Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Ο ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ...

ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Ε. ΧΑΣΑΝΙΩΤΗ
Η φωτιά δεν είναι σύμμαχος κανενός: μπορεί να κάψει και να λιώσει τα πάντα. Ο μολυβένιος στρατιώτης το γνώριζε αυτό από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε ανάμεσα στις φλόγες μέσα στο τζάκι. Αν έμενε αδρανής, η φωτιά θα τον έλιωνε. Το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένος δε θα άντεχε για πολύ. Χρησιμοποιώντας τη ξιφολόγχη από το όπλο του σύρθηκε έξω από το τζάκι. Ήταν εκπαιδευμένος για κάτι τέτοιο.

Η χαρά της διάσωσής του όμως αντισταθμίστηκε από το άτυχο και άδικο τέλος της χορεύτριας. Οι πύρινες γλώσσες την έκαψαν παρά την προσπάθεια του να τη σώσει. Η τελευταία της φράση «αγάπη, αγάπη, δώσ’ μου το χέρι σου το λατρεμένο» θα έμενε για πάντα σφηνωμένη στη μνήμη του. Κάτω από τις στάχτες της χορεύτριας ο μολυβένιος στρατιώτης βρήκε ένα χρυσό δαχτυλίδι. Το πήρε, το φύσηξε για να το καθαρίσει από τις στάχτες και το φόρεσε στο δάχτυλο του δεξιού του χεριού, όπως κάνουν οι παντρεμένοι. Θα συμβόλιζε την αγάπη και τον έρωτά τους.

Ο μολυβένιος στρατιώτης αποφάσισε να αναζητήσει ένα νέο μέρος για να μείνει. Ο πόνος του για τη χορεύτρια και το καπρίτσιο του μικρού παιδιού που τον πέταξε στο τζάκι δεν του επέτρεπαν την παραμονή. Το μικρό παιδί τον έβαλε να αναμετρηθεί με τις φλόγες, επειδή ήταν μονοπόδαρος. Δεν κατάλαβε το γεγονός πως το ότι ισορροπούσε στο ένα πόδι τον έκανε ξεχωριστό από τα υπόλοιπα στρατιωτάκια ούτε εκτίμησε τις στρατιωτικές του αρετές και την προσήλωσή του στο καθήκον την ώρα της μάχης.

Αφού χαιρέτησε τα είκοσι τέσσερα μολυβένια αδέλφιά του, κούμπωσε τη στολή του, φόρεσε το καπέλο του, πέρασε το όπλο του στον αριστερό ώμο του και βγήκε έξω στο δρόμο. Ένα χελιδόνι τον ρώτησε πού πηγαίνει. Όταν αυτός αποκρίθηκε πως πάει όπου τον βγάλει ο δρόμος, το χελιδόνι του πρότεινε να καβαλήσει στην πλάτη του και να ταξιδέψουν μαζί. «Καλύτερα να ταξιδεύεις παρέα με κάποιον παρά μόνος», σκέφτηκε ο μολυβένιος στρατιώτης και ανέβηκε πάνω στο νέο του φίλο. Ήταν την εποχή που τα χελιδόνια έφευγαν από τα κρύα μέρη και πήγαιναν στα ζεστά.

«Πού πάμε;», ρώτησε ο μολυβένιος στρατιώτης.
«Στην Αθήνα», απάντησε το χελιδόνι.

Προσγειώθηκαν στην Πλάκα, κάτω από την Ακρόπολη. Εκεί, χωρίστηκαν και ακολούθησε ο καθένας το δρόμο του. Ο μολυβένιος στρατιώτης περπάτησε ανάμεσα στα στενά δρομάκια με τα χαριτωμένα σπίτια. Ανέβηκε στον Άρειο Πάγο και έμεινε έκπληκτος από το μέγεθος της πόλης. Ένας ορίζοντας κτιρίων, τόσο μακρύς όσο έβλεπε το μάτι του. Έπειτα, κατηφόρισε προς το Θησείο, περιπλανήθηκε στου Ψυρρή, βγήκε στην Ομόνοια, περπάτησε όλη τη Σταδίου και έφτασε στο Σύνταγμα.

Εκεί, γινόταν μια πορεία των εργαζομένων για το νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Περικοπές στις συντάξεις και στους μισθούς, απολύσεις, υψηλή ανεργία. Ο μολυβένιος στρατιώτης βρέθηκε ανάμεσα στους διαδηλωτές και στους αστυνομικούς. Η στολή των αστυνομικών έμοιαζε κάπως με τη δική του, αλλά αποφάσισε να μην πάρει το μέρος κανενός.

Άρχισε να βρέχει. Βρήκε ένα χάρτινο καράβι, μπήκε μέσα σε αυτό και κατηφόρισε την Ερμού. Είχε ξανακάνει βαρκάδα, τότε που τα δύο αγόρια τον είχαν βρει στο δρόμο και τον είχαν βάλει μέσα σε ένα χάρτινο καράβι για να τον «τιμωρήσουν» που είχε ένα πόδι. Τότε, είχε καταλήξει στο στομάχι ενός ψαριού. Τώρα, βρέθηκε μπροστά σε μια βυζαντινή εκκλησία, την Καπνικαρέα. Κατέβηκε από το καράβι του και κοίταξε τριγύρω του. Εμφανίστηκε ξαφνικά ένα ποντίκι και του ζήτησε το χάρτινο καράβι.

- «Πριν στο δώσω, θέλω μου πεις πού θα βρω ένα υπαίθριο παζάρι».
«Στο Μοναστηράκι. Ανέβα ξανά στο καράβι. Σαλπάρουμε. Θα σε πάω εγώ», είπε το ποντίκι.

Πράγματι, μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά από ένα σεντόνι που είχε παλιά βιβλία και χρησιμοποιημένα παιχνίδια. Ο έμπορος πρόσεξε τον μολυβένιο στρατιώτη, τον σήκωσε από κάτω, τον στέγνωσε με ένα πανί και τον τοποθέτησε δίπλα σε έναν G.I.Joe. Σε αντίθεση με τον μολυβένιο στρατιώτη, ο G.I.Joe ήταν ένας σύγχρονος στρατιώτης, μυώδης, με πράσινο μπερέ, με όπλο τελευταίας τεχνολογίας και αντί για ξιφολόγχη είχε ένα κοφτερό οδοντωτό μαχαίρι στο πλαϊνό μέρος της ζώνης του.

«Τι στρατιώτης είσαι εσύ, τι στολή είναι αυτή, με ένα πόδι και με ένα χρυσό δαχτυλίδι;», ρώτησε με υπεροψία ο G.I.Joe.

«Είμαι ένας στρατιώτης από το στρατό του Ναπολέοντα. Δεν είχα ποτέ μου δύο πόδια, αλλά αυτό δε με έκανε ποτέ λιγότερο θαρραλέο και ικανό. Έχω δώσει τις μάχες μου και θα συνεχίσω να της δίνω. Το χρυσό δαχτυλίδι είναι ο έρωτας και η αγάπη μου για τη χορεύτριά μου. Το όπλο μου δουλεύει και η ξιφολόγχη μου κόβει». Και ο μολυβένιος στρατιώτης κατέληξε τη σύντομη παρουσίασή του ως εξής: «Είμαι φτιαγμένος από μολύβι και όχι από πλαστικό».

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΡΠΟΥΖΙΟΥ...


ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Ε. ΧΑΣΑΝΙΩΤΗ
Πέμπτη βράδυ, μια δύσκολη μέρα μόλις είχε τελειώσει. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν πιο κουραστικό από ό,τι συνήθως λόγω της απρόσμενης κίνησης στο δρόμο. Τουλάχιστον υπήρχε περισσότερη άνεση στην καρότσα του φορτηγού σε σχέση με το πρωί που ήταν στοιβαγμένοι όλοι ο ένας πάνω στον άλλον.

Κάθε πρωί που ξεκινούσαν για τη λαϊκή αγορά υπήρχε γκρίνια και μουρμούρα: λίγο η έλλειψη χώρου, λίγο το πολύ πρωινό ξύπνημα, λίγο ο χαρακτήρας ορισμένων προκαλούσε εντάσεις και τσακωμούς. Οι συμμαχίες άλλαζαν κάθε φορά, πότε φρούτα εναντίων λαχανικών, πότε φρούτα εναντίον φρούτων. Κοντολογίς, όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί!

Σήμερα το ματς ήταν καρπούζια εναντίον πεπονιών! Μεγάλος τσακωμός. Όλα ξεκίνησαν, όταν η Αμαλία το καρπούζι έπεσε κατά λάθος πάνω σε δυο πεπόνια καταπλακώνοντάς τα. Τα άτυχα πεπόνια χτύπησαν σοβαρά. Η Αμαλία βέβαια δεν έπαθε τίποτα. Τα υπόλοιπα πεπόνια αντέδρασαν φωνάζοντας και κλωτσώντας με μανία την Αμαλία με αποτέλεσμα να κατρακυλήσει προς το μέρος των καρπουζιών.

Τα καρπούζια, γνωστά για την αλληλεγγύη τους και τη μαχητικότητά τους, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις προς το μέρος των πεπονιών. Αν δεν έμπαιναν στη μέση τα πορτοκάλια και τα κολοκύθια, θα είχαμε σύρραξη! Οι μελιτζάνες προσπάθησαν να κάνουν το διαιτητή! Το επεισόδιο περιορίστηκε σε φραστικές αντιπαραθέσεις.

«Καρπούζια, κοιλαράδες, μαυρόσποροι, χοντρόφλουδοι!», φώναζαν τα πεπόνια.
«Πεπόνια, κιτρινιάρηδες, πασατέμποι!», απαντούσαν τα καρπούζια.

Όταν όλοι πήραν τις θέσεις τους στον πάγκο της λαϊκής, όλα ξεχάστηκαν. Οι περισσότεροι κατέληξαν σε τσάντες και καρότσια. Όσοι ξέμειναν στους πάγκους, αφού τελείωσε η λαϊκή, ανέβηκαν ξανά στην καρότσα του φορτηγού για να επιστρέψουν στο σπίτι. Η Αμαλία και τα δύο πληγωμένα πεπόνια ήταν ανάμεσα σε αυτούς.

Η Αμαλία ήταν πολύ στεναχωρημένη και είχε τύψεις που είχε χτυπήσει τα δύο πεπόνια. Ήθελε να την ξεχάσει αυτήν την ημέρα. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα με τα υπόλοιπα φρούτα και λαχανικά της παρέας και πήγε για ύπνο. Στριμώχτηκε πίσω από ένα καφάσι για να μην ξανακυλήσει άθελά της την ώρα που θα κοιμόταν.

- «Αμαλία, ξύπνα, πρέπει να μας ακολουθήσεις».
Η Αμαλία άνοιξε τα μάτιά της και είδε γύρω στα πενήντα πεπόνια να την έχουν περικυκλώσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από τα υπόλοιπα καρπούζια, αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα της.
«Πού πάμε», είπε.
«Μη μιλάς», της απάντησαν με αυστηρό τόνο.

Κατέβηκαν από την καρότσα και κύλησαν ως τον μπλε κάδο της ανακύκλωσης.
«Εδώ είμαστε», είπε η Πέπη το πεπόνι.

Δίπλα στον κάδο στεκόταν ο Μιχάλης, ο γεωργός που είχε καλλιεργήσει τα καρπού-ζια και τα πεπόνια.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μιχάλης μας αγαπάει όλους το ίδιο και ότι είναι ο πιο κατάλληλος κριτής», δήλωσε η Πέπη.
«Κριτής για ποιο πράγμα;», είπε με αγωνία η Αμαλία.

Και η Πέπη το πεπόνι εξήγησε: «Ο Μιχάλης κρατάει στη μασχάλη του ένα καρπούζι. Εσύ, Αμαλία, πρέπει να σκαρφαλώσεις στη μασχάλη του και να κρατηθείς εκεί μαζί με το άλλο καρπούζι για δέκα λεπτά. Αν πέσεις νωρίτερα, έχασες».

«Δηλαδή;», ρώτησε η Αμαλία.
«Θα σε κόψουμε στη μέση με ένα μεγάλο μαχαίρι και θα σε πετάξουμε μέσα στον μπλε κάδο. Και όλοι οι άνθρωποι θα σε κατηγορήσουν ότι κατέστρεψες με το κόκκινο ζουμί σου και τα μαύρα σπόρια σου τα χαρτιά που ήταν για την ανακύκλωση», εξήγησε η Πέπη.

Η Αμαλία το καρπούζι σκαρφάλωσε στη μασχάλη του Μιχάλη. Δεν άντεξε όμως για πολύ. Γλίστρησε και έπεσε κάτω. Έσκασε σαν καρπούζι!

Ένιωσε ένα άγγιγμα και άρχισε να παραληρεί: «Όχι, μην το κάνετε αυτό. Έπεσα άθελά μου πάνω στα πεπόνια! Δε θέλω να καταστρέψω τα χαρτιά της ανακύκλωσης!».

Τότε, τη σκούντηξε πιο δυνατά ο Μιχάλης και η Αμαλία ξύπνησε.
- «Αμαλία, τι συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις; Όνειρο έβλεπες;».
«Εμ, μάλλον,, ναι, κάτι πικρό!», απάντησε με σαρκασμό η Αμαλία.
«Σήκω. Ετοιμάσου. Ξημέρωσε και πρέπει να πάμε στη λαϊκή», είπε ο Μιχάλης.