Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΙΑΣ ΔΙΝΗΣ (2)


Την πρώτη φορά μίλησαν περί ανέμων και υδάτων.
Η κατάσταση στον κόσμο, τα ναρκωτικά, οι όποιες άπονες εμπειρίες μπορούσαν με ταχύτητα να ειπωθούν και μια μάλλον αγχωμένη, αποτυχημένη προσπάθεια να σπάσει η αμηχανία.
Μερικές αγγλικές λέξεις πεταμένες στα ενδιάμεσα μέσα στις ελληνικές από τη Βίκυ τού έφεραν στο μυαλό συνάντηση πολυεθνικής.

Ο καπνός ήταν συνεχής και μέσα στη στοά επικρατούσε σχεδόν το αδιαχώρητο.
Περισσότερο Death Metal συναυλία θύμιζε- με τον τόσο καπνό, που εκτοξευόταν σαν ξηρός πάγος την ώρα που η δίκαση σε στέλνει στον μεταλλικό ουρανό, ιδρωμένο, αλλά έτοιμο για ένα ακόμα stage από εκεί ψηλά.
Οι δύο τους κάπνιζαν σαν να είχαν στοιχηματίσει ποιος θα είναι περισσότερο γρήγορος στο στρίψιμο, πιο άρρωστος με τη νικοτίνη.  
Όσο περνούσε η ώρα η στοά συνέχιζε την παράστασή της με άγνωστους πρωταγωνιστές όλους αυτούς που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι μέσα της.
Στελέχη επιχειρήσεων, που συζητούσαν για τα επόμενα projects, χαρούμενες γκόμενες με μεταλλικά αποσπώμενα χέρια, πληγωμένα από το βάρος των νεοαποκτηθέντων ρούχων, ζητιάνοι με απλωμένα κατασάρκινα, ευωδιαστά χέρια, μουσικοί του δρόμου με ξεχαρβαλωμένες κιθάρες και ξεκούρδιστα ακορντεόν, που χαμογελούσαν σε όλους, ενώ υποκλίνονταν πονηρά στους γραβατωμένους, άνθρωποι που έμπαιναν και έβγαιναν χωρίς λόγο, άλλοι που αποχαυνωμένοι κοιτούσαν την οροφή του αίθριου ως άλλη Capella Sistina.  

Είχε περάσει περίπου μια ώρα και στο μυαλό του Γιάννη- που όλη αυτήν την ώρα κοιτούσε σαν θεατής σε τσίρκο- όλα ξαφνικά φάνηκαν να σταματούν.
Ένιωσε να πετάγεται από το κάδρο αυτής της παράστασης.
"Πρέπει να φύγω, έχω ραντεβού με μια φίλη μου" τού έφτυσε στο πρόσωπο.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά και προχώρησε γρήγορα μέσα απ’ το θίασο.
Βγήκαν έξω κι ο αέρας ήταν διαφορετικός.
Πλούσιος, φωτεινός αέρας, έσερνε τους ήχους της πόλης μέσα στο κεφάλι σου και τους μετέτρεπε σε παραπονιάρικο μαύρο μπλουζ.

Μέσα σε αυτό το τούνελ δεν μπορούσες να δεις τίποτα ολοκληρωμένα, μόνο να φανταστείς και να σκεφτείς τις λεπτομέρειες των σκιών.
Τώρα που αποχωρίστηκαν γύρισε το κεφάλι για να τη δει ολόκληρη.
Εκείνη έφυγε με γοργό βήμα. Ούτε καν γύρισε να τον κοιτάξει.
Ο Γιάννης στάθηκε στις κυλιόμενες σκάλες αφήνοντας τη ματιά του να περιπλανηθεί λίγο στις μικρές μεταλλικές γραμμές, που ρουφούσαν τα ίχνη των περαστικών, πριν τελικά σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του για να την ξανακοιτάξει.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΙΑΣ ΔΙΝΗΣ (1)


Aύγουστος. Μάλλον στην αρχή του, ίσως και λίγο αργότερα.
Εκείνες τις μέρες που η πόλη αδειάζει από τους κατοίκους της κι οι ειδήσεις των οκτώ παίζουν μόνες τους. Μόνο, ρε ΄συ, το μόνο που ακούς, ολοκάθαρα, είναι μονόλογοι από βαριεστημένα στόματα βγαλμένα από καναπέδες να ψιθυρίζουν φοβισμένα "και τί έγινε ρε αδερφέ;"
Είναι ο μήνας που όλοι κινούνται στους ρυθμούς που η πόλη επιτάσσει.
Δεμένη με τις ζωές των κατοίκων της σαν σε πλοίο σε λιμάνι, βρίσκει τα όρια της και ανοίγεται, είναι μια ευκαιρία να προκαλέσει όσους μένουν, τώρα που οι περισσότεροι έχουν ήδη αρχίσει να της λείπουν.

Σαν μπροστά σου να βρίσκεται ένα γυμνό σώμα που περιμένει να το ανακαλύψεις, ξέροντας ότι δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Είσαι εδώ, δεν έχεις φύγει. Μην αντισταθείς, δεν υπάρχει τρόπος.
Εσύ ο τυχερός, που έμεινες πίσω για να ζεσταθείς στα στήθη της και να γευτείς το γυμνό της τραυματισμένο κορμί.

Καθεστώς ετών, που κρύβει τις ασχήμιες και γιγαντώνει μια αστική ομορφιά τόσο περίπλοκη, ώστε ξαφνικά, σαν χτύπημα στο κεφάλι με σφυρί, την ερωτεύεσαι αυτήν την πόλη.
Για ένα μήνα μένει ξέμπαρκη και σου φωνάζει να την ερωτευτείς.
Δε σου ζητάει τίποτα και τα δίνει όλα.
Μόνη της επιθυμία να ανακαλύψεις τις ομορφιές της.
Αν τυχόν το καταφέρεις, σε δέχεται άφοβα, απεριόριστα.

Ακόμα κι εκείνοι που λείπουν τη σκέφτονται νοσταλγικά. Μα ξέρουν καλά ότι τη χάνουν στα καλύτερά της.
Μια τέτοια κενή πόλη έχει τόση δύναμη, που μπορεί να σε ρουφήξει χωρίς να το καταλάβεις.
Με το που ανάψεις τσιγάρο και περπατήσεις στους κεντρικούς της δρόμους, στροβιλίζεσαι μέσα στην αστική της δίνη.
Τα πεζοδρόμια καταλαμβάνονται από ό,τι έχει απομείνει: αυτοκίνητα, μηχανές και κάθε λογής αστόμορφα τροχοφόρα την συναντούν, ενώ εσύ κάτω από τις δυνατές αιμάτινες εκκρίσεις ενός τυχαίου ατυχήματος λίγο πιο πέρα, εκεί, στο σούρσιμο των φρένων που φέρνει το μπαμ, βυθίζεσαι όλο και περισσότερο στη δίνη της.

Ένα βράδυ μιας τέτοιας μέρας συναντηθήκανε για δεύτερη φορά σε μια πλατεία αυτής της πόλης ο Γιάννης και η Βίκυ, η Βίκυ και ο Γιάννης.