Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Το Φιλί

Το φιλί εκείνο, σαν να με έδεσε χειροπόδαρα και να με έσυρε σε έναν από τους δρόμους σου. Σαν να με στοίχειωσε μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις εφηβικές και υγρά σκοτάδια.
Δεν ήταν γνωστός δρόμος, αλλά φαινόταν καθάριος και ήταν φρεσκοβαμμένος σαν παλιακή αυλή.
Όμως μου φαινόταν ότι κάπου τον είχα ξανασυναντήσει.
Ίσως επειδή τον περπατούσα με άνεση και έβλεπα συνεχώς τον εαυτό μου να αντανακλάται πάνω του, όπως τα αστέρια καθρεφτίζονται σαν κοσμήματα πάνω στον ουράνιο θόλο. 
Ήξερα ότι γνώριζα όλη την υγράδα του και το παρελθόν του, μα ένας παλμός μού υπενθύμιζε ότι τίποτα δεν ξέρω προτού το ξαναμάθω με άλλον τρόπο.
Η άσφαλτος του δρόσιζε τα γυμνά μου πόδια και το αεράκι που απέπνεε έδινε ανάσα στο σώμα μου, βίαια κατέκλυζε τους πόρους του σαν την φουρτουνιασμένη θάλασσα. 
Έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής, που τα χρώματα ξαφνικά βρήκαν καινούργιους τρόπους να αποτυπώνονται κι ο καμβάς που ζωγραφίστηκε θύμιζε βροχερό σύννεφο παιδικού καλοκαιριού.
Ό,τι κι αν συμβεί, αυτόν τον δρόμο θα τον θυμάμαι πάντα, και τα χείλη μου που κάηκαν πάνω στα δικά σου, όταν τα χάδια μας έπλαθαν απρόσμενα σύμπαντα, πάντα θα φωταγωγούν εκείνο το μικρό μέρος που τα φιλοξένησε εκείνη την στιγμή, από τις σπάνιες εκείνες φορές, που παρελθόν, παρόν και μέλλον συμμορφώνονται στα γούστα των ανθρώπων.