Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΤΙ ΑΝ...;



T: Πιάσε μια μπύρα 
Μ: Να την πιάσω ή να στη φέρω κιόλας; T: Να την πιάσεις και να τη φέρεις. Παγωμένη να ΄ναι. Μ: Έλα, τελείωνε. Και μην αρχίζεις το ποτό από το πρωί. T: Η μπύρα δεν είναι ποτό, φρουτάκι είναι. Μ: Φρουτάκι είναι; T: Σαν το μήλο ρε παιδί μου. Μοιάζει το μήλο με το καρπούζι;

Και τα δύο φρούτα είναι, αλλά μοιάζουν; Μ: Είναι φρούτα. T: Ναι, αλλά μοιάζουν; Μ:Αφού είναι φρούτα! T: Ναι, αλλά το ένα είναι τεράστιο ενώ το άλλο μια κουτσουλιά. Μ: Τελοσπάντων, εσύ να μην πίνεις ούτε φρουτάκια ούτε φρούτα. T: Μήλο πίνω, όχι καρπούζι. Μ: Τι θα κάνουμε σήμερα; T: Δηλαδή; Μ: Τι δηλαδή; Ρωτάω: τι θα κάνουμε σήμερα; T: Τι θες να κάνουμε; Μ: Μην κάτσουμε έτσι, άπραγοι. T: Μα μου αρέσει να μην κάνω κάτι. Μ: Δηλαδή θα πίνεις όλη την ημέρα; T: Αυτό σημαίνει πως κάνεις κάτι; Μ: Σημαίνει πως πίνεις. T: Είναι κάτι όμως να πίνεις; Είναι πράξη, κάνεις κάτι; Μ: Ναι ρε παιδί μου, κάτι κάνεις, πίνεις. T: Αν σημαίνει ότι κάνεις κάτι, δεν θέλω να πίνω. Δε θα μπορούσε να μην είναι κάτι το να πίνεις; Να ήταν κάτι όπως το κατούρημα, κάτι φυσιολογικό, κάτι που το κάνουν όλοι, κάτι που δεν μπορείς να αποφύγεις γιατί το κάνουν όλοι και άρα πρέπει να το κάνεις κι εσύ. Μ: Ίσως να μπορούσε, αλλά δεν είναι. T: Γιατί το μυαλό σου κολλάει πάντα με ό,τι υπάρχει; Δες και λίγο παραπέρα. Καθόλου φαντασία δεν έχεις. Μ: Και με τι να ασχολούμαι δηλαδή; Με το αν το ποτό μοιάζει με το κατούρημα και το αν πίνεις είναι κάτι ή δεν είναι τίποτα; T: Γιατί όχι; Μ: Πάλι θα κάνω κάτι: θα σκέφτομαι, θα συγκρίνω, θα φαντάζομαι. T: Και η φαντασία είναι να κάνεις κάτι; Μ: Κάτι κάνεις αλλά είναι σαν το κατούρημα. T: Δηλαδή; Μ: Δηλαδή είναι κάτι φυσιολογικό. Η φαντασία είναι αυθόρμητη.

Δεν μπορείς να μην κάνεις τίποτα. Τώρα μιλάμε, κάνουμε κάτι.

Και για να μην μείνουμε σε αυτό, τι λες να κάνουμε σήμερα; T: Δεν ξέρω. Φέρε μου μια μπύρα. Μ: Την ήπιες κιόλας; T: Πολλές ερωτήσεις κάνεις σήμερα. Μ: Είναι η τελευταία. Δεν υπάρχει άλλη. T: …ερώτηση; Μ: Μπύρα.

T: Πώς δεν υπάρχει! αφού πήρα χθες! Μ: Χθες δε βγήκες καθόλου από το σπίτι. T: Μα τι λες τώρα; Αφού πήγα στο περίπτερο. Μ: Την προηγούμενη βδομάδα είχες πάει στο περίπτερο.

Δεν υπάρχουν άλλες μπύρες, μόνο μία. T: Θα με βγάλεις τρελό; Μ: Κάθε Τετάρτη βγαίνεις για μπύρες και χθες ήταν Δευτέρα. T: Χθες ήταν Τετάρτη. Μ: Χθες ήταν Δευτέρα. T: Χθες ήταν η μέρα που βγήκα για μπύρες. Μ: Χθες ήταν Δευτέρα. Δε θα τσακωθούμε για αυτό. T: Γιατί να τσακωθούμε; Μιλάμε. Μ: Ναι, αλλά αυτό που λες δεν έγινε. T: Έγινε. Κοίτα λίγο το ημερολόγιο. Μ: Δεν έχουμε. Μήπως το είδες στον ύπνο σου; T: Ρωτάς αν κοιμήθηκα; Μ: Και τι έκανες όλο το βράδυ; T: Σε άκουγα να τρίζεις τα δόντια σου πάλι. Μ: Έτριζα τα δόντια μου; T: Όπως κάθε βράδυ. Μ: Είδες; T: Τι να δω; Μ: Όλη μέρα δεν κάνουμε τίποτα και το βράδυ τρίζω τα δόντια μου. T: Και τι σχέση έχει αυτό; Μ: Δεν ξέρω… με αγχώνει η απραξία. T: Γιατί δεν πίνεις μια μπύρα; Μ: Σου έδωσα την τελευταία. Τι να μου κάνει η μπύρα; T: Να πίνεις πριν κοιμηθείς λέω. Μ: Δεν θέλω να κάνω κοιλιά. T: Κάνει στομάχια η μπύρα; Μ: Με δουλεύεις; Κοιτάξου λίγο στον καθρέφτη. T: Που είναι ο καθρέφτης; Μ: Στο δωμάτιο. T: Δε σου είπα πως θέλω να μείνω άπραγος; Μ: Τι σχέση έχει αυτό; T: Αν πάω μέχρι την κρεβατοκάμαρα, θα έχω κάνει κάτι. Μ: Μα τι άνθρωπος είσαι εσύ; T: Διαφορετικός. Μ: Όσο για αυτό… όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί.

Κανένας δεν είναι ίδιος. T: Άρα μοιάζουμε. Μ: Τι εννοείς; T: Ε, είσαι κι εσύ διαφορετικός, οπότε μοιάζουμε. Μ: Ναι, αλλά εγώ θέλω να κάνω κάτι. T: Εντάξει, είπαμε μοιάζουμε, δεν είμαστε ίδιοι. Μ: Θα κάνουμε κάτι τελικά; T: Φαγώθηκες. Τι θες να κάνουμε; Μ: Να πάμε για ένα καφέ ας πούμε. T: Που; Μ: Το που είναι το πρόβλημα; Όπου θες. T: Μα δε θέλω. Μ: Τι άνθρωπος είσαι τέλος πάντων; T: Πάλι τα ίδια; Κατ ‘εικόνα και ομοίωση. Μ: Κατ ‘εικόνα και ομοίωση ποιου; Εσύ δεν μοιάζεις με κανέναν. Βαριέσαι να κάνεις ο,τιδήποτε, πίνεις από το πρωί, δεν κουνιέσαι ούτε για κατούρημα. T: Νομίζεις ότι είναι εύκολο να κάθεσαι άπραγος; Μ: Θέλει προσπάθεια; T: Εσύ κοροϊδεύεις, αλλά ναι, θέλει προσπάθεια. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να πειθαρχήσεις τον εαυτό σου στην απραξία;

Μου πήρε αρκετό χρόνο να τα καταφέρω και δε θα τα παρατήσω τώρα. Μ: Για ένα καφέ σου ζητάω να πάμε, δε σου είπα να σκάψεις. T: Καλύτερα να μου έλεγες να σκάψω. Τουλάχιστον θα παράταγα την απραξία για κάτι… σημαντικό, για κάτι που όταν το κάνεις… κάνεις στα αλήθεια κάτι. Μ: Δηλαδή αν σου έλεγα να πάμε να σκάψουμε θα δεχόσουν; T: Υπήρχε μια πιθανότητα, ο καφές όμως δεν είναι ούτε πράξη ούτε απραξία.

Κάνεις κάτι και δεν κάνεις και τίποτα, δηλαδή δεν υπάρχει ουσία. Μ: Εντάξει, κατάλαβα. Δε θα πάμε για καφέ. T: Δε τά ‘παμε; Ουσία μηδέν. Κάθεσαι σε μια καρέκλα, ρουφάς τον καφέ σου, κουτσομπολεύεις κι αυτό ήταν. Καλύτερα σπίτι. Μ: Ας κάτσουμε σπίτι λοιπόν. T: Φέρε μου μια μπύρα. Μ: Πάλι τα ίδια; Δεν είπαμε ότι τέλειωσαν; T: Αφού χθες πήγα και πήρα, πώς τέλειωσαν; Μ: Η τελευταία είναι εδώ μπροστά σου. T: Αυτή η κίτρινη; Μ: Ναι αυτή. T: Εγώ είχα πάρει κόκκινες, πώς βρέθηκαν εδώ οι κίτρινες; Μ: Πάντα κίτρινες δεν πίνεις; T: Εγώ; Ποτέ. Μ: Τις μισείς τις κόκκινες, το’ χεις ξεχάσει; T: Τίποτα κόκκινο δεν μισώ, εμένα μ’ αρέσει το κόκκινο. Μ: Φαίνεται ότι έχεις κάνει μια εξαίρεση με τις μπύρες. T: Αποκλείεται. Ρίξε μια ματιά στο σαλόνι, όλα κόκκινα δεν είναι; Μ: Σου είπα: είναι η εξαίρεση σε έναν ηλίθιο κανόνα. T: Είπες ηλίθιο κανόνα; Μ: Ναι, είπα ηλίθιο κανόνα. T: Είναι ηλίθιο να σ’ αρέσει κάτι; Μ: Μα όλα κόκκινα; Είναι υπερβολικό. T: Μα και εσένα σ’ αρέσει το κόκκινο. Μ: Ναι, αλλά επιλέγω κι άλλα χρώματα στα ρούχα μου. T: Εμένα μ’ αρέσει το κόκκινο. Θέλω όλα να είναι κόκκινα. Μ: Μα μέχρι και τα εσώρουχα; T: Μάλιστα, μέχρι κι αυτά. Ποιόν ενοχλώ; Μ: Εμένα. Κάθε βράδυ που πέφτουμε στο κρεβάτι νομίζω ότι κοιμάμαι με τον Τρότσκι. T: Γιατί με αυτόν; Μ: Αυτός δεν ήταν ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού; T: Α, για αυτό. Μ: Ε, για τι άλλο; T: Έλεγε μήπως του μοιάζω… Μ: Όχι, με τίποτα. T: Γιατί με τίποτα; Μούσια δεν είχε κι αυτός; Μ: Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. T: Ναι, τα "Κύριε Ελέησον" τον κάνουνε.

(σιωπή)

Λες να μου πήγαινε για παπάς; Μ: Μπα, δε νομίζω. T: Γιατί το λες αυτό; Μ: Ε δε θα σου πήγαινε. Αυτοί απεχθάνονται τα χρώματα. T: Δεν απεχθάνονται τα χρώματα, απλά αγαπούν το μαύρο. Μ: Έχετε κάτι κοινό δηλαδή, μάλλον το μόνο. T: Εσύ δεν είπες πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί; Εκείνοι το μαύρο, εγώ το κόκκινο. Μ: Πάω για ένα καφέ; T: Χωρίς εμένα; Μ: Αφού δε θέλεις. T: Κι εσύ θες να πας οπωσδήποτε; Μ: Ναι. T: Σκέφτηκες καθόλου την ένστασή μου για οποιαδήποτε πράξη; Μ: Αυτά είναι βλακείες. T: Τουλάχιστον, πριν φύγεις μπορείς να μου φέρεις μια μπύρα; Μ: Κόκκινη ή κίτρινη;