννοείς; T: Ε, είσαι κι εσύ διαφορετικός, οπότε μοιάζουμε. Μ: Ναι, αλλά εγώ θέλω να κάνω κάτι. T: Εντάξει, είπαμε μοιάζουμε, δεν είμαστε ίδιοι. Μ: Θα κάνουμε κάτι τελικά; T: Φαγώθηκες. Τι θες να κάνουμε; Μ: Να πάμε για ένα καφέ ας πούμε. T: Που; Μ: Το που είναι το πρόβλημα; Όπου θες. T: Μα δε θέλω. Μ: Τι άνθρωπος είσαι τέλος πάντων; T: Πάλι τα ίδια; Κατ ‘εικόνα και ομοίωση. Μ: Κατ ‘εικόνα και ομοίωση ποιου; Εσύ δεν μοιάζεις με κανέναν. Βαριέσαι να κάνεις ο,τιδήποτε, πίνεις από το πρωί, δεν κουνιέσαι ούτε για κατούρημα. T: Νομίζεις ότι είναι εύκολο να κάθεσαι άπραγος; Μ: Θέλει προσπάθεια; T: Εσύ κοροϊδεύεις, αλλά ναι, θέλει προσπάθεια. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να πειθαρχήσεις τον εαυτό σου στην απραξία;

Μου πήρε αρκετό χρόνο να τα καταφέρω και δε θα τα παρατήσω τώρα. Μ: Για ένα καφέ σου ζητάω να πάμε, δε σου είπα να σκάψεις. T: Καλύτερα να μου έλεγες να σκάψω. Τουλάχιστον θα παράταγα την απραξία για κάτι… σημαντικό, για κάτι που όταν το κάνεις… κάνεις στα αλήθεια κάτι. Μ: Δηλαδή αν σου έλεγα να πάμε να σκάψουμε θα δεχόσουν; T: Υπήρχε μια πιθανότητα, ο καφές όμως δεν είναι ούτε πράξη ούτε απραξία.

Κάνεις κάτι και δεν κάνεις και τίποτα, δηλαδή δεν υπάρχει ουσία. Μ: Εντάξει, κατάλαβα. Δε θα πάμε για καφέ. T: Δε τά ‘παμε; Ουσία μηδέν. Κάθεσαι σε μια καρέκλα, ρουφάς τον καφέ σου, κουτσομπολεύεις κι αυτό ήταν. Καλύτερα σπίτι. Μ: Ας κάτσουμε σπίτι λοιπόν. T: Φέρε μου μια μπύρα. Μ: Πάλι τα ίδια; Δεν είπαμε ότι τέλειωσαν; T: Αφού χθες πήγα και πήρα, πώς τέλειωσαν; Μ: Η τελευταία είναι εδώ μπροστά σου. T: Αυτή η κίτρινη; Μ: Ναι αυτή. T: Εγώ είχα πάρει κόκκινες, πώς βρέθηκαν εδώ οι κίτρινες; Μ: Πάντα κίτρινες δεν πίνεις; T: Εγώ; Ποτέ. Μ: Τις μισείς τις κόκκινες, το’ χεις ξεχάσει; T: Τίποτα κόκκινο δεν μισώ, εμένα μ’ αρέσει το κόκκινο. Μ: Φαίνεται ότι έχεις κάνει μια εξαίρεση με τις μπύρες. T: Αποκλείεται. Ρίξε μια ματιά στο σαλόνι, όλα κόκκινα δεν είναι; Μ: Σου είπα: είναι η εξαίρεση σε έναν ηλίθιο κανόνα. T: Είπες ηλίθιο κανόνα; Μ: Ναι, είπα ηλίθιο κανόνα. T: Είναι ηλίθιο να σ’ αρέσει κάτι; Μ: Μα όλα κόκκινα; Είναι υπερβολικό. T: Μα και εσένα σ’ αρέσει το κόκκινο. Μ: Ναι, αλλά επιλέγω κι άλλα χρώματα στα ρούχα μου. T: Εμένα μ’ αρέσει το κόκκινο. Θέλω όλα να είναι κόκκινα. Μ: Μα μέχρι και τα εσώρουχα; T: Μάλιστα, μέχρι κι αυτά. Ποιόν ενοχλώ; Μ: Εμένα. Κάθε βράδυ που πέφτουμε στο κρεβάτι νομίζω ότι κοιμάμαι με τον Τρότσκι. T: Γιατί με αυτόν; Μ: Αυτός δεν ήταν ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού; T: Α, για αυτό. Μ: Ε, για τι άλλο; T: Έλεγε μήπως του μοιάζω… Μ: Όχι, με τίποτα. T: Γιατί με τίποτα; Μούσια δεν είχε κι αυτός; Μ: Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. T: Ναι, τα "Κύριε Ελέησον" τον κάνουνε.

(σιωπή)

Λες να μου πήγαινε για παπάς; Μ: Μπα, δε νομίζω. T: Γιατί το λες αυτό; Μ: Ε δε θα σου πήγαινε. Αυτοί απεχθάνονται τα χρώματα. T: Δεν απεχθάνονται τα χρώματα, απλά αγαπούν το μαύρο. Μ: Έχετε κάτι κοινό δηλαδή, μάλλον το μόνο. T: Εσύ δεν είπες πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί; Εκείνοι το μαύρο, εγώ το κόκκινο. Μ: Πάω για ένα καφέ; T: Χωρίς εμένα; Μ: Αφού δε θέλεις. T: Κι εσύ θες να πας οπωσδήποτε; Μ: Ναι. T: Σκέφτηκες καθόλου την ένστασή μου για οποιαδήποτε πράξη; Μ: Αυτά είναι βλακείες. T: Τουλάχιστον, πριν φύγεις μπορείς να μου φέρεις μια μπύρα; Μ: Κόκκινη ή κίτρινη;

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Ο ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ...

ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Ε. ΧΑΣΑΝΙΩΤΗ
Η φωτιά δεν είναι σύμμαχος κανενός: μπορεί να κάψει και να λιώσει τα πάντα. Ο μολυβένιος στρατιώτης το γνώριζε αυτό από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε ανάμεσα στις φλόγες μέσα στο τζάκι. Αν έμενε αδρανής, η φωτιά θα τον έλιωνε. Το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένος δε θα άντεχε για πολύ. Χρησιμοποιώντας τη ξιφολόγχη από το όπλο του σύρθηκε έξω από το τζάκι. Ήταν εκπαιδευμένος για κάτι τέτοιο.

Η χαρά της διάσωσής του όμως αντισταθμίστηκε από το άτυχο και άδικο τέλος της χορεύτριας. Οι πύρινες γλώσσες την έκαψαν παρά την προσπάθεια του να τη σώσει. Η τελευταία της φράση «αγάπη, αγάπη, δώσ’ μου το χέρι σου το λατρεμένο» θα έμενε για πάντα σφηνωμένη στη μνήμη του. Κάτω από τις στάχτες της χορεύτριας ο μολυβένιος στρατιώτης βρήκε ένα χρυσό δαχτυλίδι. Το πήρε, το φύσηξε για να το καθαρίσει από τις στάχτες και το φόρεσε στο δάχτυλο του δεξιού του χεριού, όπως κάνουν οι παντρεμένοι. Θα συμβόλιζε την αγάπη και τον έρωτά τους.

Ο μολυβένιος στρατιώτης αποφάσισε να αναζητήσει ένα νέο μέρος για να μείνει. Ο πόνος του για τη χορεύτρια και το καπρίτσιο του μικρού παιδιού που τον πέταξε στο τζάκι δεν του επέτρεπαν την παραμονή. Το μικρό παιδί τον έβαλε να αναμετρηθεί με τις φλόγες, επειδή ήταν μονοπόδαρος. Δεν κατάλαβε το γεγονός πως το ότι ισορροπούσε στο ένα πόδι τον έκανε ξεχωριστό από τα υπόλοιπα στρατιωτάκια ούτε εκτίμησε τις στρατιωτικές του αρετές και την προσήλωσή του στο καθήκον την ώρα της μάχης.

Αφού χαιρέτησε τα είκοσι τέσσερα μολυβένια αδέλφιά του, κούμπωσε τη στολή του, φόρεσε το καπέλο του, πέρασε το όπλο του στον αριστερό ώμο του και βγήκε έξω στο δρόμο. Ένα χελιδόνι τον ρώτησε πού πηγαίνει. Όταν αυτός αποκρίθηκε πως πάει όπου τον βγάλει ο δρόμος, το χελιδόνι του πρότεινε να καβαλήσει στην πλάτη του και να ταξιδέψουν μαζί. «Καλύτερα να ταξιδεύεις παρέα με κάποιον παρά μόνος», σκέφτηκε ο μολυβένιος στρατιώτης και ανέβηκε πάνω στο νέο του φίλο. Ήταν την εποχή που τα χελιδόνια έφευγαν από τα κρύα μέρη και πήγαιναν στα ζεστά.

«Πού πάμε;», ρώτησε ο μολυβένιος στρατιώτης.
«Στην Αθήνα», απάντησε το χελιδόνι.

Προσγειώθηκαν στην Πλάκα, κάτω από την Ακρόπολη. Εκεί, χωρίστηκαν και ακολούθησε ο καθένας το δρόμο του. Ο μολυβένιος στρατιώτης περπάτησε ανάμεσα στα στενά δρομάκια με τα χαριτωμένα σπίτια. Ανέβηκε στον Άρειο Πάγο και έμεινε έκπληκτος από το μέγεθος της πόλης. Ένας ορίζοντας κτιρίων, τόσο μακρύς όσο έβλεπε το μάτι του. Έπειτα, κατηφόρισε προς το Θησείο, περιπλανήθηκε στου Ψυρρή, βγήκε στην Ομόνοια, περπάτησε όλη τη Σταδίου και έφτασε στο Σύνταγμα.

Εκεί, γινόταν μια πορεία των εργαζομένων για το νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Περικοπές στις συντάξεις και στους μισθούς, απολύσεις, υψηλή ανεργία. Ο μολυβένιος στρατιώτης βρέθηκε ανάμεσα στους διαδηλωτές και στους αστυνομικούς. Η στολή των αστυνομικών έμοιαζε κάπως με τη δική του, αλλά αποφάσισε να μην πάρει το μέρος κανενός.

Άρχισε να βρέχει. Βρήκε ένα χάρτινο καράβι, μπήκε μέσα σε αυτό και κατηφόρισε την Ερμού. Είχε ξανακάνει βαρκάδα, τότε που τα δύο αγόρια τον είχαν βρει στο δρόμο και τον είχαν βάλει μέσα σε ένα χάρτινο καράβι για να τον «τιμωρήσουν» που είχε ένα πόδι. Τότε, είχε καταλήξει στο στομάχι ενός ψαριού. Τώρα, βρέθηκε μπροστά σε μια βυζαντινή εκκλησία, την Καπνικαρέα. Κατέβηκε από το καράβι του και κοίταξε τριγύρω του. Εμφανίστηκε ξαφνικά ένα ποντίκι και του ζήτησε το χάρτινο καράβι.

- «Πριν στο δώσω, θέλω μου πεις πού θα βρω ένα υπαίθριο παζάρι».
«Στο Μοναστηράκι. Ανέβα ξανά στο καράβι. Σαλπάρουμε. Θα σε πάω εγώ», είπε το ποντίκι.

Πράγματι, μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά από ένα σεντόνι που είχε παλιά βιβλία και χρησιμοποιημένα παιχνίδια. Ο έμπορος πρόσεξε τον μολυβένιο στρατιώτη, τον σήκωσε από κάτω, τον στέγνωσε με ένα πανί και τον τοποθέτησε δίπλα σε έναν G.I.Joe. Σε αντίθεση με τον μολυβένιο στρατιώτη, ο G.I.Joe ήταν ένας σύγχρονος στρατιώτης, μυώδης, με πράσινο μπερέ, με όπλο τελευταίας τεχνολογίας και αντί για ξιφολόγχη είχε ένα κοφτερό οδοντωτό μαχαίρι στο πλαϊνό μέρος της ζώνης του.

«Τι στρατιώτης είσαι εσύ, τι στολή είναι αυτή, με ένα πόδι και με ένα χρυσό δαχτυλίδι;», ρώτησε με υπεροψία ο G.I.Joe.

«Είμαι ένας στρατιώτης από το στρατό του Ναπολέοντα. Δεν είχα ποτέ μου δύο πόδια, αλλά αυτό δε με έκανε ποτέ λιγότερο θαρραλέο και ικανό. Έχω δώσει τις μάχες μου και θα συνεχίσω να της δίνω. Το χρυσό δαχτυλίδι είναι ο έρωτας και η αγάπη μου για τη χορεύτριά μου. Το όπλο μου δουλεύει και η ξιφολόγχη μου κόβει». Και ο μολυβένιος στρατιώτης κατέληξε τη σύντομη παρουσίασή του ως εξής: «Είμαι φτιαγμένος από μολύβι και όχι από πλαστικό».

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΡΠΟΥΖΙΟΥ...


ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Ε. ΧΑΣΑΝΙΩΤΗ
Πέμπτη βράδυ, μια δύσκολη μέρα μόλις είχε τελειώσει. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν πιο κουραστικό από ό,τι συνήθως λόγω της απρόσμενης κίνησης στο δρόμο. Τουλάχιστον υπήρχε περισσότερη άνεση στην καρότσα του φορτηγού σε σχέση με το πρωί που ήταν στοιβαγμένοι όλοι ο ένας πάνω στον άλλον.

Κάθε πρωί που ξεκινούσαν για τη λαϊκή αγορά υπήρχε γκρίνια και μουρμούρα: λίγο η έλλειψη χώρου, λίγο το πολύ πρωινό ξύπνημα, λίγο ο χαρακτήρας ορισμένων προκαλούσε εντάσεις και τσακωμούς. Οι συμμαχίες άλλαζαν κάθε φορά, πότε φρούτα εναντίων λαχανικών, πότε φρούτα εναντίον φρούτων. Κοντολογίς, όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί!

Σήμερα το ματς ήταν καρπούζια εναντίον πεπονιών! Μεγάλος τσακωμός. Όλα ξεκίνησαν, όταν η Αμαλία το καρπούζι έπεσε κατά λάθος πάνω σε δυο πεπόνια καταπλακώνοντάς τα. Τα άτυχα πεπόνια χτύπησαν σοβαρά. Η Αμαλία βέβαια δεν έπαθε τίποτα. Τα υπόλοιπα πεπόνια αντέδρασαν φωνάζοντας και κλωτσώντας με μανία την Αμαλία με αποτέλεσμα να κατρακυλήσει προς το μέρος των καρπουζιών.

Τα καρπούζια, γνωστά για την αλληλεγγύη τους και τη μαχητικότητά τους, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις προς το μέρος των πεπονιών. Αν δεν έμπαιναν στη μέση τα πορτοκάλια και τα κολοκύθια, θα είχαμε σύρραξη! Οι μελιτζάνες προσπάθησαν να κάνουν το διαιτητή! Το επεισόδιο περιορίστηκε σε φραστικές αντιπαραθέσεις.

«Καρπούζια, κοιλαράδες, μαυρόσποροι, χοντρόφλουδοι!», φώναζαν τα πεπόνια.
«Πεπόνια, κιτρινιάρηδες, πασατέμποι!», απαντούσαν τα καρπούζια.

Όταν όλοι πήραν τις θέσεις τους στον πάγκο της λαϊκής, όλα ξεχάστηκαν. Οι περισσότεροι κατέληξαν σε τσάντες και καρότσια. Όσοι ξέμειναν στους πάγκους, αφού τελείωσε η λαϊκή, ανέβηκαν ξανά στην καρότσα του φορτηγού για να επιστρέψουν στο σπίτι. Η Αμαλία και τα δύο πληγωμένα πεπόνια ήταν ανάμεσα σε αυτούς.

Η Αμαλία ήταν πολύ στεναχωρημένη και είχε τύψεις που είχε χτυπήσει τα δύο πεπόνια. Ήθελε να την ξεχάσει αυτήν την ημέρα. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα με τα υπόλοιπα φρούτα και λαχανικά της παρέας και πήγε για ύπνο. Στριμώχτηκε πίσω από ένα καφάσι για να μην ξανακυλήσει άθελά της την ώρα που θα κοιμόταν.

- «Αμαλία, ξύπνα, πρέπει να μας ακολουθήσεις».
Η Αμαλία άνοιξε τα μάτιά της και είδε γύρω στα πενήντα πεπόνια να την έχουν περικυκλώσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από τα υπόλοιπα καρπούζια, αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα της.
«Πού πάμε», είπε.
«Μη μιλάς», της απάντησαν με αυστηρό τόνο.

Κατέβηκαν από την καρότσα και κύλησαν ως τον μπλε κάδο της ανακύκλωσης.
«Εδώ είμαστε», είπε η Πέπη το πεπόνι.

Δίπλα στον κάδο στεκόταν ο Μιχάλης, ο γεωργός που είχε καλλιεργήσει τα καρπού-ζια και τα πεπόνια.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μιχάλης μας αγαπάει όλους το ίδιο και ότι είναι ο πιο κατάλληλος κριτής», δήλωσε η Πέπη.
«Κριτής για ποιο πράγμα;», είπε με αγωνία η Αμαλία.

Και η Πέπη το πεπόνι εξήγησε: «Ο Μιχάλης κρατάει στη μασχάλη του ένα καρπούζι. Εσύ, Αμαλία, πρέπει να σκαρφαλώσεις στη μασχάλη του και να κρατηθείς εκεί μαζί με το άλλο καρπούζι για δέκα λεπτά. Αν πέσεις νωρίτερα, έχασες».

«Δηλαδή;», ρώτησε η Αμαλία.
«Θα σε κόψουμε στη μέση με ένα μεγάλο μαχαίρι και θα σε πετάξουμε μέσα στον μπλε κάδο. Και όλοι οι άνθρωποι θα σε κατηγορήσουν ότι κατέστρεψες με το κόκκινο ζουμί σου και τα μαύρα σπόρια σου τα χαρτιά που ήταν για την ανακύκλωση», εξήγησε η Πέπη.

Η Αμαλία το καρπούζι σκαρφάλωσε στη μασχάλη του Μιχάλη. Δεν άντεξε όμως για πολύ. Γλίστρησε και έπεσε κάτω. Έσκασε σαν καρπούζι!

Ένιωσε ένα άγγιγμα και άρχισε να παραληρεί: «Όχι, μην το κάνετε αυτό. Έπεσα άθελά μου πάνω στα πεπόνια! Δε θέλω να καταστρέψω τα χαρτιά της ανακύκλωσης!».

Τότε, τη σκούντηξε πιο δυνατά ο Μιχάλης και η Αμαλία ξύπνησε.
- «Αμαλία, τι συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις; Όνειρο έβλεπες;».
«Εμ, μάλλον,, ναι, κάτι πικρό!», απάντησε με σαρκασμό η Αμαλία.
«Σήκω. Ετοιμάσου. Ξημέρωσε και πρέπει να πάμε στη λαϊκή», είπε ο Μιχάλης.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

ΚΡΑΤΙΚΗ ΖΩΗ...


Περπατούσα χωρίς οδηγό και πυξίδα
Η πόλη που γεννήθηκα είχε βομβαρδιστεί ανελέητα, μύριζε βία.
Μέσα στα σπλάχνα της έθρεφε όντα που δεν γνώριζαν τί είχε συμβεί και κινούνταν τηλεκατευθυνόμενα προς την επιφάνεια.
Την επόμενη μέρα ακούστηκαν από τα μεγάφωνα οδηγίες.
Καμπουριάσαμε σε στυλ μπάτλερ και σταθήκαμε ακίνητοι ο ένας δίπλα στον άλλον.
Το νέο καθεστώς είχε απαγορέψει να κοιτάμε τους άλλους.
Και να κλαίμε δεν επιτρεπόταν.
Μόνο η μοναξιά και η ομοιομορφία επιτρέπονταν, χωρίς κλάματα, με θάρρος.
Δεν αστειευόντουσαν με τις διαταγές, το είπαν ξεκάθαρα.
Μας έδωσαν καθαρά σώματα και δυνατό DNA για να μπορούμε να αντέξουμε.
Οι ψυχίατροι είχαν απλώσει τις προηγούμενες ψυχές μας σε ηλεκτροφόρα σύρματα και το νέο μας Εγώ βρισκόταν στο
"Κρατικό Γραφείο Περίληψης Ζωών".
Υπάλληλοι πηγαινοέρχονταν χωρίς σκοπό κοιτώντας επίμονα τις ψυχές μας πάνω στα σύρματα.
Κρυφογελούσαν και κάποιοι έκαναν μορφασμούς, που πίεζαν τα μηνίγγια τους επίπονα.
Το πρόσωπό τους σκληρό και γεμάτο χαρακιές
Και εμείς ήμασταν πληγωμένοι, όμως αντέχαμε.
Tα παιδιά μας όμως, τα παιδιά… είχαν σκοτωθεί μέσα στην κοιλιά μας και κολυμπούσαν στο ξερό αίμα της αναμονής του Κόσμου,
που δε θα ερχόταν ποτέ.
"Τα παιδιά σας πέθαναν" ακούστηκε η φωνή από τα μεγάφωνα
"μην έχετε πρόβλημα, το Κράτος θα φροντίσει για την ταφή. Απαγορεύεται να έρθετε, δεν επιτρέπεται να στενοχωριέστε.
Πρέπει να είστε έτοιμοι".
Τα μάτια των παιδιών ήταν ανοιχτά και κοιτούσαν το εσωτερικό μας κενό.
Κι εμείς ήμασταν σε όλους υπόχρεοι που απλά ζούσαμε.
Κι αν πεθαίναμε, το Κράτος θα πλήρωνε την ταφή.
Μα εμείς δεν θέλαμε χώμα, έξω θέλαμε, στην ελευθερία
να αφήσουμε τα κουφάρια μας στον άνεμο και τη βροχή, να μας αποτελειώσουν τα όρνια.
Η μοναξιά δεν ήταν πρόβλημα, την είχαμε συνηθίσει.
Που δεν μας άφηναν να κοιτιόμαστε μάς ενοχλούσε.
Που τα παιδιά μας τα προτιμούσαμε νεκρά μάς ενοχλούσε
Που το κράτος μάς φρόντιζε και μάς κοίταζε μέσα στα μάτια. Η ψυχή μας του ανήκε, τα παιδιά μας ήταν νεκρά μέσα μας.
Και εμείς απαγορευόταν να κοιταχτούμε.
Και τα μεγάφωνα έπαιζαν παλιούς ύμνους και εμβατήρια.
Και τα παιδιά ήταν πεθαμένα μέσα μας.
Και μεταφέραμε στο πρόσωπα μας την αθωότητα του μικρού ανθρώπου.
Μόνο που τώρα είχαμε μεγαλώσει και ήμασταν λίγοι, πολύ λίγοι.
Και τα όντα ήταν Υπηρεσιακά, έκαναν τη δουλειά τους καλά και αμείβονταν.
Μόνο κάτι φωτογραφίες αποτύπωναν την παλιά ζωή.
Και τα παιδιά μας γεννιόντουσαν νεκρά.

Και εμείς δεν κοιτιόμασταν.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

ΤΟ ΣΚΑΘΑΡΙ...


Πίσω από το κομοδίνο στο παλιό σαλόνι κρυβόταν ένα σκαθάρι. Ήταν γερασμένο πια και κουραζόταν να κάνει μπάλες και να κουβαλάει τα περιττώματα του σκύλου και της γάτας. Όμως αυτή ήταν η ζωή του, τι άλλο να έκανε; Δεν ήξερε κάτι άλλο, η φύση του το έφτιαξε για να ζει με αυτόν τον εξευτελιστικό στα μάτια των ανθρώπων τρόπο.

Για αυτό και ήταν κρυμμένο, δεν μπορούσε να αντέξει τη ματιά τους, τα σχόλιά τους, τις κινήσεις που έκαναν όταν το έβλεπαν να ξεμυτά και να αναζητά μια παρέα που να ζει, ένα ον που να το σέβεται, μακριά από περιττώματα και βρωμιές.

Κάποτε ένας ευφάνταστος τύπος είχε σκεφτεί να το εκπαιδεύσει για να κάνει νούμερο σε τσίρκο, να παίζει με τα περιττώματα όπως παίζουν οι ζογκλέρ με τις κορύνες τους, να γελάνε τα παιδιά και οι γονείς τους, να γίνει το σκαθάρι κάτι σαν άνθρωπος.

Το σκαθάρι το σκεφτόταν μέρες, ρώτησε τα μυρμήγκια που όλα τα έντομα θεωρούσαν σοφά, σκέφτηκε και… σκέφτηκε και τελικά έφτασε μέχρι τον Μεγάλο Τερμίτη.
Εκείνος του είπε: "μην αφήσεις το ταλέντο που σου έδωσε η φύση να πάει χαμένο, άλλωστε τι θα τα κάνεις τα λεφτά, εδώ δεν έχεις που να τα ξοδέψεις, στο σπίτι που κρύβεσαι κανείς δεν σου δίνει σημασία, οπότε… άσε τους ανθρώπους να πουλάνε και να αγοράζουν τα περιττώματά τους. Αυτοί φαίνεται να ξέρουν καλά τι κάνουν".

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Η ΑΛΥΣΙΔΑ...


Να χυθείς μεσ' στον παλμό του κόσμου και να νιώσεις την αίσθηση του ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
Ό,τι κι αν κάνω εκεί θέλω να καταλήξω, κάπου εκεί θέλω να πάω.
Να θαφτώ στις πλάκες των παλιών φίλων, να ξανανιώσω τους πρώτους έρωτες και τη ζαλάδα από τα πρώτα εφηβικά τσιγάρα, τότε που ο έρωτας σημάδευε κάθε μέρα την ηλικία μας και το κεφάλι μας ήταν άδειο από όλα και γεμάτο μόνο από φίλους:
τον Χρίστο με το ιδιόρρυθμο φλερτ,
τον τραγουδιστή του συγκροτήματος τον Αρίστο,
την Κατερίνα με το μεγάλο στήθος,
τον ακόμα κολλητό Κώστα, που τώρα έχει δύο παιδιά,
τον τρελλαμένο Γιώργο που φούνταρε από το μπαλκόνι και σώθηκε, και που κοιμόταν κάτω από τ' αυτοκίνητα,
τον Αντρέα που με την ίδια εμμονή άκουγε Slayer και Καρρά,
τον Παναγιώτη που έφυγε ξαφνικά
και όλους τους υπόλοιπους που ακολούθησαν και έρχονται ακόμα...
Αυτή η μακριά αλυσίδα παλιών και νέων δε θα σταματήσει ποτέ: είναι σωτήρια.

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Η ΚΡΙΣΗ...


Το κρύο ήταν περίεργο για την εποχή και τα ουρλιαχτά των σκύλων ακούγονταν θολά από τις γραμμές του τρένου του χωριού.
Κάθε νύχτα γάβγιζαν τα σκυλιά του σταθμού. Έιχες μια παράξενη αίσθηση όταν τα άκουγες πως όλα πάνε καλά.
Εκεί είχαν περάσει και οι δυο όλη τους τη ζωή. Σταθμάρχης ο ένας, σταθμάρχης κι ο άλλος. Στο ίδιο χωριό, στον ίδιο σταθμό, στο ίδιο φυλάκιο. Φύλαγαν τους ανθρώπους που πέρναγαν από τα μέρη τους. Τι πώς; Τους φύλαγαν από το θάνατο, ανεβοκατέβαζαν τις μπάρες. Ήταν υπεύθυνοι για τη ζωή και το θάνατο, κρατούσαν τις τύχες των ανθρώπων στα χέρια τους. Αυτοί και ο Θεός.

Ο Γιώργος στριφογύριζε στο κρεβάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Άναψε τσιγάρο.

Πατέρας: Τι έχεις παιδί μου;
Γιώργος: Με ρωτάς τι έχω; Δεν ξέρεις;
Πατέρας: Μη το σκέφτεσαι, κοιμήσου.
Γιώργος: Μα πώς να κοιμηθώ! Σε λίγο μπορεί να…
Πατέρας: Να τι;
Γιώργος: Είμαστε υπεύθυνοι.
Πατέρας: Εμείς για ποιο πράγμα;
Γιώργος: Τον χαζό κάνεις; Για ό,τι και αν γίνει εκεί πάνω είμαστε υπεύθυνοι.
Πατέρας: Λάθος, κάνεις λάθος.
Γιώργος: Δεν κάνω λάθος.
Πατέρας: Πήραμε μια απόφαση. Τόσα χρόνια έχουμε να πάρουμε κάποια απόφαση. Κι είναι μια λογική απόφαση.
Γιώργος: Λογική είπες;
Πατέρας: Ναι, γιατί αμφιβάλλεις;
Γιώργος: Λογική ε; Και ποιοι είμαστε εμείς που αποφασίσαμε κάτι τέτοιο;
Πατέρας: Οι φύλακες του σταθμού, οι υπεύθυνοι της κίνησης.
Γιώργος: Και κοιμόμαστε;
Πατέρας: Άσε τον κάθε άνθρωπο να δείξει τη δική του υπευθυνότητα. Ας τον να κρίνει.
Γιώργος: Μα εδώ πάω να του στερήσω τη ζωή και…
Πατέρας: Δεν είσαι εσύ υπεύθυνος για τη ζωή κανενός, πότε θα το καταλάβεις;
Γιώργος: Μα τι λες τώρα, η δουλειά μου είναι… η δουλειά μου είναι να προσέχω τους άλλους.
Πατέρας: Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σου έμαθα;
Γιώργος: Ναι θυμάμαι… "Να μην ξεχνάς ό,τι έμαθες, εκτός αν χρειάζεται".
Πατέρας: Το δεύτερο, θυμάσαι;
Γιώργος: "Να δίνεις στους άλλους να καταλαβαίνουν ότι είναι υπεύθυνοι για τη ζωή τους".
Πατέρας: Άσε λοιπόν τις μπάρες ελεύθερες, άσε τους ανθρώπους ελεύθερους, να δουν, να αποφασίσουν, να κρίνουν πάνω στο δευτερόλεπτο. Μην προσπαθείς να τους προστατεύσεις. Δεν είναι θέμα χρόνου, είναι θέμα κρίσης, είναι θέμα υπευθυνότητας. Μην ταράζεις τον κύκλο της ζωής, μην παριστάνεις τον Θεό. Ας τους να ανακαλύψουν αν πραγματικά θέλουν να ζήσουν…

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

ΓΙΑΤΙ ΕΣΥ ΑΠΟΔΗΜΗΣΕΣ...


Και εκεί που νόμιζες ότι άλλαξες, βρέθηκες πάλι ο ίδιος

Ίδιος και απαράλλαχτος, σαν να ήσουν αυτός που ήξερα και ήθελα να ξεχάσω

Μέσα σε εκείνο το αφόρητο σπίτι

έφτιαχνες τα έπιπλα που στοιβάζονταν χωρίς λόγο

έριχνες τα ζάρια στην τραπεζαρία και σμίλευες ένα άγαλμα με το βλέμμα σου

Δεν ήταν ο μοναδικός κάτοικος αυτού του σπιτιού, ήσουν κι εσύ

Εσύ που δεν μπόρεσες να μετρήσεις ως το δέκα

εσύ που δεν μπόρεσες να πάρεις τα παιδικά σου χρόνια σοβαρά

εσύ που πάντα στεκόσουν ανάμεσα σε σένα και τον εαυτό σου

Άραγε να ήταν φόβος ή σοφία;

Κι αν ήταν σοφία πώς και κατάφερες να αποδημήσεις τόσο ηλίθια;

Γιατί εσύ αποδήμησες φίλε… δεν πέθανες.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟΝ...


ΠΟΛΥ ΛΙΓΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
Στο Δερβένι της Κορινθίας γεννήθηκε το 1888, ο Ιωάννης Β. Οικονομόπουλος, ο οποίος έγινε γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας. Την μόρφωσή του την πήρε κάτ' οίκον από τον ίδιον τον πατέρα του.


Σε ηλικία 14 χρόνων η οικογένειά του εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα ο ποιητής άρχισε να εργάζεται σε αθηναϊκές εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα αλλά και μερικά πεζογραφήματα. Άρχισε ωστόσο να εκφράζει πολλές ψυχικές διακυμάνσεις, που συχνά χαρακτήριζαν άμεσα την ίδια την συμπεριφορά του. Αυτές οι ψυχικές του διαταραχές επηρέασαν τα γραφόμενά του και τον οδήγησαν όταν ήταν στο στρατό σε μία απόπειρα αυτοκτονίας. Ήδη από το 1920 άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα τρέλας, προερχόμενη από σεξουαλικό νόσημα. Με τον καιρό η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μία μέρα εμφανίστηκε στην οδό Σταδίου ως βασιλιάς Ρωμανός Β' . Ωστόσο στην περίοδο της ασθένειάς του, είχε πολύ ήρεμες εκδηλώσεις. Το 1927 μπήκε στο "Δρομοκαϊτειο". Εκεί συνέχισε να γράφει ποιήματα, εκ των οποίων πολλά χαρακτηρίζονται άρτια, για άλλα όμως εύκολα διαφαίνεται, ότι αποτελούν αποκυήματα της σκοτισμένης φαντασίας του. Πέθανε το 1942, στις 9 Σεπτεμβρίου, στο "Δρομοκαϊτειο" Θεραπευτήριο.


Ο Φιλύρας συνεργάστηκε στα περιοδικά "Ακρίτας", "Ηγησώ", "Οικογένεια", "Μπουκέτο", "Νουμάς", "Νέα Εστία", "Παναθήναια" κ.α. Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές.
Την συγκέντρωση των ποιημάτων του και την τακτοποίηση του συγγραφικού έργου του επιμελήθηκε ο ποιητής Τάσος Κόρφης με τη μελέτη του "Ρώμος Φιλύρας" που εξέδωσε το 1974.



Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο των εκδόσεων Καστανιώτη "Η ζωή μου εις το Δρομοκαϊτειον και άλλα αυτοβιογραφικά" ειδικότερα από το κεφάλαιο "Η ζωή μου εις το Δρομοκαϊτειον".
Αξίζει τον κόπο να τα διάβασετε, πραγματικά.
 
 
ΠΡΩΤΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
"Δρασκέλισα το κατώφλι του σαν νεκρός, όπως θα διασκέλιζα με ακέραιες τας αισθήσεις μου το κατώφλι του Άδη.
Οι νοσοκόμοι και οι γιατροί με τις λευκές καμιζόλες που κατέβαιναν στην εξώθυραν να με παραλάβουν και με εψαχούλευαν με το βλέμμα τους, ένα βλέμμα μέχρις οστέων εξεταστικό και διασκεδαστικό, που μου ξύλωνε ραφή προς ραφήν –κράκ, κράκ, κράκ– σαν το τρυπάνι του νεκροσκόπου, το πετσί και τα κόκκαλα και μου αναμόχλευε με τη λεπτή ερευνητική του αιχμή την καρδιά και την κόγχη του εγκεφάλου– μου έκαναν την εντύπωσιν– το θυμάμαι σαν να’ νε τώρα– λευκοπτέρυγων αγγέλων νεκροπομπών, που με εζύγιαζαν στην τρομερή φλωροζυγαριά της αδυσώπητης κρίσεως, σε ποιο τάχα κύκλο του καθαρτηρίου ή της κολάσεως θα έπρεπε να με κατατάξουν"

"Ωραίο είνε ότι εδώ μέσα μας φέρονται σαν να είμεθα γνωστικοί. Ξυπνάμε, τρώμε, κοιμούμαστε σύμφωνα με τον κανονισμό. Αυτοκράτορες, Θεοί, Βασιλιάδες, υποχρεωνόμαστε να σηκωθούμε την ώρα που ορίζει ο κύριος νοσοκόμος. Δεν ρωτάει αν θέλουμε και αν μπορούμε να διακόψουμε την υπερκόσμια αποστολή μας. Αν είνε έτσι, τι όφελος να ήμαστε τρελλοί; Και μείς σκλάβοι της ανθρωπίνης στενοκεφαλιάς;Ο διπλανός μου, λόγου χάριν, είνε ένας άνθρωπος που ταξιδεύει. Ταξιδεύει ο καϋμένος! Προτού πλαγιάσομε στο θάλαμο για να κοιμηθούμε, βγάνει από τις τσέπες του ένα σωρό παληόχαρτα και ατελείωτα κουβάρια σπάγγους, πακετάρει μεθοδικά το κρεββάτι του, τα ρούχα, τα παπούτσια του και μας λέει αντί για καληνύχτα «καλή αντάμωση».
Ταξιδεύει, πάει στη Λειψία, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Αίγυπτο, Ινδίες, Μαρόκο. Επιτρέπεται, λοιπόν, ο πρώτος τυχών νοσοκομάκος με ένα σκούντημα να ξυπνάει και να ξαναφέρνει πίσω στο Δρομοκαϊτειο τον άνθρωπον που του δόθηκε με λίγα παληόχαρτα και κάτι σπάγγους να ταξιδεύη σαν το πουλί, να κάνη κάθε νύχτα και από ένα θείο ταξίδι; Θάλασσες, περιβόλια, εκκλησιές, μουσεία και τί δεν μας περιγράφει ξετυλίγοντας μεθοδικά το πακεταρισμένο του κρεββάτι. Όλη την ημέρα ύστερα γυρίζει σκυφτός, αμίλητος, ψάχνοντας για παληόχαρτα. Μια φόρά που τον εξύπνησεν απότομα ο νοσοκόμος, του φώναξε απελπισμένα.
- Άσε με, για το Θεό, χάνω το τραίνο…
Είνε σύστημα, κούρα αυτή να παίρνουν τη μόνη ευτυχία που απομένει στον τρελλό; Τον γιατρεύουμε, μας λένε. Μπράβο! Και όταν γίνη καλά, θα ξανακάνη ποτέ του ταξίδι με ένα κομμάτι σπάγγο;Ζήτω η τρέλλα! Εγώ ο Ρώμος το φωνάζω. Αλλά δεν φτάνω δυστυχώς στο ύψος μερικών εδώ μέσα. Βλέπετε διατηρώ κάποια λογική και αυτό με μειώνει. Γι΄ αυτό υποφέρω, γι΄ αυτό όταν βλέπω το βράδυ πέρα εκεί σαν πέλαγος ευτυχίας τα ολόχρυσα φώτα της Αθήνας, ραγίζεται η καρδιά μου. Καταραμένη λογική που σ΄ άφησε κάπου μέσα μου ατόφυα ο ανηλεής σπειροχαίτης, πότε θα την πάρη και αυτήν τελειωτικά. Ναι. Θέλω να αποτρελλαθώ, να μη νοιώθω πιά τίποτα, τίποτα. Ζήτω η τρέλλα! Το πρωί που φωτάει ο Θεός την ημέρα λές ότι όλοι αυτοί οι θείοι, οι μεγάλοι –όχι σαν και μένα– αλλά οι υπέροχοι τρελλοί ανεβαίνουν στο θρόνο της κοσμοκρατορίας τους.
Έχουμε εδώ τον Θεό. Φοράει, σαν σηκωθή, το παντελόνι του, μία κίτρινη πουκαμίσα, δένει γύρω στο λαιμό του ένα κορδόνι– που είνε, λέει, μυστικό σύμβολο της παντοδυναμίας του– και… βροντάει μπρρρ, μπρρρ! τους κεραυνούς του. Του μιλάς και δεν σου δίνει απάντησι.
Σε κυττάει, κατάματα, ποιόν; Εμένα… Εμένα που τέλος πάντων δεν είμαι και ο παραμικρότερος εδώ μέσα. Κάτι είμαι και εγώ. Και όμως δεν μου δίνει απάντησιν. Μου γυρίζει τις πλάτες, με παρατάει στη μέση, και αφού τραβήξει μερικά βήματα, γυρίζει και μου τραντάζει… Μπρρ, κρα, κρα, μπουφ!... τον κεραυνόν του.
Ό,τι και να πω είνε τίποτα μπροστά στη μεγαλειώδη αυτή φράσι, τα ποιήματά μου δεν αξίζουν τίποτα, νοιώθω τον εαυτόν μου μηδαμινό εξουθενωμένο μπροστά του. Και εκείνο που πειράζει είνε η γενική αδιαφορία όλων εδώ μέσα."
" Την πρώτην μου νύχτα την επέρασα στον τελευταίο κύκλο της κολάσεως– στο διαμέρισμα των μανιακών. Μια νύχτα στο διαμέρισμα των μανιακών– τι ανεκδιήγητο και ανιστόρητο δράμα! (…) Χέρια αποσκελετωμένα πασπατεύουν μέσα στην αχλύ σαν να κυνηγούν μια φευγαλέα ακτίνα απατηλή, κορμιά βασανισμένα σπαράζουν επάνω στις κλίνες, άλλα ταράζονται από τους σπασμούς, αναπετιούνται ολόρθα σαν άλυωτοι νεκροί που αναπηδούνε ολόσωμοι απ΄ τους τάφους των, τα κόκκαλα τρίζουν ανατριχιαστικά, καθώς τα στριφογυρίζουν στα ατσαλένια τους δάκτυλα οι εφιάλτες κι οι τρόμοι…
Τα μάτια αναμμένα από τον πυρετό της αλλοφροσύνης σαν πύραυνα, διασταλμένα από την έντασι, την έξαψι και την αγωνία, ξεπετιούνται από τα βαθουλά κοιλώματα των κογχών και σπαθίζουν το σκότος με τρομώδεις αναλαμπές…
Κι άξαφνα τινάζονται. Σα σε πρόσταγμα. Όταν ο ένας αρχίση, αλλοίμονο!... ο θάλαμος όλος αναστατώνεται. "

" Η φουρτουνιασμένη θάλασσα, κλάματα, ικεσίες, ντελίρια, βλαστήμιες, καγχασμοί στα τρίσβαθα των τρελλών, αναταράζεται, τότες ξεσπάει κάπου σε μια γωνιά και ο ανθρώπινος πόνος, πόνος κρυφός που τον σκεπάζει η μανία. Κάποιος φωνάζει.
- Μάννα μου, βοήθεια, σώσε με…
Και η απεγνωσμένη γλυκειά ανθρώπινη φωνή του χάνεται μέσα στα ουρλιαχτά… Ο άνθρωπος που νομίζει ότι ταξιδεύει– ένας κοντός, πρώην καπετάνιος– σηκώνεται από το κρεββάτι του.
- Άη Νικόλα… ω… ω… πνιγόμαστε… όρτσα καλά, όρτσα καλά!

Ο θεός– τύπος μεγαλομανούς– εξωργισμένος εις το διαπασών, ξετινάζει αδιάκοπα τους κεραυνούς του.
- Μπρρ, κρα, κρα, μπουφ!
Και έξαφνα ένας άλλος τινάζεται ορμητικός, ασυγκράτητος και γρήγορα-γρήγορα, σαν να κατέχεται από ένα φοβερό εφιάλτη, ωρύεται.
- Προσοχή! Ένα λεφτό! Σ΄ ένα λεφτό ο κόσμος δεν υπάρχει πιά. Προσοχή. Το χάος, η συντέλεια, το πυρ το εξώτερο… γκρεμιζόμαστε!... Και πέφτει αφρίζοντας χάμω στο πάτωμα. "

" Αλλά τι το όφελος και για αυτούς; (εννοεί τους «λογικούς») Η ίδια ώρα χτυπά και για τρελλούς και για γνωστικούς στα ωρολόγια όλων των φρενοκομείων και όλων των αστεροσκοπίων του κόσμου… "
" Ο τρελλός δεν ξέρει, δεν ακούει, δεν βλέπει, παρά μόνο τον εαυτόν του, αντικατοπτρισμένο σε εφιαλτικά και τερατόσχημα φάσματα μές΄ στο μεγεθυντικό ραϊσμένο καθρέφτη της πυρακτωμένης από την νευρικήν υπερέντασιν φαντασίας του. Αγνοεί με απλότητα το «φαινόμενο» και είνε τελείως ξένος προς ό,τι γίνεται γύρω του. Η σφοδροτέρα εντύπωσις από τον έξω κόσμον μάταια κρούει τον διπλομανταλωμένον πυλώνα του ενδομύχου κόσμου του. "

" Ο μεγαλομανής περιφέρεται θριαμβευτικά και αγέρωχα, μέσα στα ράκη του που είνε για αυτόν οι πτυχές της φανταστικής καισαρικής του πορφύρας, ο έκφυλος, και την ώραν ακόμη που ματώνουν την σάρκα τα λουριά του ζουρλομανδύα, εντρυφά αμέριμνα και μακάρια στο όργιο των ηδονοχαρών οραμάτων του, ο ρητορομανής αγορεύει με στόμφον και αυταρέσκειαν αποτεινόμενος στο… κενόν, και οι τραγικοί παραισθητικοί δεν έχουν παρά να ανοιγοκλείσουν τα χέρια τους στον αέρα δια να περιπτυχθούν τας χιμαίρας των. Κάθε ψυχή ζη και κινείται και παραδέρνει αδιέξοδα μέσα στην περιοχήν του σκιώδους και σκοτεινού του κόσμου…"

" Τι κόσμος, Θεέ μου! Κόσμος δυστυχής και… απόκοσμος! Όταν ρωτάτε τους νοσοκόμους ποιος είνε ο τάδε ή ο δείνα παράφρων, σας απαντούν, χωρίς να το θέλουν, χωρίς να το συναισθάνωνται. «Ήταν…». Ήταν– δεν είνε. Τώρα δεν είνε καθένας παρά ένας ήσκιος ανθρώπου, μια αχνή σκιαγραφία ανθρώπου, σχεδόν απροσδιόριστη. Πουθενά αλλού δεν αισθάνεται κανείς ζωηρότερα, τραγικώτερα, το συναίσθημα της ανθρωπίνης μηδαμινότητος "

ΓΕΥΜΑ ΟΡΑΜΑΤΩΝ
" Εδώ πέφτει η νύχτα, δονώντας μίαν αόριστην ελπίδα ότι τάχα θα ησυχάσουμε. Αλλοίμονο. "

" Εδώ αγαπούμε– αλλοίμονο– πιότερο τη ζωή. Γιατί την χάνουμε και την ξαναβρίσκουμε τυχαία, όταν περάση ο παροξυσμός, ή το ναρκωτικό που μας βαδίζει στον ζωντανό μας θάνατο. Το τριβέλι της ενέσεως, η πάλη των μικροβίων, οι οραματισμοί, ούτε χασίς ή όπιον να έπινα. "

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
" Ω θείοι, μοναδικοί μονόλογοι, ντελίρια, πόνοι, και καγχασμοί των ανευθύνων! Πόσο ευγενικώτεροι είσθε από τον αρμολογημένο διάλογο των λογικών. Η βουβή θλιβερή ματιά σας πόσο άδολη, ανυπόκριτη. "

" Γιατί, αλήθεια, τι μου γλυκοπικρογίνεστε εσείς που γνώρισα απ΄ έξω; Ήρθατε ποτέ κανείς σας να μου φέρετε την ζέστα της ματιάς σας, όπου τρεμοσβύνει το άγιο (!) φως του λογικού;Ωραίες ατθίδες, κοσμικές κυρίες, εσάς που ύμνησα στα ποιήματά μου και πάντοτε θυμόμουνα το ονοματάκι σας, όταν έπιανα να γράψω την κοσμική στήλη στην εφημερίδα, εθυμηθήκατε ποτέ σας το Ρώμο; "

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
" Πόσες φορές δεν τον ονειρεύονται στον ύπνο του και στον ξύπνο, τα πολυβασανισμένα νευρόσπαστα των ψυχώσεων, στα τραγικά φωτεινά τους διαλείμματα, πόσες φορές δεν ονειρεύονται να τους χαμογελά, σα μια θαμπή ελπίδα γλυκοχαραυγής, ανάμεσα από την αχλύ και τον ζόφο, που τους σκεπάζει τα ταραγμένα τους λογικά…
Και ξέρουν πώς το γλυκό τους όνειρο, η ελπίδα κι η γλυκαπαντοχή των βασανισμένων, αργά ή γρήγορα, θα στέρξη μια φορά. Είνε κι αυτό μια παρηγοριά, η μοναχή εδώ μέσα παρηγοριά μας… Όλοι κι αν μας ξεχάσουν, αυτός θα θυμηθή… "
" Εδώ οι κηδείες είνε σαν κρυφές και αγνοημένες από τον άλλο κόσμο. Τις ακολουθούν λίγοι ή ένα-δύο στενοί συγγενείς, και κάποτε και κανείς, όταν ο θάνατος είν΄ αιφνίδιος ή βαρέθηκαν να΄ ρθουν από την Αθήνα οι γνωστοί του… άδοξου νεκρού… Εδώ, ο θάνατος φανερώνεται σε όλο το φρικτό μεγαλείο του– σαν καγχασμός μαζύ και σαν θρήνος… Εδώ ακούμε την συνταρακτική ευφράδειαν των νεκρωσίμων ψαλμών, σαν πουλιά που τραγουδάνε στο πεύκο, και στην ψυχή μας την τέφρινη, την ελπίδα μιας ανεύρετης χαράς… «Ο πηλός μεμελάνωται· το σκεύος ερράγη· άρτι λύεται η πονηρά του βίου πανήγυρις…» Και η αυλαία πέφτει στην πρασινάδα και στην τέφρα μαζύ… Τι μένει;… Ούτε χαραμάδα. "

" Κλείστε σφιχτά τα μάτια σας, σφιχτά την ψυχήν σας στο διοπτροφόρο ερευνητικό βλέμμα που έρχεται κατ΄ επάνω σας. Είνε οι γιατροί. Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. Εγώ που ξαναθυμάμαι, εγώ που κρίνω ακόμη, ξέρω τι θα πη αυτό το καλά. Και βλέπω σαν εχθρικό τον λευκοφόρο όμιλο. Σκύβει απάνω στον συνεπαρμένο από τη θεϊκή έξαρσι, τη θρησκευτική μανία σ΄ αυτόν που οραματίζεται εδώ κάθε βράδυ μεσ΄ στο θάλαμο ολόσωμο χεροπιαστό το θεό του. Σκύβει επάνω του με το νυστέρι της αμείλικτης λογικής!
- Λάθος κάνεις, κανείς θεός δεν κατεβαίνει εδώ μέσα.
Τα μάτια του φτωχού καρφώνονται δεητικά στο πρόσωπο που προφέρει μια τόσο τρομερή αλήθεια και μανιασμένος αρπάζεται από την τρέλλαν του– τη δική του λογική.
- Ψέμματα, τον είδα σας λέω, ήρθε εδώ κοντά, κοντά μου… όλη νύχτα… κι αν δεν πιστεύετε, να, μου ΄δωκε και αυτό…
Ένα τόσο δα κομματάκι ύφασμα που μόλις συγκρατούν τα ολότρεμα από συγκίνησι χέρια του. Θριαμβευτική ή όψι του φωτίζεται από ένα ανέκφραστο ευτυχισμένο χαμόγελο, δε μπορεί να μην τον πιστέψουν!
Και όμως, ο επιστήμων που, ψυχρός, αμείλικτος, αγωνίζεται εν ονόματι της άλλης λογικής, δίνει την πρέπουσαν απάντησιν.
- Ένα παληοκούρελο…
Και ο θρησκομανής θριαμβευτικά:
- Κι αυτό το… γράμμα! το δικό του που φωσφορίζουν.
- Ένα παληόχαρτο!
Θέλουν να του πάρουν τον θεό του, που καλόβολος κατεβαίνει κάθε βράδυ. Το ιδανικό, που κανείς, κανείς από μας δεν αξιώθηκε ποτέ του να αντικρύση και αγωνίζεται απεγνωσμένα:- Ψέμματα, ψέμματα, φύγατε από ΄δω! "

" Ύστερα σκύβουν σε άλλον, στον «πλουσιώτερο άνθρωπο του κόσμου» (…)
- Τι! Δεν έχω λεφτά; Εγώ που σας πουλάω και σας αγοράζω όλους μαζύ… Λεφτά! Λεφτά! Να, πάρτε λίρες…
Και δως΄ του βροχή τα παληόχαρτα, που σαρώνει βιαστικά ο νοσοκόμος. "

" Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική. Από την λογική και από τη μνήμη που μου απόμεινε, να μην ξαναθυμάμαι τον άμετρο πόθο της ζωής, την ελεύθερη περιπλάνησι σε θείους τόπους. Να ελάτε κοντά σε μένα λευκοφόροι ψυχίατροι. Σκύφτε επάνω μου: γιατί εγώ θυμάμαι… Υπάρχει αλλοίμονο τραγικώτερη περίπτωσις σ΄ αυτό το θάλαμο, που κανείς άλλος δεν θυμάται πιά εκτός από εμένα! " 

ΤΟ "ΣΑΒΟΟΥΑΡ ΒΙΒΡ" ΤΩΝ ΤΡΕΛΛΩΝ
" Αι κινήσεις μου, αι χειρονομίες μου, αι απαντήσεις που δίνω, αι ερωτήσεις που κάνω, το φέρσιμό μου εν γένει εδώ μέσα, έχει κάτι από την αφελή και κατάπληκτη αδεξιότητα του άξεστου επαρχιώτη, που βρέθηκε άξαφνα σε μια μεγαλοπρεπή ομήγυρι ευγενών. Κάνω γκάφες τη μια επάνω στην άλλην. Βλέπω τα υπέροχα πρόσωπα και τα πράγματα του βασιλείου της τρέλλας, μέσα από το σμικρυντικό πρίσμα της αξιοθρήνητης αδυναμίας της λογικής, και γίνομαι περίγελως!... "

" Ο Θεός, ο τα πάντα επισκοπών, με βλέπει από το θρόνο του– ένα παληοτενεκέ του πετρελαίου– και μου κάνει νεύμα να πλησιάσω.
- Άκουσε να σου πω, μου λέει αγέρωχος και οργίλος…
Πρέπει να μάθης να φέρεσαι… Σου δίνω δυό μέρες καιρό.
- Τι πρέπει, αν επιτρέπει η παντοδυναμία σου, να κάμω σε δυό μέρες;
- Να μη μας περνάς για τρελλούς… "

" Την Αθήνα! Σε λίγο θα ανάψουν τα αμέτρητα που ξεχωρίζω σε ένα βράδυ μαρτυρικά ολόχρυσα φώτα. Σε λίγο εδώ θα πέφτει εφιαλτικό το σκοτάδι, εκεί θα ξεχύνεται σε κατάφυτους δρόμους, σε ολόδροσα περιβόλια η βραδυνή ξένοιαστη αθηναϊκή ζωή, σε λίγο, όταν εδώ αλλόφρονη θα ξεσπάη στ΄ αυτιά μου η μανία, εκεί ανάλαφρη αρμονική μουσική, θα ρυθμίζει απαλά χορευτικά ζευγάρια, σε λίγο, όταν εδώ πιο άσειστη κι από ταφόπετρα θα πέφτη η εντάφια οριστική μοναξιά μου εκεί θα σιγοκουβεντιάζουν αμέριμνοι, ευτυχισμένοι οι άνθρωποι που μια φορά κι ένα καιρό γνώρισε ο Ρώμος… "

ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ  
" Και εγδυνόσουνα. Και άρχιζε γύρω ο χορός των επίπλων. Και ο καθρέπτης, εραστής της ντουλάπας χρόνια κολλημένος μαζύ της εμιλούσε στην ψιλόλιγνη σιφονιέρα, κι αυτή με το στόμα της, το επάνω συρτάρι της ανοικτό, έχασκε. Και η κουνουπιέρα κυματιστή έκανε υποκλίσεις στο σκαμνάκι της τουαλέτας και η τουαλέτα έφευγε, γλυστρούσε, εκρυβότανε, εγύριζε πίσω μεθυσμένη από την τζαζ των σακακιών. Θεοί!...
Μήπως δεν θα πεθάνουμε όλοι; Μήπως κι αυτό το κρεββάτι της ηδονής και της αγάπης δεν θα γίνη κάποτε πόνου κρεββάτι; Μήπως εδώ δεν θα αναστενάξη τον τελευταίο της στεναγμόν, κουρασμένη, ρυτιδωμένη, ανήμπορη, η γενεά των ανθρώπων; Ω! Ας σταματήση ο χορός των επίπλων. Ας γονατίσουν όλα στο πέρασμα του τελευταίου Ενός. Καθρέπτης, τουαλέτες, κρεββάτια, καθίσματα ας γονατίσουν. Περνά των επίπλων ο Βασιλεύς. Τα καρφιά του τα έχει καρφώσει ο Μωρεάς, ο Παλαμάς έκοψε εις το δάσος τα ξύλα του, ο μαρτυρικός Σοπέν έκλαψεν εις τον τελειωμό του, ο Μπίκλιν εζωγράφισε την απόκοσμη στέγη του.
Και εγδυνόσουν. Και εφορούσες εσύ αραχνοΰφαντο νυκτικό και εγώ απ΄ έξω τα σάβανά μου.
"


ΦΩΣ ΕΝ ΤΗ ΣΚΟΤΙΑ

" Όταν σε πρωτοείδα, μέσα στη λευκή καμιζόλα, ανάμεσα στις λευκές καμιζόλες των άλλων γιατρών, ένοιωσα κάποια υπέροχη χαρά να πλημμυρίζη τις φλέβες μου, και κάτι ασύγκριτο, σαν ένα βάλσαμο θαυματουργό, να κυκλοφορή μεσ΄ στο αίμα μου!... Έρχεται αργά… Με κύτταξες, όπως δεν κύτταξες κανέναν από τους τρελλούς που βούιζαν γύρω μου, σαν κύματα μιας μανιασμένης θάλασσας που δεν ησυχάζει ποτέ…
Ήταν ένας καιρός που ένοιωθα κι άλλα βλέμματα εκστατικά ή περίεργα, με συγκρατημένες ερωτικές εκδηλώσεις. Μα από τότε έχουν περάσει ώρες βαρειές– αμέτρητες ώρες, ζοφερές, γεμάτες ανείπωτη θλίψι, γεμάτες ανία και μόνωση. Και τώρα– ύστερα από τόσο καιρό– τώρα, που πασπατεύω κατάμονος μεσ΄ στο σκοτάδι της πλήξης, αναζητώντας μια χαραμάδα χαράς, ήρθε το θεϊκό σου βλέμμα να μ΄ αναστήση.Ήρθε σα μια σταγόνα βροχής σ΄ ένα διψασμένο, που καίγεται μήνες μέσα στον πυρετό και στον πόθο. Ήρθε το βλέμμα σου να μου θυμίση πώς ζω, πώς υπάρχω, πώς είμαι ο Ρώμος με την ερωτόθυμη διψασμένη καρδιά. Ήρθε να με χαϊδέψη, να με ζωογονήση, να με παρηγορήση για την άπειρη εγκατάλειψη… Ύστερα μίλησες. Ω θεία, ασύγκριτη μουσική αγγέλων με γλυκύτατες φόρμιγγες. Ω ανυπέρβλητη μελωδία, δροσερή σαν θρόισμα ανέμου μέσα στα φυλλώματα μιάς ευκαλύπτου… Μίλησες. Κι εγώ, εκστατικός, με τιθασευμένο το πνεύμα και αργόπαλμη την καρδιά, άκουγα…Ήταν τόσο γλυκειά η φωνή σου, που μ΄ έκανε να πονώ. Και ήταν ο πόνος γλυκύτατος, γεμάτος ουράνια ηδονή, και γεμάτος ρίγη… Όταν τελείωσε η επίσκεψις των γιατρών, έφυγες και συ μαζύ με τους σοβαρούς ανθρώπους με τις άσπρες καμιζόλες, που έρχονται να λικνίζουν τους τρικυμισμένους πόθους και να δώσουν την ασάλευτη ζωή της λογικής στους προνομιούχους της τρέλλας… Έφυγες, μα το άρωμά σου έμεινε για πολύ ακόμα να με συντροφέψη. Έμεινε σαν κάτι αιθέριο κι ασύλληπτο, σαν κάτι που το ζητούσε ο οργανισμός μου επίμονα από την ατμόσφαιρα. Έφυγες, μα η ματιά σου έμεινε στις φλέβες μου, η φωνή σου διάχυτη στον αέρα. "

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ...


ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Τόσο απλό, μα τόσο συγκλονιστικό

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

ΑΝΤΙΘΕΣΗ (4)


ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Γιώργος: (Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει) Μαρία, Μαρία… (κάθεται στον καναπέ και ανάβει τσιγάρο) Ούτε φωνή ούτε ακρόαση… καλά πάμε.
Μαρία: (Ψιθυριστά στη Μίρκα) Πήγαινε κοντά του και χάιδεψέ τον στο πρόσωπο, απαλά, κάτω από τα μάτια.
Μίρκα: (Ψιθυριστά) Δεν μπορώ.
Μαρία: (Της σφίγγει το χέρι) Κάνε αυτό που σου είπα.
(Η Μίρκα κάθεται δίπλα στο Γιώργο και τον χαϊδεύει όπου και όπως της είπε) 
Γιώργος: (Βουρκώνει) Συγνώμη για πριν. Το τράβηξες πολύ και δεν ήξερα τι να κάνω. Πρέπει να με πιστέψεις, δεν έχω καμία σχέση με αυτή τη Μίρκα που λες. Θέλω να τα ξαναβρούμε, δεν μπορώ να είμαστε έτσι. Πρέπει να με πιστέψεις. Ξέρεις, η δουλειά πάει αρκετά καλά. Έχω πιθανότητες να γίνω υποδιευθυντής, γι' αυτό τον έχω από κοντά το Νικολάου ρε Μαρία, νομίζεις ότι εμένα μ' αρέσει; Τι να κάνω όμως; Όλα έχουν κόστος. Ας ξεχάσουμε λοιπόν ό,τι έγινε. Πάντα δε μου έλεγες να ξεχνάμε και να προχωράμε μπροστά; Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή Μαρία. Ξέχνα Μίρκες και μαλακίες, δεν υπάρχει τίποτα εκτός από εμάς. Είμαστε συντροφάκια εμείς, δεν μπορούμε να κάνουμε χώρια. (Γυρίζει την αγκαλιάζει και την φιλάει στο στόμα) Μωρό μου, μου έλειψες.
Μαρία: (Ανάβει τα φώτα και φωνάζει) Yes, yes, αυτό είναι, αυτό είναι, συνέχισε αυτό το ερωτικό παραλήρημα. Φοβερή ερωτική εξομολόγηση. Πες τα αγόρι μου, πέστα. (Ο Γιώργος έχει μείνει άναυδος, μια κοιτάει τη Μαρία και μια τη Μίρκα. Η Μίρκα πετάγεται επάνω σαν ηλεκτρισμένη και κοιτάει τη Μαρία πανικόβλητη. Η Μαρία γελάει δαιμονισμένα) Μπράβο ρε Γιώργο, δεν ήξερα πως έχεις τέτοιο ταλέντο, το έλιωσες το κορίτσι.
Γιώργος: (Αποσβολωμένος) Μα σε 'σένα τα 'λεγα.
Μαρία: Εντάξει, το ίδιο είναι. Δε θα κολλήσουμε στις λεπτομέρειες τώρα. Εσύ τι λες Μίρκα; Μη μου πεις πως δε σου άρεσε!
Μίρκα: (Κλαίει) Σε παρακαλώ, θέλω να φύγω.
Μαρία: Άντε πάλι, πες τίποτα ρε Γιώργο. Εδώ μας προσβάλλουν μες στο σπίτι μας, μας λένε αφιλόξενους. Γιατί να θέλει να φύγει, κάνω κάτι στραβά;
Γιώργος: (ψελλίζει) Τι είναι αυτά ρε Μαρία. Ποια είναι αυτή;
Μαρία: Που να κάθομαι να σου εξηγώ τώρα βρε αγόρι μου! Βάλε λίγο το μυαλό σου να δουλέψει, θα τη θυμηθείς αμέσως.
Μίρκα: Γιώργο, δεν είναι ώρα….
Μαρία: (Την διακόπτει) Την ακούς; Αυτός είναι λογικός άνθρωπος, πρακτικός. (επαναλαμβάνει τα λόγια της Μίρκας με ναζιάρικο ύφος) Γιώργο, δεν είναι ώρα… (Γεμίζει ένα ποτήρι νερό, πλησιάζει το Γιώργο και το πετάει στο πρόσωπο του) Ξύπνα ρε παιδάκι μου, δεν κάνουμε δουλειά έτσι. Έλα, ξύπνα, ξύπνα.
Μίρκα: Πως τα έμπλεξες έτσι ρε Γιώργο; Εσύ δε μου είπες να έρθω από εδώ;
Γιώργος: Εγώ; Πότε;
Μαρία: (Κοιτώντας το Γιώργο) Γνωρίζεστε τελικά;
Μίρκα: Δε μου έστειλες μήνυμα στο κινητό;
Γιώργος: Πώς να σου στείλω μήνυμα; Έχω το κινητό σου;
Μίρκα: Σταμάτα ρε Γιώργο, σταμάτα.
Μαρία: Μη το πιέζεις το παιδί. Αφού λέει ότι δε σε ξέρει, αλήθεια θα είναι. Για πες μου Γιωργάκη.
Πως γίνεται να έστειλες μήνυμα σε κάποια που δεν ξέρεις καν και αυτή η "κάποια" να ανταποκρίθηκε κιόλας και μάλιστα τέτοια ώρα; Ακούω. Απαντάει όποιος θέλει, αλλά εγώ θα προτιμούσα μια απάντηση από τον άντρα του σπιτιού.
(Ο Γιώργος στέκεται άφωνος με κατεβασμένο το κεφάλι) 
Μίρκα: Μίλα Γιώργο, μίλα. Ας μιλήσουμε επιτέλους να ξεμπερδεύουμε.
Γιώργος: Τι να πω;
Μαρία: Ό,τι σου έρχεται καλύτερο, πιο βολικό ρε παιδί μου. Ας πούμε… πόσο καιρό πηδιέστε;
(Σιωπή από όλους) Έλα, έλα, τι θα γίνει. Θα μιλήσει κανείς;
Μίρκα: Δυο χρόνια.
Μαρία: Δυο χρόνια ε; Όπως το είχα υπολογίσει δηλαδή. Καλά… στα μαθηματικά δεν μου βγαίνει κανείς. (Κοιτάει τη Μίρκα) Πήγαινε κάτσε δίπλα του.
Μίρκα: Γιατί;
Μαρία: Όλο ερωτήσεις είσαι. Εγώ κάνω τις ερωτήσεις. (Η Μίρκα πηγαίνει και κάθεται δίπλα στο Γιώργο) Τι ωραίο ζευγάρι! (Ψάχνει την τσάντα της Μίρκας και μονολογεί) Ήξερα ότι θα ήταν εδώ. (Τους πλησιάζει, αρπάζει άγρια τα χέρια τους και τους φοράει χειροπέδες. Τους κοιτάει από κάποια απόσταση με θαυμασμό) Πολύ ωραία. Όλα πάνε κατ' ευχήν. (Προς τη Μίρκα) Εσύ είσαι πια έτοιμη να τα ξεράσεις όλα και ο δικός σου τα αρνείται όλα. Να σου πω την αλήθεια, εσένα περίμενα να τσινίσεις και τον άλλον να τα πει όλα αμέσως. Πάντως, δε με πειράζει κι έτσι. Κοίτα να δεις όμως, που είχα υποτιμήσει τις δυνατότητες του άντρα μου. Εσύ περίμενες τέτοια αντίδραση;
Μίρκα: Δεν ξέρω.
Μαρία: Σωστό κι αυτό. (Κοιτάζει το Γιώργο)Λογικό κορίτσι, μπράβο. Δύο χρόνια είπες;
Μίρκα: Και κάτι μήνες.
Μαρία: Πόσους δηλαδή;
Μίρκα: Δύο, τρεις… κάπου εκεί.
Μαρία: Δύο ή τρεις;
Μίρκα: Έχει μεγάλη σημασία;
Μαρία: Να σου πω. Όταν ξέρεις πως κάτι είναι δικό σου δεν μετράς ποτέ. Όταν όμως ξέρεις ότι το " δικό σου" είναι και στα χέρια άλλων, τότε πίστεψέ με, μετράς και το δευτερόλεπτο.
Μίρκα: Δύο μήνες.
Μαρία: Ακούς Γιώργο; Δύο μήνες. Δύο χρόνια και δύο μήνες.
Γιώργος: (Χαμένος ψάχνει τις τσέπες του) Που είναι το κινητό μου; (Η Μαρία: σφυρίζει αδιάφορα) Εσύ το έχεις;
Μαρία: Εγώ ρωτάω.
Γιώργος: Πες μου. Εσύ έστειλες μήνυμα στη Μίρκα;
Μαρία: Την ξέρεις την κυρία;
Γιώργος: Κομμένη η πλάκα. Εσύ έστειλες;
Μαρία: Το είπα και πριν. Εγώ ειμί η θέτουσα τα ερωτήματα. Καλό το αρχαίο;
Γιώργος: Λύσε με. Τώρα.
Μαρία: (Προς τη Μίρκα) Εξήγησέ του.
Μίρκα: Τι να του εξηγήσω;
Μαρία: Δεν δέχομαι διαταγές κύριε… στέλεχος. Δεν είσαι στην εταιρεία σου, ούτε εγώ είμαι πελάτης σου.
Γιώργος: Λύσε με για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι.
Μίρκα: Σε παρακαλώ Μαρία, λύσε μας.
Μαρία: Θέλω ένα σοβαρό επιχείρημα.
Γιώργος: Με πονάνε τα χέρια μου.
Μαρία: Καθόλου πειστικός.
Μίρκα: Λύσε με και θα σου πω όλη την αλήθεια.
Γιώργος: Ποια αλήθεια;
Μίρκα: Μία είναι η αλήθεια.
Μαρία: Κατά το Γιώργο είναι πολλές, άστο.
Γιώργος: Ναι, είναι πολλές. Εσύ ξέρεις πάντα για ποιο λόγο κάνεις ό,τι κάνεις;
Μαρία: Μια ιδέα την έχω. Και αν με ρωτήσεις για σας, ξέρω ας πούμε γιατί σας έβαλα αυτές τις χειροπέδες "αστυνομικού τύπου". (Κλείνει το μάτι στη Μίρκα. Σιωπή) Κάπου είχα διαβάσει παλιά, πως δύο ερωτευμένοι όταν είναι δεμένοι, έχουν δύο επιλογές: ή να πηδηχτούν ή να βγάλουν τα εσώψυχά τους.
Μίρκα: Από εμάς τι περιμένεις;
Μαρία: Εξαρτάται. Είστε ερωτευμένοι;
Γιώργος: Τίποτα δεν είμαστε, λύσε με.
Μίρκα: Τίποτα δεν είμαστε;
Γιώργος: Τώρα θες να το συζητήσουμε;
Μαρία: Τώρα μου το χαλάτε, περίμενα κι εγώ να ακούσω τι ακριβώς είστε αλλά…
Γιώργος: Λύσε μας Μαρία και άφησε τη Μίρκα να φύγει.
Μαρία: Τι λες μωρό; Τόσο καιρό περίμενα αυτή τη συνάντηση, έλα λίγο στη θέση μου.
Γιώργος: Καταλαβαίνω, αλλά έτσι δε λύνεται το πρόβλημα.
Μαρία: Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Αν καταλάβαινες δε θα είχε γίνει τίποτα.
Γιώργος: Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά πρώτα πρέπει να με ακούσεις.
Μαρία: Σε ακούω.
Γιώργος: Έτσι;
Μαρία: Όταν λες έτσι;
Γιώργος: Εννοώ, δεμένος;
Μαρία: Ναι, δεμένος. Πρώτη φορά φοράς χειροπέδες; Όταν… (Κοιτάει τη Μίρκα) δε φόραγες χειροπέδες; Δικό σου δώρο δεν είναι;
Γιώργος: Εντάξει.
Μαρία: Ακούω.
Γιώργος: Λοιπόν, κοίτα. Με τη Μίρκα γνωριστήκαμε σε μια περίεργη φάση της ζωής μου.
Μαρία: Ποια ήταν αυτή;
Γιώργος: Τότε που προσπαθούσα να γίνω προϊστάμενος του τμήματος.
Μαρία: Α ναι, κάτι θυμάμαι. Δεν είναι τότε που άρχισες τα γλειψίματα παντού;
Γιώργος: Τις δημόσιες σχέσεις.
Μαρία: (Ειρωνικά) Α ναι, σωστά.
Γιώργος: Θέλαμε να βρούμε ένα καλύτερο σπίτι, να πάρουμε ένα καινούργιο αμάξι, να…
Μαρία: (τον διακόπτει) Κάποιο λάθος κάνεις.
Γιώργος: Τι λάθος;
Μαρία: Αυτά τα "θέλω" ήταν και είναι μόνο δικά σου, όχι δικά μου.
Γιώργος: Δεν υπάρχουν δικά μου και δικά σου. Είναι τα "θέλω" κάθε γάμου.
Μαρία: Πολύ απόλυτος για άνθρωπος που δεν δέχεται καμία αλήθεια. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχει μια αλήθεια που σε εξιτάρει.
Γιώργος: Ποια;
Μαρία: Το κέρδος Γιώργο. Το κέρδος.
Γιώργος: Δεν είναι το κέρδος για το κέρδος. Είναι το κέρδος που κάνει τη ζωή σου ευκολότερη.
Μαρία: Το πρόβλημα είναι, ότι ποτέ δεν αναρωτήθηκες τι σημαίνει "ευκολότερη ζωή" για μένα.
Γιώργος: Τι σημαίνει;
Μαρία: Τώρα είναι αργά για εξηγήσεις.
Μίρκα: Μαρία, μπορείς να μου βάλεις ένα ουίσκι;
Μαρία: Το πήρες απόφαση βλέπω. Μ' αρέσει που προσαρμόζεσαι. Θες εσύ μωρό ένα ουισκάκι;
Γιώργος: Όχι. (Η Μαρία πηγαίνει στην κουζίνα να βάλει ποτό. Ο Γιώργος με τη Μίρκα μιλούν ψιθυριστά) Τι θα κάνουμε; Κάτι πρέπει να κάνουμε.
Μίρκα: Που θες να ξέρω;
Γιώργος: Γιατί μίλησες; Δεν είχαμε πει πως αν συνέβαινε κάτι θα το παίζαμε τρελοί;
Μίρκα: Δε γινόταν Γιώργο. Είδες το μαχαίρι στη βιβλιοθήκη;
Γιώργος: Μίλησες στον πατέρα σου;
Μίρκα: Για ποιο πράγμα;
Γιώργος: Για το γνωστό ρε Μίρκα.
Μίρκα: Σσσσς, έρχεται.
(Η Μαρία μπαίνει στο σαλόνι με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι) 
Μαρία: Το ουίσκι σου. Άντε, άσπρο πάτο. (Τσουγκρίζει το μπουκάλι της βότκας με το ουίσκι της Μίρκας) 
Μίρκα: (Το πίνει μονορούφι) Μπορείς να κάτσεις λίγο και να μιλήσουμε;
Μαρία: Ακούω και όρθια. Τόση ώρα περιμένω από το Γιώργο να πει κάτι και… τελικά θα μιλήσεις εσύ;
Μίρκα: Δεν έχει σημασία…
Μαρία: Τέτοια σύμπνοια δηλαδή;
Μίρκα: Μπορείς να μου φέρεις την καμπαρτίνα μου;
Μαρία: Μια χαρά είσαι, μη το σκέφτεσαι. Τι λες εσύ Γιωργάκη;
Γιώργος: Θες να μιλήσουμε σοβαρά ή να μας ξεφτιλίσεις;
Μαρία: (Πηγαίνει προς το μέρος του απειλητικά και τον αρπάζει από το λαιμό) Άκουσε να δεις αγόρι μου, στο σημείο που φτάσαμε δεν μπορείς να ζητάς τίποτα. Τώρα είναι η ώρα της απατημένης συζύγου, κατάλαβες;
Γιώργος: (βήχει) Βγάλε τα χέρια σου από το λαιμό μου.
Μαρία: (Με ένα τίναγμα αφήνει το λαιμό του Γιώργου) Άλλωστε το θέαμα είναι εξαιρετικό. Είσαι δεμένος με μια γκομενάρα δύο μέτρα κι έχεις πρόβλημα; Ξέρεις πόσοι άντρες θα ήθελαν να έχουν την τύχη σου; Θα' πρεπε να με ευχαριστείς κι εσύ κάνεις φασαρία. Είσαι… τι να σου πω; Κοίτα στήθος, κοίτα ροζ φουντίτσες, κοίτα πανάκριβες ζαρτιέρες. Θαύμασε τι εσώρουχα φοράνε τα στελέχη επιχειρήσεων. Είσαι απαράδεκτος που δε νιώθεις ευλογημένος. Εδώ που τα λέμε παιδιά, είμαστε σαν να ετοιμαζόμαστε για παρτούζα. Η Μίρκα με τα δικά της αξεσουάρ, εγώ με τα δικά μου… μόνο εσύ ρε Γιώργο χαλάς τη σούπα.
Μίρκα: Να μιλήσουμε λίγο σοβαρά;
Μαρία: Άντε πάλι. Άκου τι λέει. Ήρθε να μιλήσουμε σοβαρά με τις ζαρτιέρες της. Μου φαίνεται ότι θα αρχίσω να πιστεύω στο Θεό. Δεν μπορεί όλα αυτά να μην αγγίζουν τη μεταφυσική.
Γιώργος: Άστο Μίρκα.
Μαρία: Άστο ρε Μίρκα. Θα μιλήσει ο ντυμένος.
Γιώργος: Η Μίρκα μου άρεσε από την πρώτη φορά που την είδα, τότε στο Κολωνάκι.
Μαρία: Μη μου το λες, δε το 'χα καταλάβει.
Γιώργος: Δεν ήξερα τότε τι άνθρωπος είναι.
Μαρία: Ενώ τώρα ξέρεις;
Γιώργος: Νομίζω πως ναι.
Μαρία: Για πες μου και μένα.
Γιώργος: Ένας άνθρωπος που έχει όρεξη να παλέψει για τη ζωή του, να κάνει πράγματα, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ένας άνθρωπος που θα το βάλει δύσκολα κάτω.
Μαρία: Και σε εξίταρε αυτό, ε;
Γιώργος: Μου έδωσε τη δυνατότητα να σκεφτώ θετικά.
Μαρία: Ενώ πριν;
Γιώργος: Είχες βαλτώσει. Ήσουν αλλού.
Μαρία: Έχω μια ιδέα.
Γιώργος: Θα μ' αφήσεις να μιλήσω;
Μαρία: Ρε παιδιά, έχω φοβερή ιδέα, να μην την πω; Θα φτιάξω ένα καλαματιανό και θα γίνουμε βασιλιάδες.
Μίρκα: Τι καλαματιανό;
Μαρία: Μαντίλι.
Γιώργος: Για τσιγάρο μιλάει.
Μίρκα: Τι έχει δηλαδή το καλαματιανό τσιγάρο;
Μαρία: Που τη βρήκες αυτή ρε Γιώργο; Φούντα κορίτσι μου, χασίσι. Δεν έχεις ακούσει ποτέ για το stuff της Καλαμάτας;
Μίρκα: Όχι, ποτέ.
Μαρία: Τι διάολο, πως φτιάχνεστε εσείς οι λεφτάδες; Δεν πειράζει, για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Θα μιλήσουμε πιο άνετα έτσι, θα δεις.
Γιώργος: Ρε Μαρία, βγάλε αυτές τις χειροπέδες.
Μαρία: Ενοχλούν;
Γιώργος: Μα πως θα χαλαρώσουμε έτσι;
Μαρία: Θυμήθηκες τα παλιά αγόρι μου, ε;
Μίρκα: Ποια παλιά;
Γιώργος: Τίποτα, χαζομάρες.
Μαρία: (Κοιτώντας τη Μίρκα) Ναι, ναι. Χαζομάρες. Δε θέλουμε να χαλαρώσουμε, να μιλήσουμε θέλουμε. (Προς τη Μίρκα) Θα πιεις εσύ;
Μίρκα: Τι να πιω; Πίνω ουίσκι.
Μαρία: Α καλά. Θα πιεις οπωσδήποτε. (Βγάζει ένα σακουλάκι με φούντα από το "συρτάρι των ενοχοποιήσεων" και αρχίζει να στρίβει τσιγάρο) Θυμάσαι Μίρκα που σου έλεγα πριν για αυτό το συρτάρι;
(Η Μίρκα δεν απαντάει)
Γιώργος: Τι έχει το συρτάρι;
Μαρία: Κάτσε να τελειώσω το τσιγάρο και θα σου δείξω. (Φτιάχνει το τσιγάρο και απευθύνεται στο Γιώργο) Έχεις τίποτα για τζιβάνα;
Γιώργος: Τελείωνε ρε Μαρία.
Μαρία: Δεν έχω τζιβάνα ρε παιδί μου!
Γιώργος: Άσε τη τζιβάνα και έλα να μιλήσουμε.
Μαρία: Μα τι λες τώρα; Έχω τελειώσει σχεδόν και θα τ' αφήσω; (Κατευθύνεται προς το Γιώργο, παίρνει από το σακάκι του το πορτοφόλι του και έχει στα χέρια της είκοσι ευρώ )Ωραία, βρήκαμε και τζιβάνα. Είμαστε σχεδόν έτοιμοι. Σας διαβεβαιώ πως το τσιγάρο είναι πλουσιοπάροχο.
Γιώργος: Τι να σου πω; Θα κάνεις το εικοσάευρω τζιβάνα;
Μαρία: Έχεις δίκιο… ναι, έχεις δίκιο. (Τσαλακώνει τα είκοσι ευρώ και τα πετάει κάτω. Βγάζει από το πορτοφόλι του Γιώργου πενήντα ευρώ) Έχουμε καλεσμένο, μη μας περάσει και για καρμίρηδες. (Στρίβει το τσιγάρο με τζιβάνα το πενηντάευρω και το ανάβει. Παίρνει την πρώτη ρουφηξιά) Θεέ μου, τι βγάζει η ελληνική γη! Ααααααχ… σας ακούω τώρα, σας ακούω.
Γιώργος: Τι έχει μέσα αυτό το συρτάρι;
Μαρία: Α ναι ρε Γιώργο, σε ξέχασα. (Βγάζει το συρτάρι και αναποδογυρίζει το περιεχόμενό του. Πέφτουν τσαλακωμένα χαρτιά και αποδείξεις)
Γιώργος: Τι είναι όλα αυτά;
Μαρία: Αυτό καταρχήν είναι το λεγόμενο "συρτάρι των ενοχοποιήσεων". Μίλησα σχετικώς στη Μίρκα πριν έρθεις.
Γιώργος: Δηλαδή;
Μαρία: Τι δηλαδή; Δε βλέπεις;
Γιώργος: Τι να δω; Βλέπω τσαλακωμένα χαρτιά και… αποδείξεις είναι αυτά;
Μαρία: (Προς τη Μίρκα) Θες τζούρα Μιρκάκι;
Μίρκα: Όχι, δεν είμαι συνηθισμένη.
Μαρία: Κοίτα, αυτό θέλει παρέα. Αν δεν πιεις, θα το σβήσω κι εγώ.
Γιώργος: Άσε την κοπέλα ρε Μαρία, δε θέλει.
Μαρία: Εσένα ποιος σε ρώτησε; (Πλησιάζει τη Μίρκα) Μην τον ακούς κορίτσι μου, πιες μια τζούρα. (Της πιέζει το στόμα, ενώ η Μίρκα παλεύει να απομακρυνθεί. Τελικά παίρνει μια βαθιά ρουφηξιά) Έτσι μπράβο. Για πρώτη φορά, μια χαρά τα πήγες. Πρώτη φορά δεν είναι;
Μίρκα: (Βήχει) Ναι, πρώτη φορά.
Μαρία: Ωραία, πολύ ωραία. Άλλωστε δεν ήταν τίποτα δύσκολο. Απλά ρουφάς. Δεν πιστεύω ότι έχεις πρόβλημα στο ρούφηγμα, ε;
Γιώργος: Τι είναι όλα αυτά τα χαρτιά κάτω, θα μου πεις;
Μαρία: Α ναι, πάλι σε ξέχασα εσένα. Τζουρίτσα μήπως;
Γιώργος: Για τα χαρτιά λέω.
Μαρία: Ε δε βλέπεις; Σκισμένα ερωτικά γράμματα προς την κυρία και αποδείξεις από τα δώρα που της έκανες.
Γιώργος: Που τα βρήκες;
Μαρία: Κουράστηκα να τα μαζέψω, αλλά άξιζε τον κόπο. Η βασική μου πηγή ήταν τα σκουπίδια και μερικές φορές τα ρούχα σου.
Γιώργος: Έψαχνες τα ρούχα μου;
Μαρία: (Προς τη Μίρκα) Ε καλά, ο άνθρωπος είναι ανώμαλος. (Προς το Γιώργο) Εδώ λέμε ότι έψαχνα στα σκουπίδια, τα ρούχα σε πειράξανε;
Γιώργος: Ξέρεις πως δεν θέλω να ακουμπάνε τα ρούχα μου .
Μαρία: (τον κοιτάει απορημένη) Λοιπόν, τσιγάρο στρίψαμε, για το συρτάρι μιλήσαμε, τώρα μπορώ να σας ακούσω με άνεση. (Κάθεται στην πολυθρόνα απέναντί τους)
Γιώργος: (Προς τη Μίρκα) Θα μιλήσω εγώ ή εσύ;
Μίρκα: Μίλα εσύ.
Μαρία: Ε ναι ρε φίλε. Η κοπέλα είναι φιλοξενούμενη, συνέχισε εσύ, ωραία τα έλεγες. (Προς τη Μίρκα) Σε έπιασε καθόλου;
Μίρκα: Όχι, καλά νιώθω.
Μαρία: Εσύ κορίτσι μου είσαι για μεγάλα πράγματα τελικά! Σε ακούω μωρό σ΄ακούω.
Γιώργος: Σου είπα και πριν, ότι η Μίρκα με έκανε να σκεφτώ τη ζωή αλλιώς. Είναι ένας άνθρωπος που παλεύει, που ξέρει τι θέλει, που ξέρει τι ζητάει απ' τους άλλους.
Μαρία: Γιωργάκη, με κοροϊδεύεις;
Γιώργος: Όχι ρε γαμώτο, άσε με να μιλήσω.
Μαρία: Μα δεν μπορώ να ακούω μεταμεσονύχτια σαπουνόπερα. Πες μου ότι σ' αρέσανε τα βυζιά της, λιμπίστηκες τον κώλο της, έκανε ωραίες πίπες ρ' αδερφέ, να τελειώνουμε.
Γιώργος: Δεν είναι έτσι, είναι πολλά πράγματα.
Μαρία: Είναι κι αυτά όμως.
Γιώργος: Σε μια σχέση είναι όλα.
Μαρία: Όχι, το λέω γιατί ξέρω το κόλλημα που έχεις με τις … κατάλαβες. Συγνώμη κιόλας ρε Μίρκα, αλλά αν δε του έκανα δυο-τρεις φορές τη βδομάδα, υπήρχε πρόβλημα.
Γιώργος: Θα σταματήσεις;
Μαρία: Πάσο.
Γιώργος: Ένας καινούριος άνθρωπος με έκανε να δω τη ζωή αλλιώς.
Μαρία: Έκανε κι ωραίες πίπες όμως;
Γιώργος: Ναι ρε. Έκανε, έκανε. Ευχαριστήθηκες τώρα;
Μαρία: Εσύ το φχαριστιόσουνα, για μένα απλά αποκαταστάθηκε η αλήθεια.
Γιώργος: Ένιωθα ότι η ζωή δεν μπορεί να είναι αυτό που ζούσα καθημερινά. Μετά την αποβολή είχες γίνει απρόσιτη, δε δεχόσουν κουβέντα. Όσες φορές προσπάθησα να σε πλησιάσω, με απομάκρυνες. Ήσουν απότομη. Όταν είδα τη Μίρκα, καταρχήν με τράβηξε η εμφάνισή της. Μετά όμως γνώρισα έναν άνθρωπο χαρούμενο, αισιόδοξο, έναν άνθρωπο που πίστευε, όπως κι εγώ ότι η ζωή είναι όμορφη. Ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι αυτονόητο, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αγώνα. Εσύ τα είχες όλα έτοιμα στο μυαλό σου, όλα υπό έλεγχο. Ακόμα και οι εξάρσεις σου ήταν ελεγχόμενες.
Μαρία: Εγώ απλά ξέρω τι θέλω.
Γιώργος: Δεν είναι τόσο απλό αυτό. Ποτέ δεν μπόρεσες να δεχτείς ότι ήθελα να κάνω καριέρα, ποτέ δε με βοήθησες σ' αυτό.
Μαρία: Δε βοηθάω ψωνάρες.
Γιώργος: Αυτό νομίζεις ότι είμαι;
Μαρία: Εσύ τι λες, ότι χάφτω τις μαλακίες που λες τόση ώρα;
Γιώργος: Αυτό είναι το πρόβλημα. Ποτέ δεν πίστεψες σε μένα.
Μαρία: Πώς να πιστέψω αγόρι μου σε έναν άνθρωπο που από αγωνιστής για τους άλλους, γίνεται λακές και γλείφτης για τον εαυτούλη του; Τι μου λες; Ότι εσύ θες να ζήσεις; Όχι Γιωργάκη, δε θες να ζήσεις. Σου φτάνουν οι ψυχαναγκασμοί σου και τα θέλω σου. Αυτά είναι προς το παρόν η περιουσία σου. Πες μου λοιπόν την αλήθεια και κόψε τα δήθεν. Άσε τα βαθυστόχαστα για άλλους, δε σου ταιριάζουν. Πες: "Τραβιέμαι με τη Μίρκα, γιατί είναι γκομενάρα, μου κάνει όλα τα χατίρια και κάνει καλό κρεβάτι". Να 'μαστε και ειλικρινείς δηλαδή.
Γιώργος: Δεν είναι έτσι. Δε θες να καταλάβεις.
Μαρία: Δε θέλω να καταλάβω ε; Μη με αναγκάσεις να διαβάσω τα ερωτικά σου γράμματα. Θα κοκκινίσουμε όλοι εδώ μέσα, αγωνιστές και μη. Κοιτάτε ρε έναν Τσε που έκανε δώρα στη γκόμενά του ζαρτιέρες και μαστίγια. Τι άλλο ήθελες από μένα;
Γιώργος: Να με δεχόσουν όπως ήμουν.
Μαρία: Όπως ήσουν σε δέχτηκα. Τις αλλαγές σου απέρριψα.
Γιώργος: Οι αλλαγές μου είμαι εγώ.
Μαρία: (Κάνει την τελευταία τζούρα) Καλά το είπες: οι αλλαγές σου είσαι εσύ. Αλλά όχι εγώ, όχι εμείς. Κάποιον ξέχασες στο δρόμο.
Γιώργος: Κάνεις λάθος.
Μαρία: Καλά, ξύπνα τώρα την άλλη πού ήπιε μια τζούρα και κοιμήθηκε. Δεν είναι για παρέα, δεν την ξαναφωνάζω σπίτι μου. Ξύπνα την. Θέλω να ακούσει ό,τι ειπωθεί.
Γιώργος: Ξύπνα Μίρκα, ξύπνα.
Μίρκα: Ωωωχ, νιώθω πολύ ζαλισμένη, μου έρχεται να κάνω εμετό. Πονάει η κοιλιά μου.
Γιώργος: Έλα, σήκω να πάμε στην τουαλέτα.
Μαρία: Το μπάνιο δεν ήταν στα σχέδιά μου. Εδώ θα κάτσετε.
Γιώργος: Τι λες ρε Μαρία; Η κοπέλα θέλει να ξεράσει, δε τη βλέπεις;
Μαρία: Τη βλέπω, αλλά από το σαλόνι δε θα φύγει κανείς.
Γιώργος: Σταμάτα ρε Μαρία, δεν είναι καλά.
Μαρία: Δεν με ενδιαφέρει. Επιλογή της ήταν να πιει.
Γιώργος: Τρελή είσαι; Εσύ δε της έβαλες το τσιγαριλίκι στο στόμα με το ζόρι;
Μαρία: Και αυτή έπρεπε να πιει; Κάθε λογικός άνθρωπος θα αντιδρούσε.
Μίρκα: (Διπλωμένη από τον πόνο) Εντάξει Γιώργο, δεν πειράζει, καλά είμαι.
Γιώργος: Μα τι καλά, εσύ είσαι κάτασπρη.
Μαρία: Θα φέρω μια λεκάνη.
Γιώργος: Άσ' την να πάει στο μπάνιο. Σε παρακαλώ.
Μαρία: Αν πάει αυτή, πρέπει να πας κι εσύ.
Γιώργος: Τότε, βγάλε μας μια στιγμή τις χειροπέδες.
Μαρία: Αυτό αποκλείεται.
Γιώργος: Άσε με τότε να την πάω στο μπάνιο.
Μαρία: Καμία συζήτηση, δε σας έχω εμπιστοσύνη. Μπορεί να βγάλετε τα μάτια σας εκεί μέσα.
Γιώργος: Καλά, τόσο άρρωστη είσαι;
Μαρία: (Ναζιάρικα) Εσύ με αρρώστησες αγοράκι μου, εσύ και οι γκομενοδουλειές σου. (Πηγαίνει στο μπάνιο και φέρνει λεκάνη) Ορίστε, για παν ενδεχόμενο. Τώρα μπορώ να σε ακούσω.
Γιώργος: Δεν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι. Δείξε λίγη ανθρωπιά.
Μαρία: Τι είναι αυτό, τρώγεται; Μήπως πουλιέται πουθενά;
Γιώργος: Λοιπόν, δεν έχω να σου πω πολλά πράγματα. Ό,τι ήταν να σου πω, το είπα. Νομίζω πως όλα είναι ξεκάθαρα και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θέλω να ξέρεις κάτι: αυτήν την κοπέλα την αγαπάω.
Μαρία: Είσαι σίγουρος;
Γιώργος: Πιο σίγουρος δε γίνεται.
Μαρία: Επειδή περάσαμε κάποια χρόνια εμείς οι δύο και πρέπει να τιμήσω αυτό το χρόνο, νιώθω υποχρεωμένη να σε ξαναρωτήσω: Τον αγαπάς αυτόν τον άνθρωπο;
Γιώργος: Σου απάντησα και πριν. Είμαι σίγουρος ότι πρώτη φορά νιώθω έτσι στη ζωή μου.
Μαρία: Ξύπνησέ την.
Γιώργος: Γιατί;
Μαρία: Ξύπνησέ την σου είπα.
Γιώργος: Μίρκα, ξύπνα μωρό μου, ξύπνα.
Η Μίρκα δεν μπορεί να ξυπνήσει. Η Μαρία την πλησιάζει και την χαστουκίζει πολύ δυνατά
Γιώργος: Μα τι κάνεις; Θα την σκοτώσεις.
Μαρία: (Προς τη Μίρκα) Ξύπνα, ξύπνα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.
Μίρκα: Ποιος με χτυπάει;
Μαρία: Εγώ σε χτύπησα, ήταν ανάγκη. Πρέπει να σε ρωτήσω κάτι.
Μίρκα: Πες μου.
Μαρία: Τον αγαπάς το Γιώργο;
(Η Μίρκα κοιτάζει το Γιώργο)
Γιώργος: Απάντησε, μη φοβάσαι.
Μίρκα: Ναι, τον αγαπάω. Ο Γιώργος είναι ό,τι ομορφότερο έχει συμβεί στη ζωή μου.
Μαρία: Βλέπω ξύπνησες για τα καλά! Εκείνος πιστεύεις ότι σε αγαπάει;
Μίρκα: Είμαι σίγουρη. Θέλουμε τα ίδια πράγματα και αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Μαρία: Πολύ Σωστά. Να ρωτήσω κάτι. Ο πατέρας σου είναι συνταξιούχος, έτσι;
Μίρκα: Ναι γιατί;
Γιώργος: Άρχισες τα παλαβά σου; Τι σχέση έχει αυτό;
Μαρία: Δούλευε τα τελευταία χρόνια σε μια μεγάλη πολυεθνική;
Μίρκα: Ναι, ήταν ο διευθύνων.
Μαρία: Στόχευσε διάνα το πουλάκι μου.
Γιώργος: Τι λες πάλι;
Μαρία: Γιατί ταράζεσαι Γιωργάκη;
Μίρκα: (Διπλωμένη από τον πόνο) Ποιος στόχευσε διάνα;
Γιώργος: Άσ 'την να πάει στο μπάνιο, δε βλέπεις ότι βασανίζεται;
Μαρία: Έχω τον τρόπο να τη λυτρώσω. Μίρκα, με ακούς;
Μίρκα: Ναι… σε ακούω.
Μαρία: Έχουμε λίγο χρόνο, γι' αυτό θα στο διαβάσω γρήγορα.
Γιώργος: Τι θα διαβάσεις; Για ποιο πράγμα έχουμε λίγο χρόνο;
Μαρία: Δεν μπορώ να απαντάω σε όλα μαζί. (Ψάχνει μέσα στα τσαλακωμένα χαρτιά που είναι ριγμένα στο πάτωμα. Ξεδιπλώνει ένα από αυτά και αρχίζει να διαβάζει με γοργό ρυθμό) " Δεν μπορώ να λέω ψέματα συνέχεια και σε όλους. Το παίζω καλός σύζυγος στη Μαρία, αλλά δε μπορώ να κοροϊδεύω και σένα. Εμείς έχουμε το ίδιο μυαλό και θα με καταλάβεις. Δεν είναι ότι δε μ' αρέσεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ονειρεύομαι το μέλλον μαζί σου. Τουλάχιστον όχι με αγάπες και λουλούδια. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να σταθώ ειλικρινής απέναντι στον εαυτό μου και τους άλλους και να πω την αλήθεια. Ποτέ δε θα συνέχιζα αυτή τη σχέση, αν δεν ήξερα ποιος είναι ο πατέρας σου. Έχω όνειρα και είμαι φιλόδοξος. Το ξέρω. Κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για αυτό, εκτός ίσως από τον πατέρα μου και τη Μαρία. Βαρέθηκα πια να μου πετάνε ξεροκόμματα και να λέω ευχαριστώ. Θέλω κάποτε να είμαι κύριος του εαυτού μου, να βγάζω λεφτά, να είμαι δυνατός. Όταν άκουσα το επίθετο σου, σκέφτηκα αστραπιαία: “ Αυτή είναι ευκαιρία για μένα”. Την άρπαξα και προχώρησα. Όλα τα άλλα νομίζω ότι τα καταλαβαίνεις. Σου έχω μιλήσει για τον πατέρα μου και τις ιδέες του, ξέρεις για τις ευκαιρίες που δεν είχα ποτέ, ξέρεις την πορεία μου. Σου ζητάω συγνώμη και ελπίζω να με καταλάβεις. Δεν έχω άλλο τρόπο να φτάσω σε κάτι καλύτερο, να φτάσω σ' αυτό που ήθελα σχεδόν πάντα, σ' αυτό που δεν είχα ποτέ: στα λεφτά." Αυτάααα. Το διάβασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ελπίζω να μην σας κούρασα. (Κοιτώντας τη Μίρκα) Άκρως διαφωτιστικό, έτσι;
Μίρκα: (Πεσμένη στον ώμο του Γιώργου) Τι είναι αυτό;
Μαρία: Αυτό ήταν ένα γράμμα του αγαπημένου σου. Βέβαια, μετάνιωσε και δε το έστειλε ποτέ. Το βρήκα πριν αρκετούς μήνες στα σκουπίδια. Βλέπεις ούτε τα σκουπίδια δεν ήθελε να πετάει· χαλάνε το image.
Γιώργος: Δεν είναι δικό μου αυτό, δεν είναι τα γράμματά μου.
Μαρία: Και όμως είναι. (Πλησιάζει τη Μίρκα και της το δείχνει) Είναι ή δεν είναι;
(Σφαδάζει από τους πόνους στην κοιλιά, είναι κάτασπρη. Πέφτει από τον καναπέ παρασέρνοντας και το Γιώργο)
Γιώργος: Άστην ήσυχη (Προσπαθεί να συνεφέρει τη Μίρκα) Μίρκα, Μίρκα, τι έπαθες; (στη Μαρία) Κάνε κάτι, φώναξε ένα γιατρό, γρήγορα.
Μαρία: Δυστυχώς, ο χρόνος τελειώνει.
Γιώργος: Τι μαλακίες λες; (Προσπαθεί μάταια να πιάσει τα πόδια της Μαρίας)
Μαρία: (Αρπάζει το μαχαίρι από τη βιβλιοθήκη) Κάνε πίσω. Τώρα είναι αργά.
Γιώργος: Τι αργά; Για ποιον;
Μαρία: Για όλους μας.
Γιώργος: (Δίνει σκαμπίλια στη Μίρκα) Μίρκα, Μίρκα, ξύπνα. Δεν είναι δικό μου το γράμμα. Αυτή το έγραψε, σ' αγαπάω. Ξύπνα σε παρακαλώ, ξύπνα.
Μαρία: Άδικα χτυπιέσαι.
Γιώργος: Σκάσε.
Μαρία: Είναι νεκρή.
Γιώργος: Τι λες; Κανείς δεν πεθαίνει από ένα τσιγάρο.
Μαρία: Ναι, έχεις δίκιο. Από δηλητήριο όμως…
Γιώργος: Τι δηλητήριο, ποιο δηλητήριο;
Μαρία: Το δηλητήριο που είχε το ποτό της. Έβαλα αρκετή δόση για να την πιάσει σίγουρα. Δεν ήθελα να το ρισκάρω.
Γιώργος: (Προσπαθεί να πλησιάσει τη Μαρία απεγνωσμένα, όμως το σώμα της νεκρής δεν τον αφήνει) Πουτάνα, τη σκότωσες. (Τον πιάνουν τα κλάματα) Γιατί, τι σου έκανε; Μια πουτάνα είσαι, μια αρρωστημένη πουτάνα… τη σκότωσες… τη σκότωσες.
Μαρία: Κάποιο λάθος κάνεις. Δεν τη σκότωσα εγώ. Τα ψέματά σου ευθύνονται, οι επιλογές σου.
Γιώργος: (Παρακλητικά) Λύσε με, λύσε με. Μη με αφήνεις έτσι.
Μαρία: Όλοι για εκμετάλλευση, ε Γιώργο; Γυναίκα, γκόμενα, γονείς… όλα για την καριέρα. Έτσι; Τώρα όμως ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Τελείωσαν όλα. Μαζί τους κι εμείς. (Ο Γιώργος είναι ακουμπισμένος στον καναπέ και κλαίει με αναφιλητά) Κανένας μας δεν αξίζει να ζει. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Δε μετανιώνω που τη σκότωσα. Μόνο μετανιώνω που ζω. Η ζωή είναι άδικη για όλους. Για μερικούς πολύ. Αρκετές φορές μένουν οι σάπιοι και φεύγουν αυτοί που έχουν κάτι να πουν. (Τον κοιτάει περιφρονητικά) Οι νεκροί με τους νεκρούς. Εγώ ό,τι ήταν να πω το είπα. Και κάτι τελευταίο: Αν έρθει η κυρία Μιχαλοπούλου, πες της να με συγχωρέσει για την ακαταστασία. Σου εύχομαι καλή σταδιοδρομία. Γεια χαρά.
(Η Μαρία μπήγει με δύναμη το μαχαίρι που κρατάει στo στομάχι της και πέφτει στο πάτωμα. Ο Γιώργος βγάζει μια κραυγή απόγνωσης. Ανάμεσά του, πεθαμένες, οι δύο ζωές του. Έξω σε λίγο θα αρχίσει να ξημερώνει. Μια νέα ημέρα ξεκινάει για όλους)