Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Οι Κήποι Μας

Γραμμένο μαζί με τη Φίλη "Μιμόζα"

Μια μάζα από σάρκα και οστά,
παλεύεις να κρύψεις την ψυχή σου,
να μη την πληγώσουν, μη τη λερώσουν,
μη σαπίσει το σώμα και χάσει κι εκείνη το μέρος που φωλιάζει.
Βυθίζεται να μη βλέπει όλα όσα τα μάτια αντικρίζουν,
βρώμικα, ψεύτικα κι άλλοτε νοσηρά αγαπημένα.
Ξεχνά, δήθεν, τις ουλές από τ' αγκάθια των λουλουδιών
καθώς σεργιάνιζε στους ολάνθιστους κήπους.
Μα ήρθε η μέρα που τους ρήμαξαν κι αυτούς,
οι φίλοι που μεγάλωσαν απότομα και δε βρήκαν χρόνο να περάσουν.
Φίλε στο είχα πει, τα λουλούδια πονάνε όταν τα αγνοείς
φίλε θυμάσαι πως ρουφούσες το άρωμά τους 
και φώναζες "ποτέ δε θα ξεχάσω";
Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα,
θυμωμένος που δεν κατάλαβα τις έγνοιες σου, 
πέρασες στο απέναντι πεζοδρόμιο,
ουρλιάζοντας πως ο κόσμος άλλαξε;
Πικράθηκα μα δε με νοιάζει για εμένα,
σ' άκουσαν εκείνα φίλε και μαράθηκαν.
Μαράθηκαν γιατί έτρεχες να προλάβεις το εμπορικό.
Και οι εχθροί, που κάθε μέρα τον γεμίζουν σκουπίδια,
από εκείνα που ποτέ δε θα γίνουν ένα με το χώμα,
δε θα γίνουν λίπασμα για να τα βοηθήσουν να ανθίσουν.
Ολοένα και πληθαίνουν οι εχθροί,
καμιά φορά δυσκολεύεσαι να τους αναγνωρίσεις.
Θαρρείς πως είναι φίλοι και τους αφήνεις να περάσουν,
κι εκείνοι επειδή έτσι έμαθαν να κάνουν σφίγγουν τα χέρια
και κόβουν τα μπουμπούκια.
Τα μπουμπούκια ρε γαμώ το.
Οι φίλοι δεν έχουν χρόνο, οι εχθροί αντρειεύουν,
τα λουλούδια πια μαράθηκαν και τα μπουμπούκια κόπηκαν... 
Ένα παγκάκι, ένα δειλό κορμί
και η ψυχή σακατεμένη, θλιμμένη, μουδιασμένη.
Όμως στέκεται και σιγοκαίει τη φλόγα της και ακόμα δυναμώνει.
Κι εκείνοι οι φίλοι πέρασαν και χάθηκαν σε άλλους κήπους
και τα μπουμπούκια προσπαθούσαν την αναγέννησή τους.
Ήλιος, Άνεμος και το μαύρο της ψυχής μας.
Εκεί κατακάθησε το μυαλό να ξεκουραστεί.
Κάτω από τον ήλιο, χτυπώντας στα ίσια τον Άνεμο
δίνοντας στον ορίζοντα μια τελευταία ελπίδα ύπαρξης.
Ήλιος, Άνεμος κι η ψυχή του ολόγυμνη.
Κι αν τελειώσουν όλα, πάλι θα υπάρχει χρόνος.
Ώρες, παρακαλούν ικετευτικά την αιωνιότητα για λίγο παραπάνω μα εκείνη δεν επιθυμεί τίποτα άλλο από τον αιώνιο εαυτό της.

Aυτές υπακούν.

Και ο κήπος όσο περνάει ο Χρόνος ανθεί και πάλι.
Κι οι φίλοι, καινούργιοι φίλοι,
ανοίγουν το μυαλό μου και τοποθετούν καλώδια ελπίδας.
Ήλιος, Άνεμος κι η ψυχή τους ολόγυμνη.
Μα πού βρίσκονταν τόσα χρόνια αυτοί οι αληθινοί φίλοι;
Σε ποιους κήπους τριγυρνούσαν, ποιο άγιο χώμα πατούσαν;
Τα ίχνη τους ακούγονται από μακριά,
τα μάτια τους κλειστά
και μια διαρκής απορία σχηματισμένη στις ρυτίδες τους.
Δεν είναι χαρακιές εμπειρίας ούτε χρόνων.
Αυτές οι ρυτίδες είναι ανώριμες,
σε πρόσωπο μωρού βαλμένες
είναι χαρακιές που αλλάζουν στη στιγμή
που φοβούνται την ωριμότητα των μεγάλων.
Μα και η ψυχή φοβάται το μυαλό των μεγάλων του κόσμου.
Των μεγάλων του Θανάτου.
Των μεγάλων της Ζωής.
Μακάρι να ξανανθίσουν οι κήποι μας μέσα στην Οικουμένη τους.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Όμορφοι Αυτοί Οι Δρόμοι...

Γραμμένο μαζί με τη Φίλη "Μιμόζα"

Αν θέλεις να έρθεις θα σου κρατήσω μια θέση
στον ηλεκτρικό, κοντά στη δική μου.
Όχι πλάι μου, δε θέλω το μπράτσο σου να με αγγίζει
μα κάπου αντικριστά, τα μάτια σου να βλέπω.
Κάπου-κάπου θα μπαίνει κάποιος ανάμεσά μας,
κι εσύ με τρόμο θα κινείσαι, ψάχνοντας με,
μη τυχόν κατέβω, μη με χάσεις. 
Και σαν το πλήθος λιγοστεύει θα με κοιτάς,
εκλιπαρώντας στο πλάι μου, μια φορά να περπατήσεις.
Μα τότε θα πρέπει να σου πω πως τα μέρη όπου σεργιανίζω
είναι θλιμμένα, σκοτεινά, μυρίζουν δάκρυα και ούρα.

Όχι δε φοβάμαι -αν ρωτάς- μονάχα που καμιά φορά λυπάμαι
σαν σκέφτομαι κάτι μέρες παλιές, φωτεινές 
που μύριζαν βασιλικό, λεμονιά κι αγάπη.
Aυτές τις μέρες μη τις ξεχάσουμε ποτέ
μα να τις κρατάμε σαν το δικό μας μυστικό
και να πηγαίνουμε από πόρτα σε πόρτα το χαρμόσυνο μήνυμα:
Η θλίψη είναι ετοιμοθάνατη.
Η θλίψη πέθανε, δεν έχει θέση εδώ, δεν μπορεί να ριζώσει.
Η θλίψη δε μπορεί να μάς νικήσει
είναι δημιούργημά μας, είναι σάρκα μας
αλλά εμείς ξέρουμε πώς να την κάνουμε κι αυτή χαρούμενη μέσα μας.
Με φίλους άσπιλους και αμαρτωλούς
από αυτούς που παγώνουν στη θεά του πρώτου φωτός
και θερμαίνονται από τον ήχο μιας κιθάρας και της παιδικής μας φωνής.

Μην κάτσεις πλάι μου, στο είπα.
Είναι που θέλω να φωτίζομαι από τα μάτια σου
και να μπορώ να σε κοιτάω όπως τότε, θυμάσαι;
Κλέβαμε τους καρπούς του ήλιου και στολίζαμε τα μαλλιά μας
κάθε βόλτα μαζί σου ήταν μια ουτοπία, 
κάθε ματιά σου ένα ακόμα βήμα.
Ήθελες να περπατάμε στους βρώμικους δρόμους
γιατί ήταν δικοί μας.
Μη φοβάσαι, είναι ακόμα όμορφοι.
Τα δάκρυα, τα δάκρυά μας είναι τα πρώτα που χαράκτηκαν στα δέντρα τους, σε αυτούς τους δρόμους πρωτοένιωσα το χτύπο της καρδιάς σου.

Μη φοβάσαι, είναι ακόμα όμορφοι αυτοί οι δρόμοι.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Ένα Παιδί Μονάχο

Mια καρέκλα απέναντι στο φως του ήλιου και ένα παιδί μονάχο.
Εμείς σε έναν κόσμο από αιθάλη και μαύρη σκόνη.
Η καταστροφή δε θα έρθει μόνη της, μα ούτε από τον ουρανό.
Δεν υπάρχει κανείς εκεί.

Ένα λουλούδι που αντιστέκεται στον άνεμο της νύχτας.
Ένας σπόρος που μόλις έπεσε στη ρημαγμένη γη.
Ένα παιδί μονάχο του.
Ένας ταξιδευτής που μιλάει στα νερά.
Τα μολυσμένα νερά που μάς καταπνίγουν
πέφτουν στα χωράφια και ξανασηκώνονται σαν μαύρα σύννεφα.
Ένα παιδί μονάχο.

Ένα σκαθάρι που ξαναμπαίνει γρήγορα στο χώμα.
Μια γλάστρα πήλινη και ο ήλιος που την κοιτά κατάματα
νιώθει τον παλμό των βλαστών της και καρπίζει το χώμα της.
Μια ερημιά που ξεχειμωνιάζει μόνη της.
Και μια φωτογραφία σκισμένη στη μέση.

Βάλθηκα να σε ξαναδώ και βούτηξα σε ένα μεγάλο ποτάμι.
Με πέταξε στον ωκεανό, δεν ήταν κανείς.
Μόνο ένα παιδί μονάχο.
Κι ένας ταξιδευτής να μιλάει στον ουρανό.
Βρέχει στον μεγάλο ωκεανό.

Ένα φύλο που ξεμάκρυνε από το κλαδί
και έπεσε στον ουρανό ανοίγοντάς τον στα δύο.
Φάνηκε η ομορφιά σου μέσα εκεί.
Mια καρέκλα απέναντι στο φως του ήλιου και ένα παιδί μονάχο του.
Άσε να σκέφτομαι ότι θα είσαι εδώ
ότι θα σε δω να πέφτεις από το ουράνιο σχίσμα.
Ταξιδευτής μέσα στους Ταξιδευτές.
Παιδί μονάχο που ψάχνει για το φως που δε θα σβήσει ποτέ.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Αυτοί Που Καίγονται

Έλα όπως χθες, κατά τις δέκα, να δούμε αν μπορούμε να σκάψουμε για να βρούμε τα θεμέλια της ψυχής μας.
Ο Γιώργος δε θα είναι μαζί μας.
Μου είπε πως δεν έχει ψυχή πιά, ούτε κουράγιο να ακονίσει τα νύχια του σκάβοντας αισθήσεις ξεχασμένες.
Μην τον παρεξηγείς, νομίζει πως κατάφερε να ξεχάσει και φοβάται να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του.
Είναι μόνη της κι αυτή, μόνη να κινεί μια ολόκληρη μοναξιά.

Όταν φύγουμε από ‘κει, να περπατήσουμε πάνω στα σύρματα σαν αυτά τα πουλιά που περιμένουν να ξημερώσει, χωρίς άγχος, έξω από το χρόνο των αυτοκινήτων της νύχτας και των τρένων που πάντα βλέπαμε από μακριά.

Μην ανακατεύεις το μυαλό σου με σκέψεις, είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε όπως θέλουμε.

Στην πλατεία, εκεί θέλω να πάμε και να περιδιαβούμε τα παγκάκια και να φανταστούμε πόσοι άνθρωποι τα βρήκαν έρημα τέτοια ώρα με μόνα τα πουλιά του πρωινού να τους αγκαλιάζουν.
Και τον πρώτο περαστικό που θα συναντήσουμε να τον κεράσουμε το κατακάθι της ψυχής μας, μήπως και δει μέσα του αυτό που μάς καίει,

ό,τι δε μάς αφήνει να ησυχάσουμε.

Εγώ δεν κατάφερα να πάω μακριά, εσύ όμως κοίτα να μην αφεθείς στα βλέμματά τους, θα σε στυλώσουν στο κέντρο και θα σε θάψουν όπου βρουν.
Και αν σε υποδεχτούν τα πεζοδρόμια στα βήματά τους,

τόλμησε να περπατήσεις με όσους οι άλλοι αποφεύγουν.
Και τότε θα αντικρύσεις το πραγματικό πρόσωπο του κόσμου,

που κανείς δεν μπόρεσε να σκεφτεί ότι υπάρχει.
Η αποφυγή είναι σαν το θάνατο και αυτόν μόνο οι απόκληροι τον ξέρουν, όλοι αυτοί που καίγονται πάνω στην κόψη αυτού του κόσμου.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Μια Ημέρα

Τους είδες;
Τους είδες που κατέβαιναν τρέχοντας;
Σε ρωτάω.
Ούτε εσύ ξέρεις ούτε κανείς άλλος.
Μάλλον ήθελαν να αποφύγουν τη σύγκρουση με τον εαυτό τους.
Ίσως ήθελαν να τον προσπεράσουν, τώρα, σήμερα, που κάτι μπορεί να γίνει.
Αύριο θα είναι αργά.
Το σήμερα περνάει μπροστά τους κι εκείνοι δεν παίρνουν χαμπάρι.

Οι τα πάντα συγκρίνοντες απαγορεύουν τις συγκρίσεις.
Όσοι εμφυλιοπολεμούν με επαναφέρουν στην τάξη όταν προσπαθώ απλά να ψελλίσω τη γνώμη μου, γιατί λένε ότι αυτή είναι που ξυπνά τα πάθη.
Οι θρησκευόμενοι λένε ότι βρίζω τα θεία, εγώ που δεν έχω κάτι ιερό πέρα από τον Άνθρωπο, τί μπορούν να βρούν για να με βρίσουν;
Οι συνάδελφοι απλώς με παρατηρούν, δεν κουτσομπολεύουν.
Οι άλλοι έρχονται ενώ εγώ ακόμα πηγαίνω.
Ο πατέρας κι η μάνα πάντα θέλουν το καλό σου αδερφέ, γιατί εσύ ξέρεις μόνο το κακό σου.
Οι φίλοι έχουν ξεχυθεί να πέσουν στα ποτάμια για να μην κρεμαστούν.
Τα βρέφη θηλάζουν από τις θηλές της κοινωνίας και αρρωσταίνουν.
Τα τασάκια είναι γεμάτα, αλλά εγώ θυμάμαι πως ήθελα να το κόψω.
Τα ποτήρια- έχω δύο, πίνω κρασί και ούζο μαζί, αλλά πάντα ξεχωριστά- έγιναν ένα μπροστά στη φωτογραφία σου.
Το πικάπ παίζει ωραίες μουσικές και η βελόνα ράβει κάμποσες καινούργιες.
"Ο ανελκυστήρας δε λειτουργεί", πάλι με τις κυλιόμενες σκάλες πρέπει να πάω.
Ο φωταγωγός γεμάτος με τέρατα όμορφα, ωραίες φάτσες που χαμογελούν καθώς μου πετάνε φλόγες.
Ήταν να πάω μια βόλτα, το θυμάμαι, αλλά δε μπόρεσα να ντυθώ, είχα παραλύσει από τους σπασμούς της μεγαλούπολης.
Το αυτοκίνητο χάλασε και πού να πάω τώρα με τα πόδια;
Δεν έχω συνηθίσει τα καινούργια μου πέλματα. 
Αν ήσουν εδώ θα με βοηθούσες να συμπαρασταθώ σε όσους το ζητούν.
Αν ήμουν εκεί θα καταλάβαινες ότι κανένας κόσμος δεν μπορεί να με χωρέσει, ούτε εγώ μπορώ να υποκριθώ ότι χώρεσα κάποιον.
Οι αρχηγοί πετάνε συνθήματα που σκάνε στους ζεστούς δρόμους σαν βόμβες μολότωφ πάνω σε ακατέργαστους μπάτσους.
Η τηλεόραση παίζει ένα σίριαλ του συρμού κι εγώ δεν μπορώ να την κλείσω, δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου καν.

Θέλω να περπατήσω για να σου φέρω λίγο γάλα να ξεδιψάσεις, είσαι εκεί;
Η νύχτα αυτή με παίδεψε, την ένιωθα σαν μέρα φωτεινή και δε με έπαιρνε ο ύπνος.
Και ο σκύλος κροτάλιζε κι ενώ μου έτρωγε τα σωθικά κατάφερα να συρθώ μέχρι το δωμάτιο σου.
Είχες αλλάξει πολύ, σχεδόν κροτάλιζες κι εσύ, το στήθος σου ήταν κομματιασμένο, μόνο δύο τρύπες αντίκρυσα.
Έφερες μια κανάτα με νερό για να πλύνω το πρόσωπό μου κι εγώ το ήπια λαίμαργα, λαίμαργα και οικεία.
"Τι κάνεις εκεί;" με ρώτησες κι εγώ δεν απαντούσα, δεν ήξερα τί να πω.
Μόνο που άρχισε να φεύγει το νερό από το στόμα μου και να χύνεται στα πόδια σου και τότε κατάλαβα πως τα κομμάτια του στήθους σου βρίσκονταν στο στόμα μου.
Ήταν ακόμα ζεστά και κόκκινα, ήταν ζωντανά, όμορφα.
Τα άφησα στο πάτωμα και τα πότισα με γάλα και νερό για να μεγαλώσουν.

Εσύ με κοιτούσες και έφερες το κεφάλι μου να κουρνιάσει στον ώμο σου.
Πόσα βράδια είχα περάσει με αυτή την εικόνα.
Πόσα βράδια έπρεπε να περάσουν για να σου πω ότι σε πεθύμησα!