Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Μην Αφεθούμε

Πέτρινες γέφυρες μπροστά μου
και ηλιόλουστες καμάρες σεληνόφωτος.
Σαν περπατάμε με τα αέρινα πόδια μας
εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού
πεταγόμαστε σαν μύγες από το ένα στο άλλο
μπαίνουμε σε μπουκάλια και ρουφάμε τους τελευταίους χυμούς
δεν συζητάμε, ούτε που φιλιόμαστε
μόνο βουίζουμε
βόμβοι ακατάληπτοι, άρρυθμοι
χρωματισμένοι με οίστρους έρωτα και παλιές μελωδίες.

Να μείνουμε ενωμένοι.
Να συγκρουστούμε.
Nα φέρουμε την αγάπη ασπίδα και το δίκιο μας δόρυ.
Να αναμετρηθούμε στα χωράφια της υποταγής
και στα εργοστάσια του κάματου, παντού να υψωθούμε.
Να μην μείνουμε λουλουδιασμένοι στους τάφους μας.
Να μην αφήσουμε την Ιστορία να μάς καταπιεί
γιατί έτσι συνηθίζει εκείνη να οργώνει τα σπλάχνα των Ανθρώπων.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Μα Τα Όνειρά σας Μεγάλα...

Στον κόσμο κυκλοφορούσε ένας
κανείς δεν ήξερε ακριβώς ποιός ήταν
μα κι εκείνος το είχε ξεχάσει.
Περπατούσε χιλιόμετρα κάθε μέρα μέσα σε αυτόν τον κόσμο.
Γύριζε στα ποτάμια και χαμογελούσε στα νερά της λήθης.
Πετούσε στα δάση της ηδονής
και τα φτερά του από θηλιές φτιαγμένα.
Από λέξεις ήταν τα πόδια του
και τα μαλλιά του ακοίμητοι φρουροί του νου του.
Μιλούσε με τη φωνή της νύχτας
και ο ήλιος κρυβόταν μπροστά στα μάτια του.
Ήταν  πάντοτε εκεί, μέσα στην οχλαγωγία των ομιλιών τους
κι όμως μονάχος τις νύχτες στεκόταν.
Δε γνώρισε Θεό
μα κι αν τον έβλεπε, την πλάτη του θα γυρνούσε.
Ανθρώπους με σάρκα διάφανη κουβαλούσε στο σάκο του
"Είστε μικροί, μα τα όνειρά σας μεγάλα" τους φώναζε κι εκείνοι χαμογελoύσαν.
Κυκλοφορούσε στον άνυδρο κόσμο 
τον γεμάτο θάλασσες και δροσιά κόσμο του έχοντας αφήσει.
Ήθελε κάτι να μάς πει
κι εμείς τους μεγάλους ιερείς ακούγαμε.
Ήθελε να νιώσει μια στιγμή βροχοσταλιάς
μα εμείς τον ουρανό υποτάξαμε.
Ζητούσε τη ζεστασιά των κυττάρων μας 
μα εμείς κομματιασμένοι και ανάπηροι γλείφαμε τις πληγές μας.

Μια μέρα έφυγε.
Κανείς δεν τον αναζήτησε.

Μόνο η σειρήνα του Πολέμου μάς ξυπνούσε.
Κι εκεί, πάνω τους κρότους μιάς νεκρής ζωής
ακούστηκε αχνά η φωνή εκείνου
που στον κόσμο
σαν διαμπερής σφαίρα γυρνούσε
να τραγουδάει:"Είστε μικροί, μα τα όνειρά σας μεγάλα" . 

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Ουτοπικοί Θάνατοι

Κι αν ερχόταν μια ουτοπία, πού θα πήγαινε να ενταφιαστεί;

Δεν υπάρχουν πια τάφοι για ουτοπίες, μόνο λάκκοι συγκέντρωσης οραμάτων.
Τις θάβουν όπου βρουν, συνήθως ομαδικά. 
Κι αν ακόμα τραγουδούσε μια φωνή, ποιος θα την άκουγε;
Κι αν ειπώνονταν λόγια ανήκουστα, υπάρχουν κάπου αισθητήρες να τα αρθρώσουν;
Και τί να λέω όταν με ρωτάνε αν υπάρχει στα αλήθεια ο κόσμος κι εμείς;
Δεν ξέρω τί να απαντήσω, αλλά πρέπει κάτι να λέω, ας είναι και μια ουτοπία.
Να απαντάω με μια ουτοπία κι ας θάβεται στο προσκέφαλό μου αν δεν βρίσκει αλλού.
Ας τη νανουρίζω μόνος μου τα βράδια, όταν η πραγματικότητα θα σκοτεινιάζει στην πτώση της.
Όταν κανείς δε θα βρίσκεται δίπλα της.
Ούτε τα αίματα, ούτε και οι άνθρωποι με τις φλέβες τους.
Μόνο να βρίσκομαι εκεί και να κοιμόμαστε αγκαλιά, φιλώντας τα φωτεινά της στήθη.
Κι εκείνη να γράφει στο πρόσωπό μου προτάσεις χωρίς στίξη, συνθήματα και θανάτους.

Ουτοπικούς θανάτους, ζωντανούς, καίριους θανάτους.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Στον Γολγοθά

Έχω μοιράσει τα ιμάτια μου στους πλούσιους του κόσμου
Σε αυτούς που μετατρέπουν τη μοίρα σε ζωή
Σε όσους με πρόφτασαν και με ξεπέρασαν
Σε εκείνους που με βοήθησαν να ξανασηκωθώ
Σε αυτούς, τους πολλούς
που κάθε μέρα καίγονται στις φωτιές της Ρώμης
και κάθε μέρα χτίζουν μια νέα πόλη πάνω στις συντριβές των ελπίδων τους
Σε αυτούς που κάθε λεπτό πεθαίνουν στωικά πάνω σε Προκρούστεια κρεβάτια
Σε όσους ξαγρυπνούν με νανουρίσματα και παραμύθια πάνω από ένα παιδί
Σε όσους μισούν τους άλλους, άλλα περισσότερο τον εαυτό τους
Σε όσους χαροπαλεύουν στα θεόρατα εργοστάσια της καταχνιάς
και σε εκείνους που αντιστέκονται στις προελαύνουσες εταιρείες
που μετρούν τις ζωές σε τόνους ατσαλιού
και κοφτερές κόγχες πεπιεσμένου χαρτιού
Σε όσους αντικρίζουν το χάος γεμάτη ελπίδα
Σε όσους διψούν για κυνηγητό και κρυφτό
Σε όσους βωμολοχούν την ιερότητα της ζωής
Σε όσους μάχονται τα άνυδρα μυαλά κενών εγκεφάλων
Σε εκείνους που χαμογελούν στη γύμνια και το κρύο της ψυχής τους
στέκονται μουδιασμένοι μπροστά στην αδικία
ηλεκτρίζονται στη θέα των καθαρών χειλιών ενός έφηβου κοριτσιού
Σε όσους ξέρουν να συγχωρούν, μα ποτέ δε ζητούν συγχώρεση
σε όσους πυρακτώνουν τα πέλματά τους με μια λαβίδα καταμεσήμερου καλοκαίρι, κάπου στο πέλαγος
σε αυτούς που βρέθηκαν ψηλά παραπατώντας στη γη
σε όσους καθάρισαν τα παπούτσια τους με αίμα και πύον
σε εκείνους που ρυπαίνουν τον κόσμο με ανήκουστες αμαρτίες
σε όσους δεν τα ξέρουν όλα
σε αυτούς που μίλησαν μόνο εξ’ ονόματός τους
σε εκείνους που μόνο άκουγαν κι έσκυβαν το κεφάλι όταν μιλούσαν
σε όσους βασανίστηκαν και δεν υπέκυψαν στην κτηνωδία
σε αυτούς που αγαπούν με πάθος
στα σκουπίδια που μάς έθρεψαν πλουσιοπάροχα
σε όλους εκείνους που ηττήθηκαν νικώντας
σε αυτούς που με την πλάτη στήθηκαν
σε τοίχους
μάντρες
εταιρίες
γραφεία τελετών
κελιά
και πέθαναν
από ανία
εκδίκηση
κατανοώντας τη θλίψη του καιρού τους
Σε όλους αυτούς μιλάω
κι αν θέλουν ας ακούσουν:

Ο Γολγοθάς στάθηκε για μένα ένας κυριακάτικος
ηλιόλουστος περίπατος
Κανένα φραγγέλιο δε σηκώθηκε για να χτυπήσει στο κορμί μου
ρωμαίος εκατόνταρχος δεν μετάνιωσε για τίποτα
κανείς δεν έγινε άγιος ούτε φωτοστέφανα έλαμψαν
Γιατί από σήμερα μόνο άνθρωποι θα είμαστε
-έτσι θα λέμε ο ένας τον άλλον-
κι αυτό θα φτάνει
Στεφάνι από καλώδια έσφιξαν το κεφάλι μου
μα εγώ τα αγκάθια του πατρικού κήπου
και τα συρματοπλέγματα της φυλακής μου προτίμησα

Κανενός τις αμαρτίες δεν αίρω
ούτε είμαι εδώ για να συγχωρήσω
Δεν ξέρω να συγχωρώ
μα ξέρω πως είναι να κρυώνεις
και να διψάς
να καμπουριάζεις από την ευθύνη
και να μένεις άγρυπνος
Πλέον
καμία συγγνώμη δεν είναι απαραίτητη.
Μόνο ένα ηλιοβασίλεμα θα ήθελα να σηκώσω στους ώμους μου
κι αυτό
την ώρα που ο ήλιος δέχεται τις ριπές των προσευχών
και οι τύψεις γεμίζουν δοχεία παγωμένων δακρύων 
Δεν προσδοκώ ανάσταση νεκρών
κι ούτε μαθητές είχα ποτέ να με ακολουθούν
Ήθελα όλους να σας αποδεχθώ
με την καρδιά μου στα χέρια να πάλλεται
και τα σαπισμένα μου πνευμόνια να βγάζουν σεργιάνι τις χορδές του πόνου σας
Κοιτάξτε παρακαλώ, κοιτάξετε με προσοχή
Κοιτάξτε τα χέρια μου, που ιδρώνουν μέσα σε μια φυλλωσιά δάφνης
κοιτάξτε το στήθος μου, που ανεβοκατεβαίνει στο ρυθμό της αναπνοής σας
κοιτάξτε τα πόδια μου, που σταματούν με πάταγο στον έρημο δρόμο
δείτε τα χέρια μου να πιάνουν τον πυρετό σας.
Αυτά είναι ο Γολγοθάς μου εμένα.