Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Ένας Θηλυκός Μονόλογος (1)

Συχνά με πιάνει το παράπονο.
Γιατί αυτοί κι όχι εγώ;
Δεν ξέρω καλά-καλά ούτε ποιοί είναι αυτοί, ούτε εμένα γνωρίζω τόσο καλά και δεν είμαι αρκετά σίγουρη πώς έφτασα ως εδώ.
Και πώς κάποιος μπορεί να τα έχει καταφέρει να νιώθει, να έχει, να ζητάει αυτό που εγώ δεν μπορώ να έχω, αλλά μπορώ καλύτερα από τον καθένα να νιώσω και να το ζητάω χωρίς περιστροφές.
Από μικρό παιδί έτσι, από τότε που με θυμάμαι.
Είχα λόγους όμως, δε το έλεγα για να το λέω, δεν παραπονιόμουν σα τις γκόμενες που δεν τους πέτυχε η βαφή και κλαίνε λες και πάθανε μεγάλη καταστροφή, ούτε έκανα σαν εκείνα τα κακομαθημένα κωλόπαιδα, που ο μπαμπάς κι η μαμά τούς προσφέρουν όλο τον κόσμο κι εκείνα ζητούν άλλον έναν.
Εγώ ξέρω το γιατί. Είχα λόγους, διάφορους λόγους.
Καταλάβαινα ότι δεν ήμουν αδιάφορη στη δυστυχία κι αυτό ήταν κάτι.
Τουλάχιστον κάποιος ενδιαφερόταν για μένα. 

Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν στα έξι ή εφτά, δε θυμάμαι καλά πλέον.
Δεν τσακώνονταν, δεν υπήρχαν εντάσεις στο σπίτι.
Εκείνος ήταν ήρεμος, εκείνη ήσυχη. Όχι ήρεμη, απλώς ήσυχη.
Αυτός στο γραφείο, εκείνη στο σαλόνι με ανοιγμένη την τηλεόραση ό,τι κι αν έδειχνε.
Η σιωπή ήταν πιο εκκωφαντική από οτιδήποτε άλλο εκεί μέσα.
Κάθε μέρα ο ίδιος ήσυχος κρότος.
Όταν τύχαινε να συναντιούνται στο μοναδικό διάδρομο που θα μπορούσε να τους ενώσει έστω και για λίγο, αρνούνταν πεισματικά να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον και ο ήχος αυτού του ήσυχου κρότου διπλασιαζόταν.
Τα βλέμματα τους, ξεκινούσαν από το κάτω μέρος της κόρης των ματιών και υψώνονταν μέχρι τις ρυτίδες του άλλου, ώστε να τις βαθύνουν ακόμα περισσότερο.
Αυτά τα βλέμματα γέμιζαν απάθεια την αδιάφορη ύπαρξη τους.
Μάλλον ήταν το μόνο που τους κρατούσε συνδεδεμένους και φαινομενικά αχώριστους.

Τελικά, δεν το είχαν καταλάβει, αλλά αυτό τους χώρισε: ένας ήσυχος, επαναλαμβανόμενος κρότος, ένα υπόγειο βλέμμα.

Έμεινα με τη μητέρα μου.
Δεν μπορούσα να επιλέξω έτσι κι αλλιώς ούτε και ήξερα αν ήθελα κάποιον λίγο παραπάνω από τον άλλον.
Δύο γυναίκες σε ένα σπίτι. Η μία κλαίει κι η άλλη να προσπαθεί να την παρηγορήσει.
Καθόλου ευχάριστο. Ειδικά όταν αυτός που παρηγορεί είσαι εσύ.
Αν έμενα με τον πατέρα μου θα ήταν καλύτερα; Ποιος ξέρει;
Είχα αναρωτηθεί πολλές φορές για να το ξανακάνω και τώρα.
Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον η αναζήτηση μιας απάντησης, που την αναζητάς μέσα σου, αφού από πριν ξέρεις ότι δεν θες να εκμυστηρευτείς πουθενά αυτό που σου συμβαίνει.

Και αυτό σε κάνει να είσαι μόνος σου.

Τον αγαπούσε παθολογικά.
Πολλές φορές την άκουγα να σχηματίζει το νούμερο του τηλεφώνου του σε εκείνο το παλιό τηλέφωνο με το στρογγυλό καντράν, αλλά εκείνος δεν απαντούσε σχεδόν ποτέ.
Η μαμά έκλεινε το τηλέφωνο με όση δύναμη της επέτρεπαν οι μύες του χεριού της.
Ο πόθος την έκανε να τρέμει ενώ άλλες φορές τα νεύρα της γίνονταν ένα με εκείνον τον πόθο.
Τότε, δε μπορούσα να καταλάβω πότε ήταν το ένα και πότε το άλλο, γιατί κάθε φορά η αντίδραση της μού φαινόταν ίδια.
Αργότερα άρχισα να ξεχωρίζω τους ήχους του τηλεφώνου όταν έκλεινε.
  
Τα άλλα κορίτσια έβγαιναν να παίξουν κι εγώ καθόμουν με τη μαμά, γιατί έλεγε πως με είχε ανάγκη. Για αυτό τη χώρισε κι ο πατέρας μου, έτσι τουλάχιστον έλεγε.
Επειδή εκείνη είχε πολύ ανάγκη εμένα ενώ αυτός είχε ανάγκη μόνο τη μητέρα μου κι εμένα μάλλον δε με πολυχώνευε, ίσως να μη με ήθελε κιόλας.
Μπορεί να ήμουν ένα τυχαίο γεγονός, μια άσχημη παύση στην ήσυχη ζωή τους, ένα γράμμα χωρίς αποστολέα.
Εκείνος έβρισκε άλλες για να καλύπτει το πάθος του, ενώ η μαμά συνέχισε να κοπανάει τα τηλέφωνα για χρόνια.

Καμία συσκευή δεν άντεξε για πολύ καιρό τις εξάρσεις μιας γυναίκας που είχε χάσει τον άντρα που αγαπούσε και δεν αντιλαμβανόταν το γιατί.
Ακόμα κι αν πολλές φορές δεν καταλάβαινα γιατί κάποιοι άνθρωποι θέλουν να είναι μαζί, ενώ ξέρουν ότι δεν μπορούν, αυτοί οι δύο παρέμεναν πεισματικά μαζί, για χρόνια που φάνταζαν με αιώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: