Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Εν Υγρώ

Σε περίμενα να με πάρεις την ώρα που τα κύματα υψώνονταν κι ο αέρας λυσσομανούσε. Ήμουν μόνος σε έναν παλιό καφενέ, καθισμένος σε μια χιλιοκαθισμένη καρέκλα γεμάτη παλιές συνήθειες και τούφες μαλλιών.
Δίπλα, κάποιοι έπαιζαν τη ζωή τους πάνω σε μια πράσινη τσόχα.
Όλα βρωμούσαν φτηνό ούζο και κακοστριμμένα τσιγάρα.
Μπήκες ξαφνικά κι ο κρότος σταμάτησε τους καπνούς, τις βρισιές και τα χαρτιά έγιναν ευαγγέλια. Όλοι γύρισαν τα πρόσωπά τους το μέσα-έξω.
Ήρθες κοντά μου και με φίλησες απαλά στα χείλη σαν να ήμασταν ερωτευμένοι από χρόνια.
Τα χείλη μου ύγρανες σαν βροχή πάνω σε λιόπυρη άσφαλτο, όπως εκείνα τα καλοκαίρια που σε περίμενα στον παλιό καφενέ, καθισμένος σε μια χιλιοκαθισμένη καρέκλα γεμάτη παλιές συνήθειες και τούφες μαλλιών.
Το βράδυ έπεσε χωρίς φεγγάρι, χωρίς θεούς, χωρίς γράμματα και βιαστικές αποφάσεις.
Το φιλί σου ακόμα υγραίνει τα καλοκαίρια μου σε εκείνους τους παλιούς καφενέδες.
Οι αδένες μου σήμερα αποζητούν όσα η ικμάδα σου γνωρίζει.
Εκείνη παραδίδει τα όπλα της στα πεδία των παλιών θαμώνων.
Μέσα στους παλιούς καφενέδες νέες ζωές ανδρώνονται, υγρά φιλιά μάς αποστεώνουν, παλιές συνήθειες μάς αποζητούν.
Όλα ο άνθρωπος εν υγρώ εποίησε.

Ακόμα μόνος στέκομαι.