Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Ποιός Κόσμος;

Aνέστιοι και ανέτοιμοι μέσα στη βροχή που έπεφτε σαν ηλιαχτίδα τύψεων.
Μόνοι. Μη ρωτάς γιατί, έτυχε ή μπορεί και να το θελήσαμε.
Πάντα έτοιμοι για τους άλλους, αν μας έβαζαν να πιούμε μαζί τους
Δύσκολο πράγμα το πιοτί.
Όποιος το μοιράζεται, τα μοιράζεται όλα. 
Εμείς πίναμε μόνοι μας, πολλοί, αλλά μόνοι μας
και πέφταμε σε όνειρα, ξύπνιοι ήμασταν, όχι έξυπνοι. 
Τούτου του κόσμου ο νους έκαιγε την ψυχή μας
άλλος όμως δεν υπήρχε για φευγιό.
Εδώ ό,τι γινόταν, εδώ όλα.
Και φύγαμε μέσα στον κόσμο γεμάτοι προσδοκίες.
Δεν θυμάμαι πού τις βρήκαμε, μάλλον θα ήταν στα παζάρια της ανατολής αφημένες
κι ο έμπορος δεν μας έκανε παζάρι.
Τις πήραμε, αλλά δεν είχαν μέσα τίποτα. Ανέστιες και αυτές, κούφιες.
Κόσμος που υπενθυμίζει τις λύπες μας είναι χώρος με χιονιά και κρύο
δεν φεύγεις χωρίς παλτό να παλέψεις με το κρύο
κι ο θεός, παγωμένος στο καβούκι του, άχρωμος, αδύναμος και άρρωστος.
Μόνο κάτι σκονισμένα καφενεία μάς απόμειναν να μιλάμε για τα περασμένα
τα δάκρυα ήταν σκόνες πάνω στα τζάμια, εκεί που έγραφες τα ονόματά μας.
Εμείς φύγαμε έστω κι έτσι, έστω και δειλοί τα καταφέραμε.
Εσάς τους θαρραλέους, εσάς τους έξυπνους, ποιός κόσμος θα σάς θάψει;