Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Α-Ω

Στη σειρά τα βάζω
τα τακτοποιώ
κοιτώ τα τρεμάμενα χέρια τους
τα μικρά τους πόδια παγωμένα
ιδρωμένα
άσχημα.

Όσα κι αν αντικρίζω
πετάνε μπρος στα μάτια μου
ενοχλητικές μύγες
σπάνε μολύβια
μασουλάνε γομολάστιχες
στο savoire vivre παίρνουν μηδενικό
δεν αισθάνονται
δεν νιώθουν
ασθμαίνουν
γυρεύοντας για φασαρία πάνε.

Στη σειρά τα βάζω ξανά και ξανά
άδεια
χαρτιά επάνω σε χαρτιά
διαφεντεύουν τις σκέψεις
ή μήπως το αντίστροφο;

"Τι να τα κάνεις άδεια τα χαρτιά;" ψιθύρισε το Α στο Ω.
"Τσουλήθρα θα κάνω πάνω τους και μετά σαΐτες θα τα κάνω
να βλέπω τις σκέψεις τους να κατρακυλάνε στα όνειρα
άπιαστα να γίνουν
να μονιάσουμε
να μιλήσουμε
να μπουν στο κεφάλι μιας καρφίτσας
να βγουν στον ουρανό
στον ήλιο να καούν
στο φεγγάρι να δροσιστούν"

Μαγκωμένο
έπεσε πάνω στο τελευταίο χαρτί
τελευταίο γράμμα

Είπαν ότι σκοτώθηκε.
Ίσως για αυτό να μην τελειώνει ποτέ τίποτα

"Ω, Υποθέσεις, μόνο υποθέσεις"
ψιθύρισε το Α 
και κυκλώθηκε με το πανωφόρι του.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Για Την "Ζέλμπα" Του Κώστα Δεσποινιάδη

Δεν γνωρίζω πολλά από ποίηση (σχεδόν τίποτα για να είμαι ακριβής και ειλικρινής), όμως η "Ζέλμπα" του Κώστα Δεσποινιάδη από τις εκδόσεις "Πανοπτικόν" είναι κάτι χειροπιαστό και εύγευστο σαν ζεστό φαγητό μετά από μια κουραστική ημέρα, είναι σαν παραμύθι με απρόσμενο τέλος, είναι σαν να φωνάζεις μέσα σε ένα βαθύ πηγάδι κι εκεί που περιμένεις να αντιλαλήσει η φωνή σου, ξαφνικά, καταλαβαίνεις ότι ακούς φωνές άλλων, ανθρώπων που δεν ξέρεις καλά, που πρώτη φοράς ακούς τη λαλιά τους, μα σού είναι τόσο γνώριμη σαν αίσθηση, που τούς νιώθεις δίπλα σου σχεδόν να σε τραβάνε από το χέρι.

Ο Δεσποινιάδης αξιοποιεί τις "εμμονές" του.
Αντικρίζεις ξεκάθαρα την αγωνία του Ντοστογιέφσκι, το κουρασμένο βλέμμα του Αλεξάνδρου, την υψιπετή παραφροσύνη του Νίτσε, την υπαρξιακή αγωνία του Κίρκεγκωρ, τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Κάφκα, την εκτός κάθε χρονικής διάστασης ευφυΐα του Λυκιαρδόπουλου, μα κυρίως ακούς φθόγγους ερώτων, δονήσεις σάρκας, ηλεκτρίζεσαι από μια υλικότητα διαπεραστική από άκρου εις άκρον.
Στις σελίδες της "Ζέλμπα" χορεύουν τον ηδονικό τους χορό η απόγνωση, η μοναξιά, η αγάπη της σάρκας, των σωμάτων, δεν διαφεντεύει ο θάνατος τις σελίδες της μα η νίκη επ' αυτού.

Ξεκινώντας από την ενότητα ποιημάτων "Γενάρης" και καταλήγοντας στον "Αύγουστο" ίσως πιστέψεις ότι το χάσμα μεταξύ τους είναι αγεφύρωτο, και με μια πρώτη ανάγνωση έτσι φαίνεται.
Όσο προχωράς και ξαναγυρνάς στις εποχές των δύο, κατά τα φαινόμενα, αντιθετικών μηνών, τόσο καταλαβαίνεις ότι ο Δεσποινιάδης στέκεται σαν γιατρός ανάμεσά τους και παραδίδει τον έναν στον άλλον, τούς κάνει ενέσεις ελπίδας, ζεστασιάς, ανθρωπιάς, πόνου, απόγνωσης αλλά και γνώσης ότι το ελάχιστο συνήθως μεγαλουργεί και το απλό κυρίως συνθέτει.

Δημιουργεί ένα πεδίο ανοικτότητας, υπενθυμίζοντάς μας στοργικά πόσο απλά μπορούν να αποτυπωθούν τα βάθη της ύπαρξης: ο έρωτας, η μοναξιά, ο θάνατος.
Είναι εδώ που ο έρωτας νικά τον θάνατο κι η σάρκα την αρρώστια της, εδώ που η συντροφικότητα κατακρημνίζει από τον θρόνο της τη μοναξιά και στεφανώνει την μοναχικότητα, εδώ που ο θάνατος ζηλεύει τη ζωή και της παραδίδεται άοπλος και ξεδοντιασμένος.

Ο Δεσποινιάδης έχει ξαναγράψει ποίηση, ήταν το
"Νύχτες Που Μύριζαν Θάνατο".
Αν δεν τιτλοφορούσε την τωρινή του συλλογή "Ζέλμπα" ("Λέξη σλαβομακεδονική που υποδηλώνει την έντονη επιθυμία, τον πόθο", όπως μάς πληροφορεί ο ίδιος στις πρώτες σελίδες της συλλογής) θα μπορούσε σίγουρα να την τιτλοφορήσει, "Χρόνος Που Μυρίζει Άνθρωπο", ένας χρόνος μνήμης και ματαιώσεων, ένας χρόνος πάθους και ελπίδας, ένας χρόνος χωρίς όρια, ένας χρόνος τελικά άχρονος.  

(Από την "Ζέλμπα", ενότητα "Αύγουστος")

"Η γυναίκα μου με ρωτάει"

"Η γυναίκα μου με ρωτάει καμιά φορά
τι τα θέλω όλα αυτά
χαρτιά, ιδέες, επιχειρήματα
"Μην σκέφτεσαι όλη την ώρα"
μου λέει
"θα το φυράνεις το μυαλό σου".
Δεν σκέφτομαι όλη την ώρα,
θέλω να της πω.
Όταν βυθίζομαι μέσα σου
ή όταν χώνω τα μούτρα μου
στα σκέλια σου
δεν σκέφτομαι καθόλου"

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Λέξεις & Καπνοί

Τα μαγαζιά είχαν πεθάνει κι πάνω στα συντρίμμια τους έστριβαν καπνό θεριακλήδες παλιοί, που ποτέ δεν έκοψαν το τσιγάρο ακόμα κι αν θα ήταν το τελευταίο τους και πέθαιναν από ασφυξία.

Ήταν τα χρόνια που είχαν περάσει από μέσα τους κι έδιναν αυτή την λάμψη στα μάτια τους; Μπορεί να ήταν απλώς τα μάτια τους περίεργα, λαμπερά και χαρακωμένα παντού, αλλά ήταν τα δικά τους μάτια, όχι δανεικά.Κάθονταν πάνω στις κατεστραμμένες πινακίδες των μαγαζιών και έλεγαν αυτοσχέδια ποιήματα, της στιγμής. Γελούσαν συνέχεια, μα τί τους είχε πιάσει κι έλεγαν ποιήματα; Δεν ήξεραν τί έλεγαν, δεν υπήρχε νόημα, δεν ήξεραν καν τί είναι ένα ποίημα.Οι ταμπέλες πέταξαν στον ουρανό με αγορασμένα φτερά, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αναστηθούν.Άλλωστε, ο Χριστός είχε φροντίσει μόνο την ανάσταση των ανθρώπων, ούτε ζώων ούτε πραγμάτων και σίγουρα δεν σκέφτηκε ποτέ τις ταμπέλες.

 Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αναστηθούν σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο που μόλις γεννιόταν έτσι πεταμένες που ήταν, παρά μόνο με δανεικά φτερά από ένα μαγαζί που υπήρχε λίγο πιο πέρα και τα βρήκαν μισοτιμής. Όταν έκαναν τη δουλειά τους θα τα πετούσαν ψηλά από τον ουρανό κι ίσως έφταναν τον στόχο τους. Αν όχι, είχαν ενημερωθεί από τα εγχειρίδια χρήσης ότι μπορεί και να ταίριαζαν σε ανθρώπινες πλάτες, μικρές και στενές, σαν αυτές που τα παιδιά έχουν και κρεμάνε τις τσάντες τους για το σχολείο.


Οι ταμπέλες αποχώρησαν και στη θέση τους μπήκαν οι λέξεις από τα ποιήματα των θεριακλήδων που διασκέδαζαν με αυτές και μερικές τις είχαν κάνει κομπολόγια για να απασχολούν τα χέρια τους κι όχι το μυαλό τους, που πάντα έλεγαν ότι είναι ασκεπές κι έχει σκουριάσει από την πολυβροχία και τις καπνισμένες σκέψεις.Παρόλα αυτά, όταν τους παρατηρούσες από κοντά έβλεπες ότι το κρανίο τους έλαμπε και γινόταν φωτοβολίδα στον ουρανό σαν αφήναν τις σκέψεις τους να διαπεράσουν την ατμόσφαιρα που και αυτή αγκομαχούσε σαν μιλούσαν, ήταν δηλαδή σίγουρα κάποιες από αυτές τις λέξεις σπουδαίες.Εκείνοι δεν καταλάβαιναν αλλά μιλούσαν ακατάπαυστα δίπλα και πάνω στην καταστροφή. Μέχρι το βράδυ τα λόγια τους είχαν πλημμυρίσει με λέξεις και καπνό όλα τα ανοιγμένα κεφάλια που είχαν επιζήσει.Δεν ήταν εκείνη η μέρα για παραπάνω πειραματισμούς, αρκετούς είχε φέρει μαζί της η εκκόλαψη ποιημάτων πάνω στην καταστροφή. Τη μάνα την ήξεραν όλοι, ήταν φανερό ποιά γέννησε όλα αυτά τα αυγά. Ο πατέρας όμως έλειπε. Πού να ήταν; Ποιός ήταν; Κάποιοι έλεγαν ότι είχε πετάξει μαζί με τις ταμπέλες και ποτέ κανείς δεν τον είδε.Ίσως να ήταν κι έτσι.