Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Είθε ο Θεός τους

Μπροστά τα παλάτια του Χειμώνα
πίσω οι Θεριστάδες να χάνονται στον αφρό των χωραφιών.

Ένα μπουμπούκι πάλλεται στο φως της μέρας
το χώμα κερδίζει το έδαφος του
σκοτώνοντας κάθε ελπίδα για φως.

Ένα κατάρτι του ήλιου μπροστά
με σεληνόφως χαραγμένες οι ακτίνες του
και μεσοπέλαγα
άνθρωποι πνιγμένοι
μέσα σε δύστυχους χείμαρρους.

Έριδες των πελωρίων αιώνων σωπάστε.
Για μια στιγμή σωπάστε.

Ησυχία στο υπνοδωμάτιο του Χρόνου.

Όλοι εσείς
πορευθείτε εν πολέμω και θανάτω
τις κούφιες στιγμές μας ξεκοιλιάστε
καταστρέψτε τους ασφαλείς εφιάλτες μας. 
Εν αδίκω ο ύπνος μας
τις αγκάλες του Κυρίου μας περιμένουμε.
Κάντε μας τη χάρη και ξυπνήστε μας. 

Γραμμές ορίων στο χώμα
δολοφονώντας το ζωικό πάθος
περπατώντας πάνω σε αδρούς γήινους ορίζοντες
πνιγμένα τα όρια του ανθρώπου.

Κάποτε τα βρίσκουν οι επόμενες γενιές
αποστεωμένα, άσαρκα
τυμπανιαία πτώματα των εποχών του τρόμου
πίνακες ζωγραφικής θα γίνουν
αφίσες και κονκάρδες
λόγια μεγάλα και συζητήσεις
αμηχανία και καβούκια κλειστά
μοναχικά περάσματα του νου.

Θα γράφουν τα σχολικά βιβλία:
"Άνθρωποι στοιβαγμένοι σε νερά και χώματα
θυσία στων πολέμων τους εφιάλτες
παραμονεύοντας την ευτυχία στη γωνία
δεν βρήκαν το δρόμο τους
στις γωνιές της γης αφέθηκαν να σβήσουν
με μωρά για προσκεφάλι
με δέρματα παιδιών για κουβέρτα
κι η ψύχρα μόλις να γεννιέται".

Άνθρωποι των χιλιετηρίδων
με χαμηλωμένα κεφάλια
και ζαρωμένους κροτάφους
μη και χτυπήσουν στη στέγη των καιρών τους
και ματωμένα λάβαρα
στα χέρια πισθάγκωνα δεμένα
στα μάτια, μαύρα
στα πόδια, κόκκινα
το αίμα να κρύβουν
και την οργή της εποχής.

Άνθρωποι κρυμμένοι
τρέχοντας
ξεπερνώντας τείχη
και σφαίρες κατάσαρκες
με νάρκες κι όνειρα ταϊσμένοι
ξανακαμωμένοι άνθρωποι στα συνεργεία της δυστυχίας
-από μαστόρους παλιούς
κι αρχαίους τεχνίτες που απομυζούν το μάρμαρο-
χωρίς πόδια
χωρίς χέρια
ανάσες γελαστές
και γάργαρο νερό καθημερινών ουτοπιών.

Εμάς
έτσι περνούσε η ζωή μας
και τρέχαμε ξωπίσω της
βαρυγκομώντας και βρίζοντας την τύχη
που αντί για αγάπη, το θάνατο μάς έδειχνε.

Κι οι στοιβαγμένοι άνθρωποι
με τα μωρά για προσκεφάλια
και τα βρεγμένα σώματα στο ψύχος βαλμένα
στο ψυγείο μας τα βρήκαμε
να τα τρώμε παρέες-παρέες
με κρασί να γιορτάζουμε τον καλοκαιρινό έρχομο
υμνολογώντας τον πανάγαθο θεό
και τις γευστικές μας απολήξεις
που δε διαμαρτυρήθηκαν ποτέ 
για τα ακαταλαβίστικα λόγια τους
για τους ακατανόητους μορφασμούς τους
για τις κραυγές τους
για τις ανόητες διαμαρτυρίες τους.

Είθε ο Θεός τους Δύναμη να τους δίνει.
"Τι άλλο να κάνουμε κι εμείς, τί άλλο;"

Δεν υπάρχουν σχόλια: