Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;


Μήνες έψαχνα. Μήνες. Που είχε εξαφανιστεί; Που είχε πάει;
Γιατί δε μου είπε τίποτα; Γιατί δεν είπε πως θα έφευγε; Γνωριζόμασταν πολλά χρόνια, έπρεπε να με είχε ειδοποιήσει.
Και αυτή η μάνα... κάθε μέρα έπαιρνε τηλέφωνο και με ρωτούσε. Τι να την κάνω κι αυτή, τι να της πω; Πάρε ένα τηλέφωνο ρε παιδί μου να μην ανησυχούμε. Την ώρα εκείνη ακούστηκε ο ηλίθιος ήχος του κινητού μου. Άγνωστο νούμερο. Κόλωσα. Να το σηκώσω ή να το αφήσω;
Ήπια μια τζούρα καφέ και περίμενα να αποφασίσω, λες και δεν ήμουν εγώ, λες και απλά με παρατηρούσα. Τι να κάνω; Τι να κάνω θεέ μου; Ποιος να είναι; Λες να είναι η Κυρά-Ελένη, η μάνα του αγνοούμενου; Αν είναι αυτή, δεν απαντάω, δεν μπορώ άλλο να ακούω τα κλάματά της. Δεν έχω τη δύναμη να τη βοηθήσω κιόλας, τι μπορώ να κάνω; Άρχισε να ξαναχτυπάει το τηλέφωνο, πιο επίμονα αυτή τη φορά.
«Ρε μαλάκα, γιατί δε το σηκώνεις; Πόσες φορές πρέπει να πάρω»; ακούστηκε μια φωνή απόλυτα γνωστή. Γυρίζω και βλέπω την Ελένη, την κόρη της μάνας της που ανησυχούσε, που ρώταγε, που δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήταν πανέμορφη, απίστευτη. Και δίπλα της στεκόταν ένα τύπος ακριβώς το αντίθετο.
Δεν τόλμησα να τη ρωτήσω που ήταν τόσο καιρό. Δεν ήθελα να μάθω. Κατάλαβα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: