Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ανώνυμο

Αλλάζουμε τα δέρματα των σωμάτων
μένοντας κενοί

Αλλάζουμε ρούχα
κι είμαστε γυμνοί

Νούμερα και κωδικοί
γιακάδες και απορριμματοφόρα.

Αριθμοί και υπολογισμοί
αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια.

Μέσω και διαμέσου
επισυνάψεις, "ευγενικά σάς θυμίζω"
κωδικοί, μικροκύματα
επιβλέψεις, υπαλληλία
οι Κυριακές νεκρές.

Επιστολές δουλοπρέπειας
φιλιά από κραγιόν
αποτυπώσεις βημάτων ξένων
ήχοι και αντηχήσεις.

Παράθυρα κλειστά
κλειδιά ανεπίδοτα
πόρτες κλειστές
δωμάτια άδεια.

Απορροφημένα βλέμματα
μάτια υγρά
στόματα και σώματα
στέκουν παράταιρα βαλμένα
κι ένας ήχος σειρήνας
στα πόδια του Οδυσσέα
παράλυτος, λειψός 
ανήκουστος.

Οι σύντροφοι του από μακριά χαιρετούν
με της Κίρκης την ηδονή πιωμένοι
σε μια άλλη Ιθάκη επιστρέφουν
ανήλιαγης σποράς λουλούδι.

Κι ύστερα
εσύ να αναρωτιέσαι για όλα
να με ρωτάς
και πάλι να αναρωτιέσαι
και τα χείλη μου σφραγισμένα
καμωμένα από την ιστορία του καιρού μου
από υλικό κατεστραμμένων αναμνήσεων
να κινούνται αυτόνομα
παραλήρημα της σκέψης.

Σαν ψέματα να ΄λεγαν οι ποιητές
στην πλωτή του κόσμου πέτρα
σαν ψέματα να ΄λεγαν κι οι πέτρες
στα νερά πέφτοντας ορμητικά.

Τίποτα άλλο πέρα από ζωή δεν ήταν ήχος
μόνο η ζωή έκανε θόρυβο
μόνο η ζωή και τα χέρια σου
έσπαζαν σε χίλια κομμάτια αναμονής.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Γυμνός

Εσύ πατούσες στις λάσπες
εγώ άκουγα την ανάσα σου κοντά
να συντροφεύει τους ουρανούς μου
τους άπειρους ουρανούς του δέους
και του ήλιου τις ακτίνες να μετρώ μία μία.

Απόγευμα πιά
ήλιος σβηστός
διακοπτόμενο το φως του κόσμου
με έναν αναπτήρα ξεχνιέμαι
σαν το φεγγάρι, τον φωτοδύτη. 

Και το βράδυ της επιτηδευμένης συντροφικότητας
σκάει το χτύπημα της μοναξιάς
κι έτσι, άξαφνα
ξανακλείνεσαι στη ζεστασιά της μήτρας
χωρίς "μαμά μου, σε αγαπάω"
χωρίς νυχτικιές που μυρίζουν πόνο και τσιγάρο
χωρίς εφιάλτες και απορροφητήρες ονείρων.

Κοιμάσαι πάλι
κι εγώ την ανάσα σου κρυφακούω
πίσω από τις πόρτες.

Δεν τολμώ να σε πλησιάσω
το κεφάλι σου γυρίζει
και συναντά τα χνάρια μου
της φεγγοβολής τα ίχνη ψάχνεις
και
της τύχης μου τα ρούχα.

Πεθαίνω
πεθαίνω κάθε φορά
που τα ρούχα σου φοράω
κι ας είμαι ντυμένος με τη σκέψη σου
το παλτό των εποχών μου
που μπάζει και με παγώνει
κι ας είμαι πάντα γυμνός μπροστά στην ομορφιά σου
η σκέψη της ζεσταίνει τους ουρανούς του Άδη μου.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Την Ιστορία...

Πιωμένος θα ήθελα
τις μουσικές του κόσμου ακούγοντας
σε νότες άσχημες βοώντας
περπατώντας στις άκρες
με κόπο και μοναξιά.

Μέσα στον τρύγο να ήμουν 

πατώντας με
ο χυμός να εξανίσταται
κι ως ξένο σώμα στο κρασί τους
άγνωστα τα αμπέλια.

Μοναδικοί όλοι

μαύρα μωρά με αγκαθωτές κούκλες
και αύρες ανέμων καθισμένες στο πλάι.

Έχουμε δρόμο ακόμα

χιλιόμετρα στον αέρα
με λερωμένες μπότες
του ήλιου κλοπιμαία
οδηγοί του ουρανού
της τάξης μου πρωτοπόροι.

Στο μεταφυσικό παιχνίδι 

ζωή προσφέροντας
της τάξης μου το αίμα
το άγιο
το προς κοινωνία
των εργοστασίων απόθεμα
της ευφυίας τους περιτύλιγμα.

Μαζεμένοι σε υπερφυσικές συγκεντρώσεις

της απεργίας τα σωθικά μασώντας
τσίχλα στα δόντια μας
των αφεντικών το γέλιο
των ιεραρχημένων το ικρίωμα.

Υλισμός των συζητήσεων.
Μεταφυσική των παλμών.

Κι εμείς χαμένοι

κάπου ανάμεσα στον Κάρολο και τον Μιχαήλ
ενδιάμεσα του κενού της ζωής
αποζητώντας τις ανέτοιμες ουτοπίες
στα λιβάδια της ιστορίας
πάντα χαμογελαστοί. 

Θαυμάζω που ακόμα στεκόμαστε

σαν ποιητές του αιώνα
βασανισμένοι και λοιδωρούμενοι
συλλογικά ζωντανοί
ατομικά αποθανόντες.

Στάχτη στα κορμιά

κι ατσάλι
και αριθμοί
και άγχος κοσμικό
της κοινωνίας τροφός
της τάξης μας προφήτης.

Κανείς με ψεύτικα όπλα.


Στον πόλεμο κι αν χάσουμε

με χάρτινες καρδιές
την ιστορία θα ξεκάνουμε.