Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

ΣΩΘΗΚΑΜΕ...


Όλοι οι δέκτες τηλεόρασης έκλεισαν στις οκτώ και παραμείναμε μόνοι Χωρίς έρωτα και κουβέντα, χωρίς κάποια φωνή μέσα στο σπίτι, χωρίς "πατατάκια θεάματος" 
Όλα για μας ήταν ίδια μπροστά στην τηλεόραση
Κοιταχτήκαμε στην οθόνη και δακρύσαμε 
Κανείς δε βγήκε έξω να μας μιλήσει μα ούτε κι εμείς ζητήσαμε κάποιον
Είχαμε ξεσυνηθίσει... 
Άρχοντες και δούλοι κοιτάζαμε τα χιόνια του προγράμματος και βάζαμε στοιχήματα
Ακόμα δεν είχε κλείσει η πληγή της προηγούμενης καταστροφής και τώρα ήμασταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε και τη μοναξιά…  
Ευτυχώς είχαμε μια κεραία ρεζέρβα Σωθήκαμε...

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ...



Κλειστές πόρτες που έχασκαν στην όψη του γκρεμού
γλαροπούλια στην τελευταία τους πτήση
μικρά σιδερένια στρατιωτάκια που έδιναν την τελευταία τους μάχη.
Ο βασιλιάς του κόσμου καθόταν στον πήλινο θρόνο και χάζευε τα πλήθη του σύμπαντος κόσμου
του κόσμου που πριν από λίγο έκλεισε τις πόρτες στα πιο ανήσυχα παιδιά του
τα γλαροπούλια, τους στρατιώτες με τα λασπωμένα όπλα και τις σκισμένες από τα χρόνια αρβύλες.
"Πόρτες ασφαλίσατε" κραύγασε κι εκείνες υπάκουσαν χωρίς δισταγμό.
Μόνο μία έμεινε να φωνάζει για ελευθερία και συμπόνια.
Ξυλοκόποι την πετσόκοψαν και την πέταξαν στη φωτιά.
Κανείς δεν άκουγε τις φωνές και το αίμα πεταγόταν από τους κρουνούς ζωντανό ζωγραφίζοντας στους τοίχους το σημάδι του επόμενου κόσμου.
Όλοι καθισμένοι στις μεγάλες πολυθρόνες παρακολουθούσαν τους δρόμους και ξόδευαν την ηδονή σε ανούσιες γιορτές και ανοιγμένα δώρα.
Ο τελευταίος βασιλιάς κρατούσε αναμνήσεις και οικογενειακά άλμπουμ γεμάτα από φιλήδονες στάσεις των υπηκόων του.
Μην περιμένεις άλλο, ο κόσμος έχει κλείσει τις πόρτες του μια για πάντα.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΡΩΤΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ...

Πρωταγόρας: "Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος"
Κόκκινος, υπερήφανος, τρυφερός, βίαιος έρωτας είναι ο Ανθρώπινος. Όχι αξιωματικά αναπαραγωγικός, όχι χριστιανικός. Μόνο Ηδονικός, ο ένας για τον άλλον, για τη στιγμή, για την αιωνιότητα του ηδονικού χρόνου, για ό,τι μας περικλείει και τους δύο.

Για αυτό έχει το προνόμιο να μας κατέχει και να τον κατέχουμε. Σύντροφοι στη βιολογία των σωμάτων, των εκκρίσεων, της Ανθρώπινης αναπνοής. Χαρά, πόνος, κρυμμένες αναμνήσεις, βία και προσμονή της επόμενης στιγμής. Μόνο για σένα και τον άλλον. Οι στιγμές είναι ιερές αλλά όχι θρησκευτικά ιερές. Σέβεσαι και σε σέβονται ανθρώπινα όταν ξέρεις την ουσία σου, όταν η επιλογή είναι κοινή, όταν ο Σεβασμός κατακτιέται, όχι όταν έρχεται από το θεό.
Εκεί που μπορείς να είσαι ελεύθερος, να αφήσεις το σώμα σου να κατακτήσει και να κατακτηθεί, να επιτεθεί και να αμυνθεί, να ανέβει σε θρόνο και να βουτηχτεί σε λάσπες, εκεί, εκεί μη βάζεις το θεό σου. Άστον στη θέση του και δες τον Άνθρωπο, τον μοναδικό συμμετέχοντα, τον Γυμνό Άνθρωπο, που τόσο κατηγόρησαν όλοι οι θεοί, που τόσο βασανίστηκε για αυτούς, που τους προσκύνησε επειδή φοβήθηκε την εγωιστική και απάνθρωπη οργή τους.
Η ουσία μας είναι πολύπλοκη, για αυτό καθαρά ανθρώπινη.
Ποιος θέλει τον θεϊκό έρωτα, ποιος τον ξέρει;
Τι είναι ο θεϊκός έρωτας;
Μπορείς να κάνεις έρωτα με το Θεό ή εκείνος μαζί σου;
Ό,τι έχει γραφτεί, ό,τι έχει ειπωθεί αγγίζει τον ανθρώπινο, τον δικό μας έρωτα.

Ας αφήσουμε λοιπόν το θεό εκεί που είναι (αν ξέρεις κάποιος πού ας με ενημερώσει) κι ας γευτούμε χωρίς τύψεις κι αναστολές τον έρωτα των ανθρώπων. Τον μόνο έρωτα που ξέρουμε και μας ταιριάζει επειδή είναι δημιούργημα μας, όχι τέλειο αλλά σίγουρα δικό μας, κομμάτι μας.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΙΧΑ ΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΞΥΠΝΗΣΩ...



Είχαμε ξαπλώσει στο κρεβάτι και ο μεσημεριάτικος ήλιος έμπαινε βίαια από τα ορθάνοιχτα παράθυρα. Δεν μας ένοιαζε αν μας έβλεπαν γιατί τα σώματά μας ήταν αδιαπέραστα. Έτσι τα νιώθαμε. Η βουή της πόλης έφτανε αχνή στα αυτιά μας σαν νανούρισμα. Εσύ ήσουν ξαπλωμένη σχεδόν σε όλο το κρεβάτι κι εγώ για να μη σε ενοχλώ ακουμπούσα με το δεξί μου χέρι το πάτωμα απαλά, σχεδόν το χάιδευα για να μην ακουστεί κάποιος τριγμός και σε ξυπνήσει. Δεν ήθελα να ακούγεται τίποτα που θα μπορούσε να χαλάσει τον κουρασμένο από τα ταξίδι ύπνο. Γύρισα προς το μέρος σου και μύρισα το κορμί σου. Ιδρώτας, θαλασσινός αέρας και η δική σου μυρωδιά ανακατεύτηκαν μέσα στις οσμικές μου απολήξεις. Οι πόροι του μυαλού μου άνοιξαν διάπλατα και βρέθηκα σε χωράφια γεμάτα λουλούδια, άσπαρτες πεδιάδες, έρημα αλώνια. Η ανάσα σου, αυτή η ανάσα του καλοκαιριάτικου μεσημεριού έντυνε με ουράνια τόξα τα σαρκώδη χείλη σου. Σε ακούμπησα απαλά για να νιώσεις την οσμή που ανέδιδες κι εσύ μόρφασες ενοχλημένη. Τι περίεργο… πάντα του άλλου τη μυρωδιά νιώθουμε καλύτερα, ποτέ τη δική μας.
Ακούμπησα απαλά την πλάτη σου και τράβηξα το χέρι μου μέχρι κάτω. Μια άσπρη γραμμή διαπέρασε το δέρμα σου. Το τέλος της έφτανε στο λευκό χώρισμα που είχε αφήσει ο ήλιος ανάμεσα στο κορμί και σε ό,τι κρυβόταν κάτω από το λεπτό σου εσώρουχο. Πάνω σου έβλεπα τις αλλαγές των εποχών. Χειμώνας και καλοκαίρι μέσα σε λευκό και σκούρο. Τι ηδονικό θέαμα. Τι όμορφη εποχή είναι το καλοκαίρι…

Είχα πάντα το νου μου να μη σε ξυπνήσω.

Όνειρο: Μετά τη θάλασσα βρίσκεσαι σε αμμουδερή ακτή και κάνεις έρωτα τόσο πρωταρχικό, σαν να γεννιέσαι εκείνη τη στιγμή. Ο ήλιος αλατίζεται μέσα στο φως του και τα σώματα στροβιλίζονται στο χορό της ηδονής.
Άρχισα να νιώθω ζεστός. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στο γραφείο…

Είχα το νου μου να μη σε ξυπνήσω.

Άνοιξα το ημερολόγιο και κοίταξα απρόσεκτα την ημερομηνία. Τι σημασία είχε εκείνη τη στιγμή η μέρα, η ώρα, ο χρόνος. Μόνο να έμενε για πάντα ο ήλιος φωτεινός ζητούσα. Κάποιοι μετανάστες ακούγονταν να μιλάνε δυνατά. Φαίνεται πως μάλωναν. Ένα αυτοκίνητο φρέναρε απότομα και ο ήχος του ξαναχάθηκε στον πολύβουο ρυθμό της λεωφόρου. Γύρισα για να δω μήπως μου ξύπνησες. Το φως του ήλιου έπεφτε όλο πάνω στα μαλλιά σου. Εκείνα φώτιζαν περίεργα. Άφησα το γραφείο και ξάπλωσα δίπλα σου. Ένιωθα ακόμα ζεστός. Κατέβασα με χειρουργικές κινήσεις το εσώρουχό σου και ένα ζεστό ρεύμα διαπέρασε τις ίνες του μυαλού μου. Νόμιζα ότι έβλεπα μπροστά μου την υδρόγειο. Τα ένα ημισφάιριο δίπλα στο άλλο, τόσο αρμονικά βαλμένα…

Εγώ είχα πάντα το νου μου να μη σε ξυπνήσω.

Ακούμπησα τη γυμνή σου σάρκα ενώ εσύ προσπάθησες να αποφύγεις το ιδρωμένο μου χέρι. Χάιδεψα τρυφερά τα μαλλιά σου κι ακούστηκε ένας μικρός ακούσιος ήχος σαν βγαλμένος από κοριτσάκι μικρό, πολύ μικρό…

Έβγαλα αργά-αργά το μικρό σου νυχτικό και η όψη του στήθους σου γέμισε τον σκιερό κόσμο του τοίχου. Δύο λοφίσκοι αναζητούσαν κατακτητή. Μια λεπτή ηλιαχτίδα διέγραψε το χώρισμα των εποχών σου. Χειμώνας και καλοκαίρι έλαμψαν μέσα στο ηλιάτικο φως. Τα ένστικτά μου αναζητούσαν το στήθος σου, τη σάρκα σου, ο ιδρώτας έτρεχε στο στόμα μου, στο στέρνο μου, στην κοιλιά μου, στα πόδια μου. Σε γύρισα απαλά ανάσκελα και έστρεψα τα μάτια μου στο μικρόκοσμο που στεκόταν ακίνητος ανάμεσα στα πόδια σου. Μια μικρή χαράδρα έχασκε. Φαινόταν υγρή. Έσκυψα και άρχισα να την φιλάω προσεκτικά σαν προσκυνητής που σκύβει ευλαβικά στην εικόνα του προστάτη Αγίου του. Σκέφτηκα πως δεν υπάρχει τίποτα πέρα από εσένα. Τίποτα πιο μεγαλειώδες από το να αποτίσεις τιμή σε αυτόν τον ναό της αγάπης. Τι να τον κάνεις τον Θεό όταν μπροστά σου βρίσκεται η ανθρώπινη ουσία γυμνή, ιερή και τόσο μεγαλόπρεπη; Που ψάχνεις το αναστάσιμο φως αν όχι εδώ;

Συνέχισα ευλαβικά να περιεργάζομαι με τη γλώσσα μου κάθε μόριο του ηδονικού μου τάματος. Έβαλες τα δάχτυλά σου μέσα στα μαλλιά μου και με φωνή παιδιάστικη σχεδόν με παρακάλεσες να νιώσω την κίνησή σου, να αφουγκραστώ το Είναι σου, να στολίσω τον ερωτικό σου διάκοσμο…

Εγώ είχα πάντα το νου μου να μη σε ξυπνήσω...