Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

ΑΙΜΑ ΚΑΚΟ...


Με αφορμή τη θεατρική παράσταση "Αίμα Κακό" που παρακολούθησα χθες με σκηνοθέτη και μοναδικό (πρωτ-) αγωνιστή τον Άρη Ρέτσο, σκέφτηκα να παραθέσω το υπέροχο κείμενο πάνω στο οποίο στηρίζεται η παράσταση. Πρόκειται για το ομώνυμο κεφάλαιο ("Αίμα Κακό") του βιβλίου "Μια Εποχή Στην Κόλαση" του Γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ (1854-1891). Πιστεύω, πως πριν κάποιος-α αποφασίσει να δει αυτήν την παράσταση, θα ήταν χρήσιμο, να έχει διαβάσει το κείμενο ώστε να αντιληφθεί καλύτερα το ύφος και τη δυναμική της. Επίσης, προφανώς τεχνικοί- ή μπορεί και σκηνοθετικοί- λόγοι κάνουν πολλές φορές το κείμενο δυσ-άκουστο, οπότε και για αυτό το λόγο καλό είναι να πάτε "διαβασμένοι". Έτσι κι αλλιώς πάντως πρόκειται για κάτι πολύτιμο. Απολαύστε το.




Κληρονόμησα από τους Γαλάτες προγόνους μου
τ’ ασπρογάλαζο μάτι, το στενό τους κρανίο και την αγαρμπισιά τους στην πάλη. Το ντύσιμό μου είναι βάρβαρο σαν το δικό τους. Μόνο δεν λαδώνω τα μαλλιά μου.
Οι Γαλάτες ήταν γδάρτες αγριμιών
και κάφτες σανών οι πιο αδέξιοι της εποχής τους.
Απ’ αυτούς πάλι κρατώ: την ειδωλολατρεία
και την ακράτητη ορμή της ιεροσυλιάς- ω- όλες
τις διαφθορές, οργή κι ασέλγεια (την τρανή ασέλγεια) και πάνω από όλα ψέμα και τρυφηλότητα



Μισώ όλα τα επαγγέλματα.
Αρχιμάστοροι κι εργάτες, άξεστοι χωριάτες όλοι τους.
Ένα χέρι με πέννα αξίζει όσο κι ένα χέρι μ΄ αλέτρι.
Τι εποχή χεριών. Δε δύναμαι να ξεχωρίσω το χέρι μου.
Κι εξάλλου η οικογενειακή ζωή σου χάνει τον προορισμό.
Η καλή συμπεριφορά των ζητιάνων μού προξενεί δυσφορία.
Αηδία μού προξενούν οι εγκληματίες, σαν τους ευνουχισμένους.
Όσο για μένα, αυτός που είμαι, είμαι, κι είν’ αρκετό.
Αλλά ποιος μου έδωκε γλώσσα τόσο πονηρή,
ικανή να διαφεντεύει και να περιφρουρεί τη ραθυμία ως τώρα;
Χωρίς ποτέ να κάνω χρήση του κορμιού μου,
οκνότερος κι από βατράχι,
έζησα παντού.


Δεν υπάρχει οικογένεια στην Ευρώπη να μην την γνωρίζω.
Θέλω να πω οικογένειες σαν τη δική μου χρωστούν τα πάντα στην Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Έπιασα σχέσεις με το γιο κάθε άσπιλης οικογένειας.

***
Αν είχα βρει συνταύτιση μ΄ ένα περιστατικό
οποιοδήποτε- της ιστορίας της Γαλλίας.
Αλλά όχι, ποτέ.
Είναι φανερό πως η φυλή μου στάθηκε κατώτερη, πάντα.
Δε μπορώ να νιώσω την επανάσταση.
Η ράτσα μου δεν εξεγέρθηκε παρά για να λεηλατήσει: καθώς οι λύκοι παίρνοντας τ΄ αγρίμι καταπόδι, δίχως να το σκοτώνουν.
Στοχάζομαι την ιστορία της Γαλλίας,
πρωτότοκης θυγατέρας της Εκκλησίας.
Ξωμάχος, περιτρυγύρισα τους Άγιους Τόπους,
η φαντασία μου βρίθει με δρόμους σουαβητικούς αμαξωτούς,
πανοράματα του Βυζαντίου, τείχη της Ιερουσαλήμ.
Λεπρός, έκατσα πάνω σε σπασμένα κανάτια και τσουκνίδες,
σύρριζα σ’ ένα ντουβάρι μασημένο από τον ήλιο.
Αργότερα, σιδηρόφραχτος ιππότης, περιπλανήθηκα κάτω απ’ άστρα γερμανικά.
Α! Να’ μαι πάλι, ξέφρενα χορεύοντας σ’ ένα ξέφωτο με κόκκινες ανταύγειες, αντάμα με γριές και με παιδιά.
Η μνήμη μου δεν προχωρεί πέρα από τη χώρα αυτή και τη Χριστιανοσύνη.
Ποτέ δεν θα πάψω να βλέπω τον εαυτό μου μεσ’ από το σχήμα αυτό. Μα πάντα μόνος, ανέστιος.
Κι η γλώσσα ποια να ‘ταν που μιλούσα;
Δε βλέπω ποτέ τον εαυτό μου μες στις διδαχές του Χριστού,
μήτε στις προτροπές των ιερατικών προϊσταμένων-αντιπροσώπων του Χριστού.
Τι ήμουν στον περασμένο αιώνα; Ίχνος δεν διακρίνω σήμερα.


Μήτε γυρολόγοι ούτε σκοτεινοί πόλεμοι.
Η πρόστυχη φυλή τα κουκούλωσε όλα- ο λαός, ως λένε- η λογική, το κράτος, η επιστήμη.
Ω! Η επιστήμη. Διόρθωσε τα πάντα, χωρίς να αφήσει τίποτα ορθό.
Για την ψυχή και το κορμί (ευχέλαιο) έχουν την ιατρική και τη φιλοσοφία, ρετσέτες για αγαθές γυναίκες, και λαϊκούς σκοπούς διασκευασμένους.
Γεωγραφία, κοσμογραφία, μηχανική, χημεία!...
Η επιστήμη, η νέα πανύψηλη τάξη. Πρόοδος.
Ο κόσμος βαδίζει εμπρός.
Γιατί τάχα να μη βαδίζει πίσω;
Να τ’ όραμα των αριθμών.
Διανύουμε πορεία προς το πνεύμα.
Μην αμφιβάλλετε ούτε λεπτό για τον χρησμόν αυτόν, σας λέγω.
Καταλαβαίνω και μην γνωρίζοντας πώς να το εκφράσω χωρίς να χρησιμοποιήσω λέξεις βλάσφημες, σιωπώ.
***
Ξανάρχεται της ειδωλολατρείας το αίμα!
Το πνεύμα βρίσκεται κοντά.
Ο Χριστός γιατί να μη με βοηθήσει χαρίζοντας στην ψυχή μου ηθική τελείωση κι ελευθερία;
Αλλοίμονο.Το ευαγγέλιο πέρασε. Το Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο.
Λαίμαργα καραδοκώ το Θεό.
Στον Αιώνα τον άπαντα θα παραμείνω πρόστυχη ράτσα.
Είμαι στην παραλία της Βρετάνης.
Ανάβουν οι πόλεις το βράδυ. Ξοδεύτηκε η μέρα μου.
Εγκαταλείπω την Ευρώπη.
Ο αέρας της θάλασσας θα κάψει τα πλεμόνια μου.
Παράξενα κλίματα θα τσουρουφλίσουν το πετσί μου.
Να κολυμπώ, να συνθλίβω τη χλόη, να κυνηγώ και πιο πολύ να καπνίζω.
Να ρουφώ δυνατά ηδύποτα σαν καυτό μέταλλο, καθώς συνήθιζαν οι ακριβοί πρόγονοι, τριγύρω στις φωτιές.
Θα γυρίσω πάλι με δέρμα μελαμψό, σιδερένια μέλη, μάτι φλογερό: όποιος με δει θα νομίζει πως βαστώ από γερή ράτσα.
Θα’ χω χρυσάφι, θα’ μαι τεμπέλης και χυδαίος.
Οι γυναίκες παραστέκονται τέτοιους φλογισμένους άρρωστους γυρνώντας πίσω από κλίματα τροπικά.
Θ’ ανακατευτώ με την πολιτική. Σώθηκα.
Τώρα είμαι απόβλητος. Αισθάνομαι απέχθεια για την πατρίδα.

Ένας ύπνος ολομέθυστος στην αμμουδιά,
αυτό αξίζει και τ’ άλλα κουραφέξαλα.

***

Δεν προχωρούμε.
Πάλι πίσω στους παλιούς δρόμους, φορτωμένους απ’ το πάθος μου, το πάθος όπου φύτρωσε τούτες τις ρίζες του πόνου στα πλευρά μου από την εποχή της λογικής- κι ανεβαίνει στον ουρανό, με κατακερματίζει, με γυρίζει ανάποδα, με παρασύρει.

Η ύστατη αγνεία κι η ύστατη δειλία. Ειπώθηκε. Να μην αφιερώνω τις αδυναμίες μου και τις αηδίες μου στον κόσμο. 
Εμπρός. Η πορεία, το φορτίο, η έρημος, οργή και πλήξη.
Σε ποιόν να πουληθώ;
Ποιο θηρίο να λατρέψω;
Ποια ιερή εικόνα καταπατιέται;
Ποιες καρδιές να συντρίψω;
Ποια ψέματα να ασπαστώ;
Σε ποιο αίμα να τσαλαβουτήσω;
Καλύτερα, να μην μπλέξεις με την εξουσία.
Η αχαΐρευτη ζωή, η τέλεια αποκτήνωση,- με λιπόσαρκο χέρι να σηκώσω το καπάκι της κάσσας, να κάτσω, να πάω από ασφυξία.

Ούτε γεράματα έτσι, ούτε κίνδυνοι: δεν είναι ο τρόμος Γάλλος. Α! Τόσο ολοκληρωτικά παραπεταμένος είμαι ώστε προσφέρω σ’ όποιο είδωλο τ’ ορμέμφυτό μου για την κατάκτηση της τελειότητας. Ω, αυταπάρνηση μου, ω θεσπέσια φιλευσπλαχνία μου. Κι όμως, εδώ κάτω. De profundis, Domine,
Τι ζώο είμαι.

***

Παιδί ακόμα, θαύμαζα τον σκαιό κατάδικο που πάντα έκλειναν πίσω από τις πόρτες της φυλακής.
Έψαχνα τα πανδοχεία και τις νοικιασμένες κάμαρες τις αγιασμένες με την παρουσία του.
Ατένιζα με το δικό του ιδανικό το μπλε του ουρανού και τον ανθισμένο μόχθο της εξοχής.
Ερμήνευα το πεπρωμένο του στις πόλεις.
Ήταν από έναν άγιο πιο αγέρωχος, από έναν ποντοπόρο πιο νουνεχής- αυτός! Μάρτυρας του λογισμού και του θριάμβου του.
Πάνω σε δημοσιές, κάτω απ’ τη νύχτα του χειμώνα δίχως σκεπή, δίχως κουρέλι, δίχως ψωμί, ένας φθόγγος έσφιγγε την παγωμένη καρδιά μου.
"Τόλμη ή δειλία: τόλμη για σε. Δεν ξέρεις πού και γιατί τρέχεις.
Έμπα παντού, αποκρίσου σ’ όλα.
Αν γίνεται να σκοτώσουν ένα πτώμα, τότε να φοβάσαι μήπως σε σκοτώσουν".
Το πρωί το βλέμμα μου είχε χαθεί στο άπειρο κι η όψη μου είχε τόσο αδειάσει ώστε κι αν κάποιον αντάμωσα δεν θα με παρατηρούσε.
Στις πόλεις, ο βόρβορος έλαμπε έξαφνα κόκκινος και μαύρος, πανόμοιος με καθρέφτη αντανακλώντας την φλόγα λάμπας από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν θησαυρός σε δάσος.
Καλή τύχη, κραύγαζα γοερά κι αντίκρυζα ένα πέλαγο γεμάτο καπνό και λάμψη στον ουρανό και δεξιά κι αριστερά λαμπάδιαζαν τα πλούτη του κόσμου σαν ένα δισεκατομμύριο κεραυνοί.
Αλλά το όργιο κι η συντροφιά των γυναικών μού ήσαν απαγορευμένα.
Σύντροφος κανένας.
Είδα τον εαυτό μου περικυκλωμένο από ένα λυσσασμένο πλήθος αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα να οδύρομαι από δυστυχία γιατί δεν μπορούσαν να με νιώσουν όμως συγχωρώντας τους- σαν την Ιωάννα Ντ’ Αρκ!
"Δάσκαλοι, παπάδες, αφεντάδες, κάνετε λάθος παραδίνοντας με στις αρχές. Βαστώ από ράτσα που τραγούδησε στα βασανιστήρια. Ποτέ δεν κατάλαβα τους νόμους. Δεν έχω συναίσθηση της ηθικής είμ’ ασύδοτος. Κάνετε λάθος".
Το παραδέχομαι, σφάλησα τα μάτια μου στο φως σας. Είμαι χτήνος. Νέγρος. Όμως υπάρχει τρόπος να σωθώ. Μα σεις δεν είστε παρά ψευτονέγροι, μανιακοί, αγριάνθρωποι, φιλάργυροι. Έμπορα, είσαι νέγρος· δικαστή, είσαι νέγρος· στρατηγέ είσαι νέγρος· αυτοκράτορα, παλιά φαγούρα, είσαι νέγρος· έχεις πιει αφορολόγητο ποτό από το διυλιστήριο του Διαβόλου.
Πυρετός και καρκίνος εμπνέουν τούτο το λαό.
Οι γέροι κι οι ανάπηροι είναι τόσο σεβαστοί ώστε δεν γίνονται αλλιώς παρά βραστοί. Προτιμότερα να αφήσεις την Ήπειρο αυτή που η παραφροσύνη δολοπλοκεί για να ταΐσει μ’ όμηρους αυτούς τους ελεεινούς.
Μπαίνω στο βασίλειο της Αφρικής.
Μήπως γνωρίζω καν τη φύση;
Μήπως γνωρίζω καν τον εαυτό μου;
Όχι πια λέξεις.

Θάβω τους πεθαμένους στην κοιλιά μου.

Ιαχές, τύμπανα, χορός, χορός, χορός, χορός.

Δεν βλέπω την ώρα να πέσω στο κενό καθώς ξεμπαρκαίρνουν οι λευκοί.

Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χορός, χορός, χορός.

***

Ξεμπαρκαίρνουν οι λευκοί.
Το κανόνι.
Ανάγκη πάσα ν’ ανανήψουμε, να φορέσουμε ρούχα, να πιάσουμε δουλειά.
Δέχτηκε το πλήγμα της θείας χάρης η καρδιά μου.
Ω! Γιατί να μην το είχα μαντέψει!
Δεν έκανα κακό κανένα.
Ελαφρές οι μέρες μου θα’ ναι. Δίχως καμιά ανάγκη συγνώμης.
Δεν θα γνωρίσω τ’ άγχη της ψυχής παγερής στην έννοια του καλού, όπου σκαρφαλώνει με δριμύτητα το φως, σαν λαμπάδας νεκρικής.
Η τύχη του γιου κάθε ενάρετης οικογένειας, πρώιμο φέρετρο πλημμυρισμένο με δάκρυα λαμπικαρισμένα.
Η κραιπάλη, είναι βλακεία δίχως άλλο, βλακεία και διαφθορά: πρέπει να πεταχτεί η σαπίλα.
Ας ήταν να σημάνει το ρολόι της ώρας της άδολης θλίψης.
Έτσι λοιπόν θα περιφέρομαι, σαν ανήλικο, παίζοντας στις πύλες του παραδείσου, λησμονώντας κάθε συμφορά;
Γρήγορα! Άλλες ζωές υπάρχουν;
- Ύπνος μες στον πλούτο- αδύνατο.
Ο πλούτος ήταν πάντα δημόσιο αγαθό.
Τα κλειδιά της γνώσης μόνον εφαρμόζουνε στη θεία αγάπη. Προσβλέπω στη φύση σα θεά καλοσύνης.
Χίμαιρες, ιδανικά, πλάνες, σας αφήνω: Το δίκαιο άσμα των αγγέλων ανεβαίνει πάνω από το σωτήριο σκάφος: είναι ο θείος έρωτας.
Δύο έρωτες.
Μπορώ να πεθάνω από γήινο έρωτα, να πεθάνω από εγκαρτέρηση.
Απαρνήθηκα ψυχές κι ο πόνος τους αύξησε την αναχώρησή μου.
Ανάμεσα στους ναυαγούς εμέ διαλέγεις· όσοι μένουν πίσω δεν είναι τάχα φίλοι μου; Σώσε τους! Η λογική γεννιέται μέσα μου.
Ο κόσμος είναι καλός.
Θα ευλογώ τη ζωή.
Θ’ αγαπώ τους αδελφούς μου. Δεν είναι παιδιάστικες υποσχέσεις, ούτε ελπίδες μάταιες να ξεφύγω από τα γηρατειά και το θάνατο.
Απ’ το Θεό αντλώ τη δύναμή μου και δοξάζω το Θεό.

***

Η ανία δεν θα’ ναι πια ο έρωτάς μου.
Λύσσες, τρέλες, ασωτείες- εγνώρισα κάθε ακμή και παρακμή τους- ολάκερο το φορτίο μου αφήνω χάμω.
Ας αναμετρήσουμε, νηφάλιοι, την έκταση της αθωότητάς μου.
Δεν θέλω πια να εκλιπαρώ βίτσες για παρηγοριές.
Μήτε κ’ έχω σκοπό να σαλπάρω για το ταξίδι του γάμου με τον Ιησού- Χριστό πεθερό μου.
Δεν είμαι πια δέσμιος της λογικής μου.
Είπα: Θεός. Θέλω ελευθερία μες στη σωτηρία.
Πώς να τη βρω; Ρηχά γούστα τα παράτησα.
Μήτε πλέον ανάγκη για αφοσίωση ή θεία αγάπη.
Ούτε νοσταλγίες για την εποχή των τρυφερών υπάρξεων.
Ο κάθε ένας με την δική του λογική, ειρωνεία και συμπάθεια: κρατώ τη θέση μου στην κορυφή αυτής της αγγελικής κλίμακας του ορθολογισμού. Όσο για την καθιερωμένη ευτυχία, οικογενειακή είτε… όχι, δεν αντέχω.
Έχω οργιάσει πάρα πολύ, πάρα πολύ εξασθενίσει. Με το μόχθο καρπίζει η ζωή, πλατειασμός της κακιάς ώρας!
Εμένα η ζωή μου δεν είναι πεδικλωμένη, πετάει και πλέει μακριά, αντίπερα από κάθε πράξη, αυτή την αγαπητή βολή του κόσμου.
Τι γεροντοκόρη είμαι να μου λείπει το θάρρος να αγαπήσω το θάνατο.
Αν ο Θεός με οδηγούσε στην άπειρη γαλήνη, στην παντοτεινήν αιθρία, στην προσευχή- σαν τους Αγίους μιας εποχής αλλοτινής- Άγιοι, αυτοί είναι παντοδύναμοι! Αποδημητές και καλλιτέχνες έτσι καθώς είναι, κανείς δεν τους χρειάζεται. Φάρσα δίχως τέλος; Με κάνει να κλαίω η αθωότητά μου.
Φάρσα είναι η ζωή κι όλοι παίζουμε τον ρόλο του πρωταγωνιστή.

***

Αρκετά: Να η τιμωρία.- Εμπρός, βάδην.
Αχ! Τα πλεμόνια μου καίγονται, σφαδάζουν τα μηνίγγια μου. Διαμέσου του ήλιου περνάει η νύχτα μες στα μάτια μου: Καρδιά… Μέλη… Πού βαδίζουμε; Στη μάχη; Είμαι άπραγος. Οι άλλοι προχωρούν. Όπλα, σύνεργα… χρόνος!...
Φωτιά! Φωτιά πάνωθέ μου. Εδώ! Ή να παραδοθώ: δειλοί:- Θ’ αυτοκτονήσω! Θα ριχτώ στα πέλματα των αλόγων! Αχ… Θα μου γίνει συνήθεια.
Τέτοια θα’ ναι η γαλλική ενατένιση της ζωής, το μονοπάτι της τιμής!