Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Αλλά...

Σε αγαπάω, σε θέλω, αλλά...
Θέλω να προσπαθήσω, ναι, το θέλω, αλλά...
Ξέρω πόσο σημαντικό είναι για 'σένα αυτό και θέλω πολύ να σε καταλάβω, αλλά...

Κάποτε ήμουν κι εγώ πρόσφυγας, ήμουν μετανάστης, και τους καταλαβαίνω, αλλά...
Τόσα χρόνια πέρασαν χωρίς νόημα, αλλά τί να κάνεις, έτσι είναι αυτά...
Όταν ήμουν μικρός, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μεγάλωνα, αλλά...
Κάποτε ήμουν άτρωτος ή έτσι ένιωθα μάλλον, αλλά τώρα...

Θέλω να το παλέψω, αλλά...
Μέ έχει καταπιεί το αλκοόλ, αλλά...
Το τσιγάρο είναι ό,τι απέμεινε...
Δεν φοβάμαι τίποτα, αλλά γιατί τρέμω τις νύχτες;
Mπάζουν οι ιδέες, αλλά κουράστηκα να τους φτιάχνω στεγανά, και άλλα στεγανά.
Θέλω να βοηθήσω κάθε αδύναμο, αλλά...

Θέλω να χωθώ μέσα σου, αλλά...
Το ξέρω, θες κι εσύ, αλλά...
Όπως ήθελες κι όλα τα υπόλοιπα
αυτά που ξέμειναν από όλα τα υπόλοιπα "αλλά"...

Ξέρω, ξέρω
τίποτα δεν είναι δύσκολο όταν κάποιος θέλει, αλλά...

Ένα "αλλά" θα στέκεται εκεί ανάμεσα
κάτι σαν φόρος τιμής στα μεγάλα λόγια ανύπαρκτων πράξεων.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Στην Άγνωστη

Aυτό που με εντυπωσίασε από την πρώτη φορά ήταν το βάθος του φιλιού σου.
Ήταν σαν να έκανα μακροβούτι σε καυτή θάλασσα Αυγούστου.
Τόσο αλμυρή γεύση και τέτοιο βάθος που είχε, νόμιζα ότι θα πνιγώ μέσα του και κανείς δεν θα άκουγε τις φωνές μου.
Είχα την ελπίδα ότι δεν είχες ξαναφιλήσει ποτέ κανέναν έτσι.
Μα κι αλλιώς να ήταν, το είχα πάρει απόφαση ότι δεν με πείραζε.
Άλλωστε τέτοια φιλιά πρέπει να τα δίνουμε σε όλους, ακόμα και σε αυτούς που περνάνε μαζί μας κάποιες βραδυνές ώρες μόνο.

Το ήξερα ότι με ήθελες.
Το καταλάβαινα από τον τρόπο που με κοίταζες όταν ήμασταν αγκαλιά, το έβλεπα στη σύσπαση του χιονισμένου λαιμού σου όταν τον φιλούσα, το άγγιζα με τη γλώσσα μου όταν ακουμπούσε την πεταγμένη σου κλειτορίδα, που τη ρουφούσα μαζί με τα χείλη της και την ταλαιπωρούσα μέσα στο στόμα μου.
Όταν μου έλεγες ότι πονούσες, σταματούσα και φιλούσα τα στήθη σου.
Μα κι εκεί, πάλι λάθος έκανα, γιατί δεν μπορούσα να αντισταθώ σε αυτές τις όμορφες θηλές και τις υψωμένες σαν λάβαρα ρώγες τους και ζητούσα να τις ξεριζώσω και να τις έχω για πάντα μέσα στο στόμα μου και πάλι σε πονούσα και πάλι διαμαρτυρόσουν και τότε χασκογελούσαμε με χαρά και ηδονή.
Μα κι εγώ σε ήθελα.
Tο ξέρεις, κι αν τυχόν δεν το είχες καταλάβει στο λέω τώρα.
Ναι, σε ήθελα, όχι με τον δικό σου τρόπο ούτε με τα δικά σου λόγια ούτε με τα βλέμματα όλων των άλλων ανθρώπων, που μπορεί να σε κοιτούσαν.
Σε ήθελα όπως ο καθημερινός θάνατος ρουφάει το μεδούλι της ζωής, σε ήθελα για όλα αυτά που είχες, μα ακόμα περισσότερο σε ήθελα γιατί μέσα στις αδυναμίες σου αντίκριζα τον εαυτό μου ξεκάθαρα, γυμνό και πονεμένο, έβλεπα τις άκρες του κόσμου στα μάτια σου και δάκρυζαν τα χέρια μου, έπεφταν στο πάτωμα και σαν ικέτες σέρνονταν προς τα χείλη σου.
Το ξέρω, δε στα είπα ποτέ όλα αυτά.
Μα τι σημασία έχει;
Σημασία έχει ότι σε γνώρισα.
Έτσι δεν είναι;

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Είμαστε(;)

Εκείνες οι πορείες προς το φως
μέσα στο σκοτάδι έγιναν.

Κι εκείνα τα φιλιά που λαμποκοπούσαν
μέσα στο σκοτάδι υψώθηκαν.

Όσα χτύπησαν σε τοίχους ενοχών
μέσα στο κεφάλι ενταφιάστηκαν
κι έκαναν τα κρανία, τόπους εμμονών.  

Κι όσες πεδιάδες από μακριά κοιτάζαμε
μέσα στη ζάλη των αστεροειδών
κλειστές κι υγρές σοφίτες αποδείχτηκαν.

Δεν συμφωνούν τα μέσα
μα ούτε κι οι σκοποί
κι ο στόχος ξεμακραίνει.

Κι όμως είμαστε εκεί
επιμένοντας
στο σκοτάδι 
ανιχνεύοντας φως και νερό.

Απορείς;
Είμαστε φως που ερωτεύεται σκοτάδι.

Απορείς;
Άνοιξαν τα κλειστά περάσματα.

Μπορείς και ζεις;
Είναι που η ζωή θανατώνεται δίπλα μας.

Διασκεδάζεις;
Θα φταίνε οι κακοραμμένες πληγές μου.

Πεθαίνεις;
Το ξέρω: αβίωτη η καθημερινή συνθηκολόγηση.