Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

ΑΝΤΙΘΕΣΗ (1)


Σκέφτηκα να αναρτήσω μια προσπάθεια για θεατρικό, που είχα κάνει πριν λίγα χρόνια.
Δεν είναι κάτι σπουδαίο αλλά θέλησα να το μοιραστώ.
Θα το αναρτήσω όπως ήταν χωρίς καμία προσθήκη ή αφαίρεση. 
Σχόλια, επισημάνσεις, κριτική, όλα καλοδεχούμενα και απαραίτητα.
H υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα σύγχρονο διαμέρισμα κεντρικής αθηναϊκής συνοικίας.
Ήρωες
Γιώργος: ο σύζυγος
Μαρία: η σύζυγος
Μίρκα: η φίλη

Καλοκαίρι κι η Αθήνα βράζει. Είναι αργά το απόγευμα. Η Μαρία φορώντας μόνο τα εσώρουχά της, έχει κάτσει αναπαυτικά στον αγαπημένο της καναπέ πίνοντας καφέ και χαζεύοντας κάτι αδιάφορο στην τηλεόραση. Η μπαλκονόπορτα είναι ορθάνοιχτη
δίνοντας το ρυθμό της πόλης. Εδώ και έξι μήνες δεν έχει δουλειά και απολαμβάνει την ελευθερία της. Σιγομουρμουρίζει ακατάληπτες λέξεις· μοιάζουν με μάγια, με κατάρες, με προσευχές σε κάποιον θεό.
O Γιώργος είναι αρκετές ώρες στη δουλειά και πεινάει σαν λύκος· θα μπορούσε να βρει τον παράδεισο του σε μια μακαρονάδα και μια σαλάτα. Μόλις έχει φτάσει και παρκάρει το αμάξι του. Αν και νηστικός ανεβαίνει τα σκαλοπάτια τρέχοντας και ανοίγει την πόρτα τόσο απότομα, που σχεδόν την γκρεμίζει.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Γιώργος: Γεια σου μωρό μου, τι γίνεται;
Μαρία: (Εκνευρισμένη από την διακοπή της ησυχίας της) Γεια χαρά, το βλέπεις για κατεδάφιση το σπίτι;
Γιώργος: (Κοιτάζει αφηρημένα αλλού ξεκουμπώνοντας την γραβάτα και βγάζοντας το σακάκι) Πάντα υπερβολική ρε αγάπη, χαλάρωσε λίγο, χαλάρωσε… απλά πεινάω πολύ, δεν έφαγα σήμερα τίποτα στο γραφείο και… καταλαβαίνεις. Για πες μου εσύ πως πέρασες τη μέρα σου, είχες βγει;
Μαρία: (Aδιάφορα) Όχι, εδώ ήμουν όλη μέρα και χαλάρωνα.
Γιώργος: (κάτι έχει βρει και τρώει στο ψυγείο) Εδώ ήσουν; Τότε γιατί δεν απαντούσες στο τηλέφωνο; Πήρα πέντ' έξι φορές και... (κοντοστέκεται και την παρατηρεί με γουρλωμένα μάτια) καλά ρε παιδί μου, κάθεσαι χύμα με την κυλότα και η μπαλκονόπορτα είναι ανοικτή; Είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές; (Τραβάει την κουρτίνα)
Μαρία: Δε μου ήταν εύκολο.
Γιώργος: Τι δε σου ήταν εύκολο, να είσαι με την κυλότα;
Μαρία: Όχι βρε αγόρι μου να είμαι με την κυλότα. Απλά, μου ήταν δύσκολο να σηκώσω το ακουστικό. Βαριόμουνα.
Γιώργος: Βαριόσουνα… μάλιστα. Μήπως τυχόν, λέω μήπως τυχόν, βαρέθηκες να μαγειρέψεις κιόλας;
Μαρία: Ναι, ναι!! Που το κατάλαβες ρε Γιωργάκη; Μπράβο το αγόρι μου, πουλιά στον αέρα ο Γιωργάκης παιδιά... τι τυχερή γυναίκα που είμαι!
Γιώργος: (φωνάζει) Δηλαδή δεν έχει τίποτα να φάμε εδώ μέσα;
Μαρία: (ήρεμη) Αν έχεις νεύρα δε θα την πληρώσω εγώ. Δέχομαι να πληρώσω μόνο ό,τι μου αναλογεί.
Γιώργος: Εντάξει, με το φαγητό θα την βρω την άκρη. Άλλωστε τόσες πιτσαρίες υπάρχουνε. Πες μου τώρα να καταλάβω κάτι: γιατί το σπίτι είναι σκέτο μπουρδέλο και εσύ όλη μέρα κάθεσαι ολόγυμνη σα να μην τρέχει τίποτα;
Μαρία: Καταρχήν δεν κάθομαι ολόγυμνη, φοράω τα εσώρουχά μου. Κατά δεύτερον στο εξήγησα και πριν, βαριόμουνα… έτσι απλά. Αφού όμως γυρεύεις επίσημη απάντηση και παριστάνεις τον μπάτσο, (φτύνει τον κόρφο της) έχω έτοιμη για σένα μία: Το σπίτι είναι σπίτι και εγώ είμαι άνθρωπος που θέλει να ζήσει χωρίς περιττές σκοτούρες.
Γιώργος: Μα μόνο γουρούνι μπορεί να ζήσει εδώ μέσα και θες να λέγεσαι άνθρωπος;
Μαρία: Εγώ είμαι άνθρωπος. Για σένα το άφησα έτσι. οποθετεί αναπαυτικά τα πόδια της στο τραπεζάκι) 
Γιώργος: Δηλαδή; Και κατέβασε τα πόδια σου. Στο έχω πει χίλιες φορές, το 'χω χρυσοπληρώσει. Σεβάσου κάποτε κάτι…
Μαρία: (τον αγνοεί κουνώντας επιδεικτικά τα δάχτυλα των ποδιών της) Είναι πολύ απλό. Αν αντιστρέψεις τους ρόλους, θα καταλάβεις ότι εσύ είσαι το γουρούνι που το ανέχεσαι και εγώ ο άνθρωπος. Eπιλέγω το μπουρδέλο αντί για το σπίτι και μάλιστα επιβάλω την άποψή μου. Α και κάτι άλλο. Στα μπουρδέλα δεν τρώνε, μόνο πηδάνε και μάλιστα με το ρολόϊ στο χέρι.
Γιώργος: Νηστικό αρκούδι δε χορεύει, δε το ξέρεις;
Μαρία: Όχι και πολύ έξυπνη απάντηση, περίμενα κάτι καλύτερο από 'σένα. Σημασία πάντως έχει ότι έχω μπερδευτεί μαζί σου και φταις εσύ για αυτό.
Γιώργος: Ξέρεις κάτι; Δεν έχω καμία όρεξη για τέτοια.
Μαρία: (συνεχίζει σαν να μην έχει ακούσει) Εκεί που σε είχα για γουρούνι παρουσιάζεσαι σαν αρκούδα και το χειρότερο για σένα είναι, ότι τελικά έρχεσαι στα λόγια μου: δεν είσαι άνθρωπος. Αφού λοιπόν εδώ μέσα είναι μπουρδέλο, ή την τσατσά θα κάνω ή την πουτάνα.
Γιώργος: (σπρώχνει τα πόδια της από το τραπέζι) Μα τι λες, είσαι εντελώς άρρωστη;
Μαρία: Μπορεί μωρό, μπορεί, όμως μ' αγαπάς και μην ξεχνάς: οι άρρωστοι χρειάζονται περισσότερο την βοήθειά μας από τους υγιείς.
Γιώργος: Συμφωνώ, αλλά εγώ δεν είμαι γιατρός. Και να ήμουν πάντως, θα έκρινα την περίπτωση σου ανίατη… και κάτι ακόμα: Το "μωρό" κόφτο ή συνόδευέ το με κτητική αντωνυμία, αλλιώς βρες κάτι άλλο. Κατάλαβες;
Μαρία: Όπαααα… (κάνει μια χορευτική φιγούρα ζεϊμπέκικου χτυπώντας τα δάχτυλά της στο ρυθμό) ο Γιωργάκης αγρίεψε. Αυτό είναι, έτσι σε θέλω, άντρακλα σε γουστάρω, όχι προϊστάμενο του γλυκού νερού και μαλακίες. Όχι Παναγία μου σαν αυτούς τους ξενέρωτους που συναντιόμαστε τα σαββατόβραδα και στη μισή ώρα πέφτω πάνω στον ώμο σου από βαρεμάρα. Αυτό που είδα τώρα είναι ο άντρας που θέλω να βλέπω κάθε μέρα. Μπορείς να το δουλέψεις λίγο; Μ' αρέσει. Μ' ερεθίζει.
Γιώργος: Τι έχεις πάθει ρε παιδάκι μου σήμερα; Έρχομαι στο σπίτι και είναι όλα ακατάστατα, εσύ είσαι σχεδόν γυμνή και τα αλλοδαπά απ' το απέναντι μπαλκόνι έχουν χαζέψει με το θέαμα, δηλαδή μόνο που δεν…
Μαρία: Μόνο που δεν… πες το, πες το, μη μου το κόβεις τώρα.
Γιώργος: Φαγητό δεν υπάρχει ούτε για δείγμα και τώρα μου τη λες και για τη δουλειά μου; Ξέρεις, ήμουνα δέκα ώρες εκεί και εξαντλείται η υπομονή μου.
Μαρία: Περίεργη υπομονή η δικιά σου, άντεξε δέκα ώρες και τη χάνεις σε ένα τέταρτο; Ψυχραιμία μωρό, (τονίζει το "μωρό") ψυχραιμία. Εγώ δεν μίλησα για τη δουλειά σου. Για τους συναδέλφους σου μίλησα, που νομίζουν ότι επειδή έχουν μια θέση πρέπει όλοι να τους προσκυνάμε. Τώρα, αν θες να μιλήσουμε για τη δουλειά σου, αυτό είναι άλλο κεφάλαιο και δεν έχω πρόβλημα να τ' ανοίξουμε.
Γιώργος: Ωραία, δεν είναι Γιάννης είναι Γιαννάκης, κοροϊδευόμαστε τώρα;
Μαρία: Ούτε Γιάννης είναι, ούτε Σάκης. Είναι η αλήθεια κι η αλήθεια πονάει η άτιμη, τι να κάνουμε;
Γιώργος: Ποια αλήθεια; Τι συμβαίνει ρε παιδί μου, τι σε απασχολεί; Είναι που από τότε που έφυγες από εκείνο το μαλάκα δεν έχεις βρει δουλειά; Είναι που δεν έχουμε προλάβει να συζητήσουμε το θέμα του παιδιού; Είναι το δάνειο του σπιτιού; Τι διάολο είναι;
Μαρία: Όχι, όχι… δεν ξέρω πώς να στο πω για να το καταλάβεις. Είναι όλα αυτά, αλλά όλα αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στα άλλα, γιατί τα άλλα είναι που κάνουν τη διαφορά.
Γιώργος: (με την άκρη του ματιού του γλυκοκοιτάζει ένα κατάλογο πιτσαρίας) Ποια είναι αυτά και ποια είναι τα άλλα;
Μαρία: (με καρφωμένο το βλέμμα στο ταβάνι) Αυτά είναι τα καθημερινά και άλλα είναι αυτά που ξεφεύγουν από το οπτικό μας πεδίο και δημιουργούν το κενό. Έχεις νιώσει ποτέ κενό;
Γιώργος: (χαμογελάει) Κενό ε; Δεν ξέρω αν είναι αυτό που σκέφτεσαι, αλλά νιώθω ένα κενό στο στομάχι και αν δεν το γεμίσω σύντομα… (γυρνάει την πλάτη του και επικεντρώνεται στον κατάλογο) αλήθεια, εσύ τι έφαγες σήμερα;
Μαρία: Είναι ο Θεός, αυτό είναι. Αυτός που τα έφτιαξε όλα αυτά και δεν σκέφτηκε μια έξοδο διαφυγής. Θα μου πεις Θεός είναι και κάνει ό,τι γουστάρει, μα και εγώ αυτό λέω. Γιατί δηλαδή γουστάρει το ένα και δε γουστάρει το άλλο; Γιατί σε βάζει στο παιχνίδι όποτε θέλει και ποιος τελικά είναι ο ρόλος του;
Γιώργος: Ποιος Θεός και μαλακίες! Ποιος έχασε τον Θεό για να τον βρεις εσύ; Μια ζωή άθεη ήσουν… τι λέει ρε παιδιά, θα μας τρελάνει! Θα μου πεις τώρα τι έφαγες ή να αρχίσω να ανησυχώ; (σχηματίζει έναν αριθμό στο τηλέφωνο)
Μαρία: Γιώργο…
Γιώργος: (στην άλλη άκρη της γραμμής η πιτσαρία) Ναι, ναι, Γιώργος Σκλαβίδης, σωστά. Γαλλικής Επαναστάσεως 35, Πατήσια. Λοιπόν, θέλω μια πίτσα σπέσιαλ χωρίς μανιτάρια, μια… εεε μισό λεπτάκι… Μαρία έχει καμιά παγωμένη μπύρα στο ψυγείο; (εκείνη δεν απαντά) Καλά άστο, με ακούτε; επίσης μια μπύρα και μια χωριάτικη. Στις οκτώμιση είπατε; μα γιατί τόσο αργά; Δεν σας άκουσα… αααα μάλιστα, εντάξει σας ευχαριστώ πολύ. (κλείνει το τηλέφωνο εκνευρισμένος) Γαμώτο, είχα ξεχάσει ότι έχει μπάλα σήμερα. Από την άλλη όμως δεν τρέχει και τίποτα. Άλλωστε υπάρχει καλύτερος συνδυασμός; μπάλα, πίτσα και μπύρα… πω, πω, πω, θα δεις και εσύ μαζί μου;
Μαρία: Ξέρεις τι όνειρο είδα;
Γιώργος: (χαϊδεύει την κοιλιά του) Εγώ τώρα ονειρεύομαι…
Μαρία: (ανέκφραστη) Είδα ότι έπεσα από ένα αεροπλάνο, ενώ βρισκόμουν στα δέκα χιλιάδες πόδια. Ήμουν γυμνή και το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά το περίεργο είναι ότι η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ένιωσα ηλίθια ευάλωτη γιατί νόμιζα πως ήμουν άνθρωπος ενώ στην πραγματικότητα ήμουν πουλί. Όσο έπεφτα προς τη γη έσβηνε και το φως του ήλιου μαζί μου με την ίδια ένταση, με την ίδια συχνότητα, λες και έπαιρνε τη δύναμη του από εμένα. Ήταν όλα συγχρονισμένα με την πτώση μου, ο ήλιος, η φύση, εγώ η ίδια. Όταν έφτασα στο έδαφος είχα γεράσει, υπήρχε μόνο σκοτάδι. Τα φτερά μου ξαφνικά πλήγιασαν και έπεσαν. Άρχισα να έρπω, βρήκα μια τρύπα και χώθηκα μέσα. Ήμουν πια φίδι. Μέσα στην ζεστασιά της τυχαίας φωλιάς μου το φολιδωτό μου δέρμα άρχισε να σκίζεται παντού ενώ από μέσα μου ξεχύθηκε προς τη ζωή ένα μεγάλο αυγό· το αυγό του φιδιού που λένε. (κλείνει το μάτι με νόημα) Άρχισε σιγά-σιγά να ξεπροβάλλει μέσα από βλεννώδες σαν κόλλα υγρό ένα φιδίσιο κεφάλι με ανθρώπινα χαρακτηριστικά... περίεργο για φίδι ε; (τον κοιτάει στα μάτια ενώ εκείνος μορφάζει με αηδία) Ήξερα στο όνειρό μου, ότι εσύ ήσουν ο πατέρας και μη με ρωτήσεις πώς. Τα όνειρα δεν τρέφονται με περιορισμούς και κοινές λογικές, δεν είναι επαγγελματικές συναντήσεις ούτε χτίζουν προφίλ. Υπάρχουν σε μια δεξαμενή του μυαλού και περιμένουν. Δεν μπορούσα να διακρίνω αν μου θύμιζε κάτι αυτό το κεφάλι πάρα μόνο όταν το ανθρωπόμορφο φίδι έβγαλε φτερά και πέταξε προς τον ουρανό…
Γιώργος: (ειρωνικά) Συγνώμη που διακόπτω τη γλαφυρή σου διήγηση αλλά εδώ έχει πολύ ζουμί η υπόθεση. Ας ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν: Εσύ ένιωθες άνθρωπος, ενώ ήσουν πουλί. Μετά έγινες φίδι και γέννησες λέει ένα αυγό, που πέταξε στον ουρανό σαν φίδι αλλά με ανθρώπινο πρόσωπο. Τώρα καταλαβαίνω γιατί σήμερα δεν έκανες απολύτως τίποτα… πολλές μεταμορφώσεις για έξι ώρες ύπνου.
Μαρία: Όσο το φίδι ανέβαινε προς τον ουρανό, το φως του ήλιου ξαναερχόταν στη γη και εγώ έψαχνα με ανυπομονησία να δω τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά ενός έτσι και αλλιώς παράξενου πλάσματος… και τελικά μάντεψε.
Γιώργος: διάφορα ενώ κοιτάζει το ρολόϊ του) Τι να μαντέψω;
Μαρία: Αναγνώρισα το πρόσωπο του πλάσματος, το πρόσωπο του παιδιού μου.
Γιώργος: (με ανακούφιση) Επιτέλους, νόμιζα ότι θα κράταγε χρόνια αυτό το όνειρο. Δε μου λες και μένα τώρα;
Μαρία: Ήταν η Μίρκα.
Γιώργος: Η Μίρκα… μάλιστα, ποια Μίρκα;
Μαρία: Δε τη θυμάσαι τη Μίρκα;
Γιώργος: Όχι, ποια είναι αυτή η Μίρκα που πρέπει να τη θυμάμαι κιόλας;
Μαρία: Αχ βρε μωρό ξεχασιάρης που είσαι, θα σε μαλώσω. Άκου, άκου. Θυμάσαι που πρόπερσι είχαμε γιορτάσει την επέτειο του γάμου μας σ' ένα απ' αυτά τα κυριλέ (τονίζει τη λέξη με αηδία) εστιατόρια του Κολωνακίου;
Γιώργος: Ναι, αυτό το θυμάμαι.
Μαρία: Ε, δε θυμάσαι που βγαίνοντας από το μαγαζί είχαμε συναντήσει μια κοπέλα... ήμασταν συμφοιτήτριες στο πανεπιστήμιο.
Γιώργος: Δε θυμάμαι αλλά να υποθέσω ότι ήταν η Μίρκα;
Μαρία: Έλα ρε Γιωργάκη που δε θυμάσαι κιόλας! Από τη στιγμή που σας σύστησα, τα μάτια σου είχαν κολλήσει πάνω της.
Είχες μείνει ηλίθια έκπληκτος με το αβυσσαλέο ντεκολτέ της και στο δρόμο για το σπίτι ήσουν εντελώς χαμένος.
Τρείς φορές πήγαμε να τρακάρουμε. Θυμάσαι τίποτα τώρα;
Γιώργος: Όχι.
Μαρία: Πάντως απορώ πως γίνεται να θυμάσαι το πού πήγαμε και να ξεχνάς τη Μίρκα. Η υπομονή σου και η μνήμη σου μ' έχουν εντυπωσιάσει σήμερα.
Γιώργος: Γενικά το' χω αυτό: είμαι εντυπωσιακός τύπος.
Μαρία: Αυτό έχεις να πεις;
Γιώργος: Ναι ρε Μαρία, περίμενες κάτι άλλο; Ούτε γητευτής φιδιών είμαι, ούτε κυνηγός για να ξέρω από πουλιά. Στο κάτω-κάτω δεν καταλαβαίνω που κολλάει αυτή η Μίρκα στην κουβέντα μας.
Μαρία: Αααα, ώστε δεν καταλαβαίνεις.
Γιώργος: Ε όχι δεν καταλαβαίνω, θες να μου εξηγήσεις;
Μαρία: Τώρα πρέπει να το παραδεχτείς ότι με προκαλείς. Αφού λοιπόν θες εξηγήσεις, θα στις δώσω. Είσαι έτοιμος;
Γιώργος: Κοίτα, πες που θες να καταλήξεις γιατί πεθαίνω της πείνας.
Μαρία: Θα σου μιλήσω λοιπόν για ποιο βασικό λόγο σε παντρεύτηκα.
Γιώργος: Ρε γαμώτο, τι είναι αυτό πάλι; Γιατί πετάγεσαι απ' το ένα θέμα στο άλλο;
Μαρία: Έτσι φαίνεται, αλλά πίστεψέ με δεν είναι. Ένα από τα αγαπημένα μου σε 'σένα ξέρεις ποιο είναι;
Γιώργος: Λέγε μήπως ξεμπερδεύουμε...
Μαρία: Όταν στριμώχνεσαι, το μόνο που ξέρεις να κάνεις είναι τον εντελώς χαζό… αυτό με ερεθίζει πολύ και ξέρεις γιατί; άσε με να σου πω. Με καυλώνει, γιατί πάντα μου ερχόταν να αγκαλιάσω και να προφυλάξω αυτούς που νόμιζα χαζούς. Όταν ήμουν στο σχολείο κυνηγούσα τα παιδιά που τους κορόϊδευαν, έφηβη έκανα σχέση μαζί τους γιατί μου έκαναν τα χατίρια ενώ εγώ το 'παιζα αφεντικό και όταν… τελικά ξέρεις τι κατάφερα; (κάνει αργά το ημικύκλιο του σώματός του και έρχεται μπροστά του) Δεν έχει ενδιαφέρον να αφήνεις αναπάντητες τις ερωτήσεις μου. (ξανακάθεται στον καναπέ και βάζει τα πόδια της στο τραπεζάκι) Θα σου πω λοιπόν τι κατάφερα αλλά δεν θέλω να το πεις πουθενά και να μας συζητάνε, σύμφωνοι; Κατάφερα να παντρευτώ έναν χαζό. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό για μένα, έτσι; Είχα και έχω μια σταθερή πορεία στις σχέσεις μου. Άρχισα με χαζούς και ολοκλήρωσα- δόξα τω θεώ -με κάποιον, που το κεφάλι του προορίζεται για ελάχιστες λειτουργίες και απ΄ ό,τι φαίνεται όχι για να σκέφτεται.
Γιώργος: Αν κατάλαβα καλά με λες χαζό;
Μαρία: Είδες που έχω δίκιο; Απ' ό,τι είπα μέχρι τώρα, το μόνο που συγκράτησες είναι η βεβαιότητα μου ότι είσαι χαζός. Ειλικρινά πες μου: Πιστεύεις ότι αυτό δείχνει ευφυή άνθρωπο;
Γιώργος: Κοίτα, δεν θα κάτσω να ακούσω άλλες βλακείες. Πάω να κάνω ένα ντουσάκι , να χαλαρώσω λίγο.
Μαρία: Καλά, δεν εκπλήσσομαι, έτσι κι αλλιώς εσύ πάντα τον εαυτό σου κοίταζες. Τώρα θα αλλάξεις;
Γιώργος: Μα τι θες από μένα; Ακόμα και να κάνω μπάνιο σε πειράζει; Την κούραση και την πείνα μου δεν τις σέβεσαι. Σεβάσου τουλάχιστον ότι τρέχω όλη μέρα σαν το μαλάκα και νιώθω βρώμικος. Έσταζα στη δουλειά από τον ιδρώτα, τα ρούχα κολλούσαν πάνω μου, δεν έχω δικαίωμα να κάνω ένα μπάνιο;
Μαρία: Μη μου πεις ότι δεν ξέρεις για ποιο λόγο κολλάγανε τα ρούχα πάνω σου!
Γιώργος: Άσε με ρε Μαρία, που όλη μέρα κάθεσαι και βγάζεις θεωρίες του κώλου. Πήγαινε εσύ να τραβιέσαι σαν λάστιχο και μετά έλα να μου πεις αν θα έχεις όρεξη για μαλακίες.
Μαρία: Που τραβιέσαι ρε, που τραβιέσαι; Πουθενά δεν τραβιέσαι. Το μόνο που κάνεις είναι να σέρνεσαι στα γραφεία των διευθυντών και να γυρεύεις προαγωγή. Είναι κουραστικό, το ξέρω, αλλά μην παραπονιέσαι κιόλας. Για τον εαυτούλη σου δουλεύεις... μωρό.
Γιώργος: Πάω για μπάνιο. Αν τυχόν χτυπήσει το κουδούνι θα είναι από την πιτσαρία, έχω λεφτά στο πορτοφόλι. Και στο ξανάπα: το "μωρό" κόφτο.
Μαρία: Καλό μπάνιο και όταν ξανάρθεις στην παρέα μου, κοίτα να έχεις καθαρίσει και τη μνήμη σου. Έχουμε πολλά να πούμε απόψε.
Γιώργος: Καλά… τραγούδα. (πηγαίνει προς το μπάνιο. Η Μαρία τον ακολουθεί κατά πόδας σφυρίζοντας κάποιο σκοπό)

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ...


Η ανάποδη όψη ενός μυθικού τέρατος
και το ξεμάτιασμα της μάνας μου,
δύο όψεις ενός νομίσματος
που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω αν είναι πλαστό.

Οι νέοι δρόμοι που περπατήσαμε δεν ήταν καινούργιοι
τους περπατήσαμε με άλλο τρόπο, τρέχοντας.
Αυτό ήταν κάτι καινούργιο.

Τα λουστρίνια μου έγιναν χώμα και νερό
η μάνα φώναζε πως είναι αργά για το δρόμο... "μόλις χθες παπουτσώθηκες" είπε.

Ήμουν ήδη μακριά όταν άκουγα τη φωνή της, σαν διαθήκη έμοιαζε.
Ζεστή φωνή, με καύκαλο και κλάμα, ξενυχτισμένη, ακούραστη
από εκείνες που σου μένουν, που δε φεύγουν έτσι εύκολα
που τις αποζητάς, ψάχνοντας ό,τι σε δένει με αυτόν τον κόσμο...

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

ΑΝΑΓΚΗ...


- Αν είχες δύο, θα μου έδινες το ένα ή θα τα κράταγες και τα δύο για σένα;
- Αν είχα δύο, θα έψαχνα να βρω και για σένα άλλα δύο. 
  Δε θέλω να με έχεις ανάγκη.Θέλω να΄ μαστε ίσοι.
- Τσαντίστηκες;
- Απλά δε το περίμενα..
- Τι;
- Κοίτα εκεί στον ουρανό!
- Ε τι;
- Τώρα γύρνα τα μάτια σου προς τη γη.
- Τι να δω;
- Ό,τι σου ζήτησα ...