Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

ΚΡΑΤΙΚΗ ΖΩΗ...


Περπατούσα χωρίς οδηγό και πυξίδα
Η πόλη που γεννήθηκα είχε βομβαρδιστεί ανελέητα, μύριζε βία.
Μέσα στα σπλάχνα της έθρεφε όντα που δεν γνώριζαν τί είχε συμβεί και κινούνταν τηλεκατευθυνόμενα προς την επιφάνεια.
Την επόμενη μέρα ακούστηκαν από τα μεγάφωνα οδηγίες.
Καμπουριάσαμε σε στυλ μπάτλερ και σταθήκαμε ακίνητοι ο ένας δίπλα στον άλλον.
Το νέο καθεστώς είχε απαγορέψει να κοιτάμε τους άλλους.
Και να κλαίμε δεν επιτρεπόταν.
Μόνο η μοναξιά και η ομοιομορφία επιτρέπονταν, χωρίς κλάματα, με θάρρος.
Δεν αστειευόντουσαν με τις διαταγές, το είπαν ξεκάθαρα.
Μας έδωσαν καθαρά σώματα και δυνατό DNA για να μπορούμε να αντέξουμε.
Οι ψυχίατροι είχαν απλώσει τις προηγούμενες ψυχές μας σε ηλεκτροφόρα σύρματα και το νέο μας Εγώ βρισκόταν στο
"Κρατικό Γραφείο Περίληψης Ζωών".
Υπάλληλοι πηγαινοέρχονταν χωρίς σκοπό κοιτώντας επίμονα τις ψυχές μας πάνω στα σύρματα.
Κρυφογελούσαν και κάποιοι έκαναν μορφασμούς, που πίεζαν τα μηνίγγια τους επίπονα.
Το πρόσωπό τους σκληρό και γεμάτο χαρακιές
Και εμείς ήμασταν πληγωμένοι, όμως αντέχαμε.
Tα παιδιά μας όμως, τα παιδιά… είχαν σκοτωθεί μέσα στην κοιλιά μας και κολυμπούσαν στο ξερό αίμα της αναμονής του Κόσμου,
που δε θα ερχόταν ποτέ.
"Τα παιδιά σας πέθαναν" ακούστηκε η φωνή από τα μεγάφωνα
"μην έχετε πρόβλημα, το Κράτος θα φροντίσει για την ταφή. Απαγορεύεται να έρθετε, δεν επιτρέπεται να στενοχωριέστε.
Πρέπει να είστε έτοιμοι".
Τα μάτια των παιδιών ήταν ανοιχτά και κοιτούσαν το εσωτερικό μας κενό.
Κι εμείς ήμασταν σε όλους υπόχρεοι που απλά ζούσαμε.
Κι αν πεθαίναμε, το Κράτος θα πλήρωνε την ταφή.
Μα εμείς δεν θέλαμε χώμα, έξω θέλαμε, στην ελευθερία
να αφήσουμε τα κουφάρια μας στον άνεμο και τη βροχή, να μας αποτελειώσουν τα όρνια.
Η μοναξιά δεν ήταν πρόβλημα, την είχαμε συνηθίσει.
Που δεν μας άφηναν να κοιτιόμαστε μάς ενοχλούσε.
Που τα παιδιά μας τα προτιμούσαμε νεκρά μάς ενοχλούσε
Που το κράτος μάς φρόντιζε και μάς κοίταζε μέσα στα μάτια. Η ψυχή μας του ανήκε, τα παιδιά μας ήταν νεκρά μέσα μας.
Και εμείς απαγορευόταν να κοιταχτούμε.
Και τα μεγάφωνα έπαιζαν παλιούς ύμνους και εμβατήρια.
Και τα παιδιά ήταν πεθαμένα μέσα μας.
Και μεταφέραμε στο πρόσωπα μας την αθωότητα του μικρού ανθρώπου.
Μόνο που τώρα είχαμε μεγαλώσει και ήμασταν λίγοι, πολύ λίγοι.
Και τα όντα ήταν Υπηρεσιακά, έκαναν τη δουλειά τους καλά και αμείβονταν.
Μόνο κάτι φωτογραφίες αποτύπωναν την παλιά ζωή.
Και τα παιδιά μας γεννιόντουσαν νεκρά.

Και εμείς δεν κοιτιόμασταν.