Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Γελάστε

Μπες μέσα στο βαθύ
κι αν δεν μπορέσεις
έλα, στάσου να σου πάρω το φορτίο πάνω μου
μέσα μου
εντός μου.

Να το σαρκώσω 
να νιώσω ποιά είσαι
να φωνάξεις στα πνευμόνια μου
κι εγώ να καπνίζω
να δεις πού πηγαίνω
και να αλλάξεις την πορεία
πάντα πέφτοντας στον δικό σου τοίχο να σκοτώνομαι. 

Μετά
όταν φτάσουμε
όπου φτάσουμε
κανείς δεν θα περιμένει.

Στην άκρη του πεζοδρομίου έλα
και
μίλησε μου για τα εμπόδια
κάνε παράπονα
γλίστρησε
και
άσε τα έντομα να ζουζουνίζουν στα αυτιά μου
πριν τα φτερά τους κόψεις.

Οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης
φαίνονται σαν μικροί στα μάτια σου
με λασπόνερα
και γούβες
γεμάτοι αυταπάτες
ή μήπως πράγματα
ή μήπως αναμμένα κεριά;

Το πεζοδρόμιο.

Το πεζοδρόμιο καταπίνει τις πλάκες
χαμογελάει πονηρά στα αυτοκίνητα
κι εκείνα πετάνε
κάτω από τη γη φτερουγίζουν
γαργαλάνε τα πόδια μας
που κοροϊδεύουν το μέλλον.

Ένα αυτοκίνητο περνάει
ο οδηγός σκοτώνεται
μέχρι οι μπάτσοι να έρθουν πεθαίνει.

Εμείς
ακόμα στο πεζοδρόμιο είμαστε
πετάμε πέτρες
ακούμε το παρελθόν να τραγουδάει.
Τραγουδάει άσκοπα
κι άσκοπα κουτσομπολεύει:
"Γελάστε, γελάστε τώρα.
Γελάστε ξανά".

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

O Ήχος

Δεν θέλω ο ήχος να καταφθάνει αυτούσιος.
Θέλω να αποσυμπιέζεται από τις ερμηνείες του και τα είδη του και να φτιάχνεται χιλιάδες φορές ξανά και ξανά, αλλάζοντας κάθε φορά την ουσία του.
Μόνο έτσι να γίνεται αντιληπτός από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον εσωτερικό του πυρήνα, τη στιγμή, που σαν ουράνιο ποδήλατο, θα διακτινίζεται στο σύμπαν όλων των αισθήσεων με ταχύτητα ακαριαία.
Θέλω ο κάθε μικροήχος του ήχου να διαλύει ένα ζωτικό όργανο, κι αυτό να είναι το συνεχές στοίχημα του, όταν θα διαλύει το περίβλημα των θορύβων, όταν εντατικά, με συνέπεια, θα στέκεται μπροστά στα πνευμόνια και θα τα πυροβολεί παθιασμένα.
Νότες να ξεπετάγονται, γεμίζοντας αίμα τους λαρυγγισμούς των τενόρων και τους βρυχηθμούς των λιονταριών.
Αν άκουγα κάποτε μουσική πάλι, μόνο έτσι θα ήθελα να με χαϊδέψει.
Βία να γίνεται το άκουσμά της, απειλή εκτέλεσης η απώλειά των κλειδιών της, που ξεκλειδώνουν φυλακισμένους αιώνες.
Κι αν όλοι εκείνοι που την σμίλεψαν πρωτόγονα εμφανίζονταν σε ένα ξεχασμένο ηχητικό πεδίο, έτσι θα ήταν βαλμένοι, που μόνο το άγγιγμα ενός χεριού, των χειλιών, των υπέρμετρων βουβών εφιαλτών, θα αρκούσε για να πυροδοτηθούν όλες οι αμφιβολίες, όλα τα "αν" και τα "μην", όλες εκείνες οι αρνήσεις, που κοντοστέκονταν σαν μάνες θαλπωρής μπροστά σε ορφανά παιδιά.

Αν είναι έτσι ο ήχος, ναι, αξίζει να τον αφουγκραστείς.