Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Χρόνος

Ήμουν ντυμένος τους αιώνες, πανωφόρια και παλιόρουχα, που μύριζαν οχλαγωγία και αναμνήσεις πολύβουων δρόμων πλέον νεκρές.
Όποιον κι αν κοίταζα γινόταν σκόνη, που πλημμύριζε το παλιακό σπίτι με το βάρος της και το φωτεινό της σεντόνι κάλυπτε όλα τα μισερά μας, όσα είχαμε αφήσει ξεχασμένα στα μπαούλα και τα γυρεύαμε χρόνια σαν να ΄τανε χαμένα.
Οι λέξεις έβγαιναν δύσκολα μέσα σε εκείνα τα δωμάτια.
Η ζέστη δεν έκανε χατίρια σε κανέναν και μόνο το φως του ήλιου διαφέντευε την όραση μας, τυφλώνοντας τα οράματα του νου μας.
Αν νιώθαμε κάτι περισσότερο από άνθρωποι, δεν ήταν κάτι που μας προκαλούσε θλίψη μα ούτε και μάς στενοχωρούσε.
Μόνο μια πιθαμή έκστασης ζωγραφιζόταν στα πρόσωπά μας.
Μήπως τελικά ήταν ένα ζωώδες αίσθημα εκείνο που μας παρακινούσε;
Μήπως μόνο η ηδονή διέταζε κι εμείς ψάχναμε να δικαιολογηθούμε στους εαυτούς μας, καμωμένοι τους σπουδαίους, προσπαθώντας να βρούμε λογικές εξηγήσεις;
Ποιος να ξέρει.
Μέσα σε μια εποχή βουτηγμένη σε ερωτήσεις, ίσως οι δικές μας χάθηκαν στη δίνη της ή ένιωθαν να περιορίζονται στα θέλω της κι έσπασαν μανιακά τις αλυσίδες τους.
Όπως και να ‘χει, οι απαντήσεις δεν φάνηκαν ούτε καν στα πρόθυρα της τελευταίας ομίχλης πριν μάς κατακλύσει η πελώρια βροχή, που περιμέναμε μέρες και μέρες, μα εκείνη δεν μάς έκανε τη χάρη να σαμποτάρει τα όνειρά μας.

Αυτό ήταν η αρχή της δικής μας πορείας.
Ένας δρόμος γεμάτος με ερωτηματικά κόκκινα και μαυρωπά, φανταχτερά σαν μεταξένια ρούχα, κυριών του κάποτε "καλού κόσμου".
Μια πορεία λασπωμένη και δυσβάσταχτη, που εκείνοι που έφευγαν δεν γύριζαν να μάς πουν ένα γεια.
Αυτό μάς πείσμωνε, αλλά δεν μάς έκανε κυρίαρχους του παιχνιδιού. Ακόμα δεν είχαμε καταλήξει άλλωστε:
Υπήρχε όντως κάποιο παιχνίδι που παιζόταν ή μήπως η ζωή είναι έτσι, οι άνθρωποι βουβαίνονται και γλυκαίνονται από τις εικόνες, οι λέξεις αποστεώνονται από το νόημά τους και το νερό σε ξεδιψάει μόνο για λίγο;
Ίσως μια άλλη φορά να στεκόμασταν περισσότεροι τυχεροί και να βρίσκαμε τις απαντήσεις.
Τώρα, εδώ, σε αυτό το χωράφι του Χρόνου, μόνο οι ερωτήσεις καταπράυναν τη σκληρή πανοπλία του.

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Tης Oυτοπίας Tο Σκίρτημα



Σε όλες τις εποχές ήταν εκεί
μαζί με τους υπόλοιπους
ήταν εκεί ακόμα και μονάχος.

Συντρόφεψε τους Εσσαίους, μα και τους πρώτους χριστιανούς
σήκωσε το βλέμμα του προς τον Αριστόνικο και τον Σπάρτακο
Μακεδόνες και Ρωμαίους αψήφησε
τον Μεσαίωνα  διαπέρασε με πύρινο βήμα
δρόσισε τις πυρωμένες μάγισσες
φτωχούς χωρικούς εξέγειρε με τον Χριστό στα όπλα τους.
Και πάλι αλλού βρέθηκε
λαχανιασμένος να προλάβει τους αιώνες
που στην εναλλαγή τους συνέτριβαν τα χτυπημένα πόδια του
μα τα χέρια του ολοένα δυνάμωναν
στα μιρ και των παλιών τα σοβιέτ
στην Άνδρο και τη Θεσσαλονίκη
στα παρισινά οδοφράγματα και το Μεξικό
όταν χτυπούσε η καρδιά της Ιταλίας
εκεί που η Γερμανία έπνεε πια τα λοίσθια
στην Ισπανία υψώνοντας σημαίες μαυροκόκκινες
έτρεχε ακόμα πιο γρήγορα να προλάβει, να δει, να νιώσει
πολεμώντας τον εαυτό του πάνω από όλα.
Παντού…

Ο τόπος του, ου-τόπος
δύσκολος και τραχύς
και σήμερα, εδώ είναι ακόμα
εκεί που τα πόδια πετούν και το βλέμμα ανοίγεται
όταν οι ορίζοντες ξεθαρρεύουν
και ξάφνου τα μερόνυχτα τιθασεύονται στο ανθρώπινο καρδιοχτύπι.
Ο ύπνος του λιγοστός
το ίδιο και το φαγητό του
μα τα ποδοβολητά των συντρόφων του
στους αιώνες θα αντηχούνε
τις αλυσίδες που σπάνε
το νερό που παγώνει.

Όλη εκείνη η τεθλασμένη γραμμή
υπέροχα καμωμένη από ανθρώπινα χέρια
στης ιστορίας τις παρυφές
της ουτοπίας το σκίρτημα είναι.