ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
Η ώρα είναι μία και μισή μετά τα μεσάνυχτα και η Μαρία είναι μόνη της. Τριγυρνάει στο σαλόνι με μια μπουκάλα βότκα και μονολογεί… Μαρία: Περιμένω… περιμένω… πόση ώρα χρειάζεται για να έρθει; Ήσουνα κι εσύ σκληρή μαζί του. Και τι δε του είπες… τι γλείφτη… τι πουλημένο… τι χαζό. Ναι το ξέρω… και δε μετανιώνω. Καλά έκανα. Δεν ήθελα όμως να φύγει… να με αγκαλιάσει ήθελα… να με φιλήσει… να μου κάνει έρωτα. Δεν μπορώ να τον συγχωρήσω. Δεν είμαι χριστιανή εγώ. Δεν είμαι τίποτα εγώ… δεν είμαι τίποτα. Όλα όσα είπα, τα πίστευα. Δεν θα κάνω πίσω… δεν είμαι χριστιανή εγώ. Είμαι σκληρή, δεν είμαι παιδάκι. Ξέρω να αγαπάω αυτούς που μ' αγαπούν… μήπως είναι λίγο αυτό; (Παίρνει ένα βιβλίο απ' την βιβλιοθήκη και το ξεφυλλίζει) Και όλα αυτά τα βιβλία δεν έχουν καμία λύση. Μόνο προβλήματα και ερωτήσεις. Στο διάολο να πάνε… (Το πετάει) Τώρα να δούμε ποιος θα έρθει πρώτος. Λες να συμπέσουνε οι καλεσμένοι μου; (Γελάει δυνατά) Αν έρθουν μαζί, θα φτιάξω μια ωραία μακαρονάδα και θα το γιορτάσουμε… μ' ακούς Γιώργο;… θα το γιορτάσουμε. Οι οικοδέσποινες υποχρεούνται να είναι ευγενικές· πρέπει να είναι ευγενικές. Η μάνα μου έλεγε: " να προσέχεις να είσαι πολιτισμένη, να μην δείχνεσαι, να είσαι φιλόξενη". Μάνα, δεν σε άκουσα σε τίποτα… ευτυχώς. Έκανα όλα τα αντίθετα… δε θα γίνω εγώ ο περίγελος κανενός, ούτε ο δικός σου μάνα… ούτε ο δικός σου. Και αυτή η πουτάνα η διαχειρίστρια δε θα κάνει ό,τι θέλει. Εμένα δε με γελάει κανείς, κανείς… με ακούς μάνα; Χα χα χα, θα γίνει απόψε… δε θα ξημερώσει χωρίς κόπο, όλα θα ξεκαθαρίσουν σήμερα και ο κάθε κατεργάρης θα πάει στον πάγκο του. (Σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου και σχηματίζει ένα νούμερο) μάλιστα, μάλιστα… στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι μία και σαράντα ένα και είκοσι δευτερόλεπτα. Μα που είναι οι καλεσμένοι μου; Δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη σε έλληνες για ραντεβού, τουλάχιστον αν ήμασταν στην Αγγλία… Άλλα δύο λεπτά δίνω, αν δεν έρθει κανείς, θα τους κρεμάσω τα κουτάλια.
(Χτυπάει το κουδούνι συνθηματικά, η Μαρία τρέχει να ανοίξει) Τελικά τους αδίκησα… και στην Ελλάδα βρίσκεις πραγματικούς Άγγλους, είναι λίγο σπάνιο αλλά αν έχεις τύχη, βρίσκεις.
(Σβήνει τα φώτα και περιμένει, χτυπάνε την πόρτα και ανοίγει αργά, μια γυναικεία φιγούρα μπαίνει)
Μίρκα: Γιωργάκη, Γιωργάκη… που είσαι μωρό; Που μου κρύβεσαι; Βγες έξω να σου δώσω το δώρο σου, η Μίρκα σου είναι εδώ. (Με νάζι) Γιωργάκη μου… άναψε κανά φως μωράκι, θα σκοτωθούμε εδώ μέσα… τι έκπληξη και αυτό το σημερινό! Πώς έγινε και λείπει η Μαρία τέτοια ώρα; Δε το πίστευα όταν πήρα το μήνυμα σου.
(Τα φώτα ανάβουν)
Μαρία: Τώρα το πιστεύεις;
Μίρκα: Μα..ρί..ααα;
Μαρία: Εγώ είμαι αυτή, είναι αλήθεια. Δε με περίμενες, ε;
Μίρκα: (Πανικόβλητη) Πού είναι ο Γιώργος; Παναγία μου, σε λάθος διαμέρισμα μπήκα;
Μαρία: Μη λες βλακείες. Σκέψου λίγο. Αν μπήκες σε λάθος διαμέρισμα ζητάς λάθος άνθρωπο, άρα μένω κι εγώ σε λάθος διαμέρισμα και αυτό δε γίνεται. Είσαι στο σωστό σπίτι, όμως ο καλός σου λείπει.
Μίρκα: (Τα έχει εντελώς χαμένα) Ο καλός μου… ποιος καλός μου;
Μαρία: Ο καλός σου ρε παιδάκι μου… ο καλός σου, ο καλός σου που τυχαίνει να ΄ναι ο δικός μου καλός… εεε μάλλον… ο δικός μου κακός. (Χαμογελάει πονηρά ) Ξέρεις σε αυτές τις περιπτώσεις ο ίδιος άνθρωπος είναι καλός για τον έναν αλλά κακός για τον άλλον. Πως είναι ο Θεούλης με τον Διαβολάκο… κάπως έτσι τελοσπάντων. (Επίσημο ύφος) Θες ένα ποτήρι νερό;
Μίρκα: (Έτοιμη να καταρρεύσει) Μπορώ να κάτσω;
Μαρία: Και βέβαια, σαν στο σπίτι σου. Κοίτα, τα πράγματα είναι απλά. Ο καλός σου με άφησε στο πόδι του, στο καλό του πόδι, το δεξί. Μου είπε: "Αν έρθει η Μίρκα περιποιήσου την μέχρι να γυρίσω". Δε θα αργήσει, μην ανησυχείς.
Μίρκα: Δηλαδή… μα πως… ξέρεις;
Μαρία: (Της δίνει το ποτήρι νερό) Σου φαίνομαι για άσχετη; Και βέβαια ξέρω.
Μίρκα: (Πίνει το νερό με βουλιμία) Τι ξέρεις δηλαδή;
Μαρία: Ε τώρα αυτά θα λέμε; Αφού σου λέω ότι ξέρω μη το πάμε παραπέρα… Αλήθεια, δε ζεσταίνεσαι με την καμπαρτίνα καλοκαιριάτικα; Σκάει ο τζίτζικας έξω.
Μίρκα: Όχι, όχι. Είμαι λίγο κρυωμένη.
Μαρία: Έτσι την πατάμε. Λες είναι καλοκαίρι, ζεσταίνεσαι, γδύνεσαι, σε παίρνει το ρεύμα και… (Με μια απότομη κίνηση της ανοίγει την καμπαρτίνα) αααα, τι ωραία εσώρουχα είναι αυτά βρε Μίρκα μου! Καλά, πάντα είχες φοβερό γούστο, αλλά τώρα… τι να λέμε! Η καμπαρτίνα, κόλπο, ε; Κάτσε να σου δείξω και εγώ τα προικιά μου. (Βγάζει τη ρόμπα) Πως σου φαίνονται;
Μίρκα: Ωραία είναι, ωραία… αλλά… λέω να φεύγω σιγά, σιγά.
Μαρία: Μα γιατί, μόλις τώρα ήρθες. Θεέ μου, τι αγενής που είμαι. Μήπως θες ένα ποτάκι;
Μίρκα: Όχι ευχαριστώ. (Σηκώνεται και κουμπώνει την καμπαρτίνα της) Θα φύγω.
Μαρία: (την πιάνει από το χέρι και την καθίζει) Δε θα πας πουθενά (Της ξανανοίγει την καμπαρτίνα) Θέλω να βλέπω το σωματάκι σου. Χάρμα είσαι, χάρμα. Λοιπόν τι θα πιεις;
Μίρκα: Δε θέλω κάτι.
Μαρία: Μα τι είναι αυτά που λες; Πρώτη φορά σπίτι μου - τουλάχιστον με μένα μέσα - και θα σ’ αφήσω έτσι; Έλα πες μου: ουίσκι, βότκα, κρασί, μήπως κονιάκ;
Μίρκα: (Προσπαθεί να καλύψει το στήθος της) Εντάξει είμαι, δε θέλω τίποτα.
Μαρία: Καλά, εγώ θα συνεχίσω με βότκα και αν μετανιώσεις μου λες. Άλλωστε έχουμε ώρα ακόμα. (Παρακλητικά) Μόνο μην κρύβεις το στήθος σου γιατί θα μαλώσουμε. Άσε τον εαυτό σου ελεύθερο, χαλάρωσε… δεν είμαστε ωραία; Λοιπόν τι να σου πω, πολύ μ΄ άρεσε που σήμερα σε ξαναείδα μετά από τόσο καιρό. Να το κάνουμε συχνότερα.
Μίρκα: Τι να κάνουμε δηλαδή;
Μαρία: Να συναντιόμαστε ρε παιδί μου, να βρισκόμαστε. Συγνώμη για το θάρρος αλλά πρέπει να στο πω. Τόση ώρα τα βλέπω και θέλω να το πω: τα βυζιά σου είναι φοβερά, σχεδόν αψηφούν το νόμο της βαρύτητας, (Την πλησιάζει και τα χαϊδεύει) πέτρα τα άτιμα, πέτρα. Α ρε Γιώργο, άρχοντας είσαι αγόρι μου, άρχοντας. Και τι ρόγα θεέ μου, απίστευτη. Σήκω λίγο και κάνε ένα γύρο να σε δω.
Μίρκα: Τι πράγμα;
Μαρία: Έλα τώρα, μη ντρέπεσαι. Εδώ εγώ που είμαι οικοδέσποινα και εμφανίζομαι μπροστά σου με ρόμπα. Βγάλε την καμπαρτίνα και κάνε ένα γύρο να σε δω.
Μίρκα: (Σηκώνεται φοβισμένη, βγάζει την καμπαρτίνα και κάνει ένα γύρο) Εντάξει;
Μαρία: Τι ήταν αυτό; Γύρνα λίγο σε παρακαλώ, γύρνα.
(Η Μίρκα γυρνάει και στέκεται ακίνητη, τρέμει)
Μαρία: Α ρε George, πάντα μερακλής ρε μπαγάσα. Πως έπεσες στα δίχτυα του ρε παιδάκι μου τόσο ωραία κοπέλα; (Παίρνει τη βότκα και πίνει από το μπουκάλι) Αλλά ξέχασα ότι εσένα πάντα σ΄ αρέσανε οι γιάπηδες. Είχες μια έφεση στο είδος. Εγώ από την άλλη είχα εμμονή με τους χαζούς. Τελικά, βρήκαμε κι οι δύο αυτό που θέλαμε.
Μίρκα: Μαρία.
Μαρία: Παρακαλώ;
Μίρκα: Συγνώμη.
Μαρία: Χα, χα, χα, χα, με κοροϊδεύεις; Απορρίπτεται. Δεν είμαστε εδώ για να ζητάμε συγνώμες. Εδώ είμαστε για να περάσουμε καλά. Καλά και οι γόβες σου είναι φοβερές. Πολύ καυλωτικές. Οι δικές μου σ΄ αρέσουνε; (Επιδεικνύει στη Μίρκα τα πόδια της)
Μίρκα: Ναι ωραίες είναι.
Μαρία: Απλά ωραίες; Δε τις πρόσεξες καλά φαίνεται. Οι ζαρτιέρες, η ρόμπα… δεν είναι όλα φοβερά;
Μίρκα: Είναι πολύ ωραία όλα.
Μαρία: Αν σου πω από πού τα πήρα όλα αυτά, θα μείνεις με ανοιχτό το στόμα.
Μίρκα: Από πού;
Μαρία: (Πίνει μια γερή γουλιά βότκα) Από τη λαϊκή. Το πιστεύεις; Μέσα στους πάγκους με τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα, πέτυχα μια μέρα ένα τύπο που πουλούσε σέξι εσώρουχα, γόβες και ερωτικά βοηθήματα… αν έχεις το Θεό σου. Ξέρεις, ήταν τότε που με είχαν απολύσει από τη δουλειά και κατέβαινα μεσημέρι στη λαϊκή μπας και βρω τίποτα φτηνό. Έχει τύχει να σ’ απολύσουν ποτέ;
Μίρκα: Όχι.
Μαρία: Ναι ξέρω… εσύ έχεις πολύ καλή θέση. Θα έρθει και η ώρα σου πάντως. (Σιωπή) Λαϊκή; Πηγαίνεις;
Μίρκα: Όχι, δεν έχει τύχει.
Μαρία: Εντάξει, λογικό. Δεν είναι χώρος για καριερίστες, σου βγαίνει το όνομα. Φαντάσου ότι μια φορά που ζήτησα απ΄ το Γιώργο να έρθει να με βοηθήσει, αρνήθηκε, μήπως και πετύχει το διευθυντή του. “Που να σε δει ρε Γιώργο εδώ πέρα;” του λέω. “Μα Κυψέλη μένει, μπορεί να κατεβαίνει για ψώνια εδώ”… έτσι μου απάντησε ο Γιωργάκης. Άκου να δεις τώρα… ο Γιώργος βασιλικότερος του βασιλέως. Ο διευθυντής δεν είχε πρόβλημα να τον βλέπουν στη λαϊκή, αλλά ο Γιώργος… Τέλος πάντων. Να σου πω! Εσύ από πού πήρες τα εσωρουχάκια σου; Είδες, δε σε ρωτάω για την καμπαρτίνα, προσπαθώ να είμαι διακριτική.
Μίρκα: Τι σημασία έχει; Μπορώ να τη φορέσω τώρα;
Μαρία: (Την κοιτάει στα μάτια) Όχι δε μπορείς. Σπίτι μου είσαι, εγώ φτιάχνω τους κανόνες. Αν δε σ΄ αρέσει… δυστυχώς, αλλά δεν μπορείς να φύγεις. Λοιπόν, σε ακούω. Από πού πήρες αυτά τα όμορφα εσώρουχα; Μήπως Κολωνάκι; Έχει ένα φοβερό μαγαζί εκεί, πανάκριβο ρε παιδάκι μου όμως. Έλα πες μου. Έχω κάτι οικονομίες και λέω τις απόκριες να ντυθώ πουτάνα καριέρας. Πού τα πήρες;
Μίρκα: Εεεε, δε θυμάμαι… ξέρεις έχω πολλά και… δε θυμάμαι.
Μαρία: Έχεις πολλά; Τι διάολο, καριέρα κάνεις ή πηδιέσαι; Τέλος πάντων. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Στρίνγκ κορδόνι - διαμπερές μπροστά, διάφανο σουτιέν με ροζ φουντίτσες στις ρώγες, ζαρτιέρες ιδίου χρώματος. Μάλιστα, μάλιστα, χα χα χα δε σου θυμίζω μπάτσο; (Σηκώνεται με το μπουκάλι στο χέρι και ανοίγει ένα συρτάρι. Ψάχνει. Κάτι κρατάει στα χέρια της) Τη βρήκα, τη βρήκα
Μίρκα: Τι είναι αυτά;
Μαρία: Αυτά… είναι απόδειξη.
Μίρκα: Απόδειξη;
Μαρία: Ναι. Ξέρεις, αυτό το συρτάρι το έχω ονομάσει "συρτάρι των ενοχοποιήσεων".
Μίρκα: Δεν καταλαβαίνω.
Μαρία: Είναι απλό. Εδώ μέσα κρατάω το "εγκληματικό" υλικό του γάμου μου. Μη σε ζαλίζω όμως με τις εμμονές μου γιατί από μικρή κουβαλάω διάφορα… συρτάρια. Άστο. Πάμε στα δικά μας. (Της απλώνει το χέρι με την απόδειξη και της κάνει νόημα να την πάρει) Διάβασε δυνατά και καθαρά.
Μίρκα: Να διαβάσω την απόδειξη;
Μαρία: Όχι, να διαβάσεις το χέρι μου. Ε και βέβαια να διαβάσεις την απόδειξη. Αργά και καθαρά σε παρακαλώ.
Μίρκα: Ζαρτιέρες, εκατό ευρώ, στρ…
Μαρία: (Την διακόπτει) Από την αρχή σε παρακαλώ, από την αρχή. Τι γράφει πάνω-πάνω;
Μίρκα: Το όνομα του μαγαζιού.
Μαρία: (Αυστηρά) Έτσι μπράβο. Σε ακούω λοιπόν.
Μίρκα: Είδη ερωτικής ένδυσης "ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ", Γιάννης Πετσοκέφαλος και Υιοί…
Μαρία: (εκκωφαντικό γέλιο) Ωχ ωχ η κοιλιά μου, φοβερό επίθετο. Τι άλλο μαγαζί θα μπορούσε να έχει κάποιος που τον λένε Πετσοκέφαλο; Συγνώμη για τη διακοπή, αλλά κάθε φορά που διαβάζω αυτό το όνομα γελάω και δεν μπορώ να σταματήσω… χα χα χα χα χα… συνέχισε εσύ, συνέχισε… και τώρα που το σκέφτομαι πώς λες να φώναζε τους… Υιούς του όταν ήταν μικροί; Συνέχισε, συνέχισε…
(Η Μίρκα τρέχει προς την πόρτα και προσπαθεί να την ανοίξει)
Μαρία: (Ακράτητο γέλιο) Μη το σκέφτεσαι καν… χα χα χα χα… η πόρτα είναι κλειδωμένη… χα χα χα χα… κάτσε στη θέση σου και συνέχισε να μου διαβάζεις… τα λες τόσο ωραία, σαν παραμυθάκι.
Μίρκα: (Ξεροβήχει) Πατριάρχου Ιωακείμ 15, Κολωνάκι.
Μαρία: Μη σταματάς, έλα τώρα, μπες στο ζουμί, μη με κόβεις στο καλύτερο.
Μίρκα: Διάφανο στρινγκ: 100 ευρώ.
Μαρία: Χα χα χα χα χα, πες μου, πες μου.
Μίρκα: Σουτιέν με φουντίτσες: 50 ευρώ. (Η Μαρία συνεχίζει να γελάει σχεδόν δαιμονισμένα)
Μίρκα: Ζαρτιέρες πολυτελείας: 150 ευρώ.
Μαρία: (Πνίγεται από τα γέλια. Βήχοντας) Πρώτη φορά ακούω ότι υπάρχουν ζαρτιέρας πολυτελείας, μέχρι τώρα μόνο το ψωμί ήξερα, λέγε, λέγε.
Μίρκα: Χειροπέδες "αστυνομικού τύπου": 70 ευρώ.
Μαρία: "Αστυνομικού τύπου"; Τι, δηλαδή υπάρχουν και άλλες χειροπέδες; "Αναρχικού τύπου" ας πούμε;
Μίρκα: (Φοβισμένη) Δεν ξέρω.
Μαρία: Είσαι μία εσύ! Εσύ δεν ξέρεις; Εσύ όλα τα ξέρεις. Και τώρα, ήρθε η ώρα για το μεγάλο φινάλε. Τα-τα-ρα-ρα-τα-ρα-ρα-τα-τα, το κοινό σου περιμένει. Πες το μου, σε παρακαλώ, στα πόδια σου πέφτω.
Μίρκα: (Χαμένη) Αρωματικό μαστίγιο: 60 ευρώ.
Μαρία: Αρωματικό μαστίγιο; Τι είναι αυτό; Τόσο πολύ έχει προχωρήσει η επιστήμη; Τι πάει να πει "αρωματικό μαστίγιο";
Μίρκα: Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Μαρία: Θες να μου πεις ότι δε το έχεις δοκιμάσει δηλαδή;
Μίρκα: Όλα αυτά δεν είναι δικά μου.
Μαρία: Και ποιανού είναι;
Μίρκα: Δεν ξέρω…. θέλω να φύγω.
Μαρία: Αυτό θα το αποφασίσω εγώ.
Μίρκα: Μαρία.
Μαρία: Μη μιλάς, κάνε απόλυτη ησυχία.
Μίρκα: Πρέπει να πούμε μερικές αλήθειες.
(ήχος ασανσέρ. Η Μαρία σβήνει τα φώτα και μπαίνουν στην κουζίνα. Κλείνει με τα χέρια της το στόμα της Μίρκας.)
Μαρία: (Ψιθυριστά) Μη μιλάς σου είπα, κράτα την αναπνοή σου. "Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός".