Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Μη Γράφεις


Γράφε
ακόμα κι αν δεν ξέρεις γράμματα.
Γράφε
με σχήματα
με δάκρυα και χαμόγελα
γράφε.

Κάνε μουτζούρες
ζωγράφισε
μπογιάτισε τις μνήμες
κάνε εικόνα τις προσδοκίες
μα γράφε.
Κι αν νιώθεις ανήμπορος
επειδή υπογραμμίζονται οι ρυτίδες σου
επειδή τα κόκκαλά σου πονούν
σαν καρκίνος να τα συντρίβει
εσύ γράφε και κοίτα τους όπως δεν σε κοιτούν εκείνοι
σαν παράξενο πουλί
σαν ιδίωμα μεταφραστικό
σαν αποτυχημένο πείραμα.

Γράφε
ώσπου οι λέξεις να αλλάξουν νόημα
να πεταρίζουν σαν ενοχλητικοί χειμώνες
να γίνουν τσίχλα στο στόμα μας
να κάνουμε φούσκες
να παίζουμε τους τεμαχισμένους χρόνους τρίλιζα.

Μη γράφεις
αν καταγίνεσαι με το να σε θυμούνται
ότι μπορεί να είσαι καλύτερος εσύ
από εκείνον που σκοτώνεται
από τη μάνα που βυζαίνει το παιδί της
από τον γέρο που φυλάει πολέμους και φτώχεια στον κόρφο του.

Μα, σαν είναι έτσι
καλύτερα να μείνεις λέξη δίχως γράμματα
το μολύβι παράμερα να πέσει κι εσύ χωρίς φωνή να βρεθείς
θα είχαι χρήσιμος για να γεμίζουμε τις άδειες ώρες μας
θα είσαι κάποιος άλλος αύριο
τόσο διαφορετικός
όσο έμοιαζες σήμερα.
Μη γράφεις
για να καλύπτεις αλλά για να ξύνεις πληγές.
Μη γράφεις
αν τα δάκρυα της γης είναι απροσπέλαστα
τη Σιγουριά μην υμνείς
ούτε την Αλήθεια ως βράχο
μια θάλασσα είναι κι αυτή με τα κύματα μανιασμένα
μια λίμνη τα σίγουρα αυτού του κόσμου
για αυτές τις λίμνες γράφε
τις θάλασσες προσπέρασε
στους χειμάρρους κολύμπησε κι όπου φτάσεις.
Τη Σιγουριά και την Αλήθεια μην γράφεις.
Βράχοι και θάλασσες είναι
νερά ακίνητα.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Τίποτα

Και οι άνθρωποι αφέθηκαν στη λάσπη
και τα ζώα πετάχτηκαν βίαια στον ουρανό των σφαγείων.
Να ήταν κάτι που δεν είχαμε δει;
Να ήταν όλοι εκείνοι που πέθαναν μπροστά στον καθρέφτη;
Και πώς αναρωτιέσαι δίχως ένα ποτήρι κρασί;
Κι όλοι αυτοί οι ποιητές που έγραψαν για το άγνωστο πού είναι τώρα;
Κι όλοι εκείνοι που κάποτε μάς φρόντιζαν σαν καλοί ηθοποιοί πού θάφτηκαν;
Μιλάμε από μέσα τους ή εκείνοι ξάφνου έχασαν τη φωνή τους;

Μάλλον οι ερωτήσεις είναι για τους ηλίθιους σαν κι εμάς
όλοι έτσι μάς έλεγαν κι ας μην έβγαινε από τα δόντια τους καθαρά μια φωνή.
Ήταν βλέπεις κι αυτοί του καλού περιθωριακού κόσμου
έκαναν μπίζνες κρυφά
στα υπόγεια των αστών εργάζονταν
χειρότεροι από δαύτους ήταν.

Ξεμάκραιναν με κάτι οχτάωρα πάνω σε βρώμικα πληκτρολόγια
και μισερές ανακατατάξεις αδειανές.
Σαν πέταγε ένα πουλί αμέσως το πυροβολούσαν.
Σαν μια λέξη εκστομιζόταν
σε μουσεία Τέχνης την έχωναν.
Σαν ένα σώμα δεν ακολουθούσε μια σκυφτή τροχιά
το πετσόκοβαν χωρίς πολλά λόγια.
Καθάριζαν τα μνήματα και ορκίζονταν στην λήθη.

Για να σταθείς εδώ
καλά το μάθημά σου μάθε, έλεγαν.
Όλα σε αφορούν αλλά τίποτα μην προτείνεις.
Μόνο στάσου με αγώνες στο χέρι (μάταιοι να είναι αν γίνεται)
και παρίστανε τον δεσμώτη της Ιστορίας.

Δεν μάς πάει αυτός ο ρόλος και ποτέ δεν τον παίξαμε σωστά.
Παριστάναμε την Επανάσταση με ασυγχώρητη σοβαρότητα
συνθλιβόμασταν τα πρωινά πάνω στα ρολόγια
και τα βράδια παίζαμε στα όρια ενός κανονισμένου κόσμου                      πασπαλισμένου με μπόλικο μέλλον.
Τι να τρέχει άραγε με εμάς;
Τίποτα. Τίποτα.
Παραμένουμε ακίνητοι, αστείοι, σοβαροί γελωτοποιοί.