Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Η Δουλειά Δεν Είναι Ντροπή (2)


Στο πατρικό του Θρασύβουλου
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
(η εξώπορτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ο πατέρας του Θρασύβουλου) Πατέρας: Γύρισα.
Μάνα: Το βλέπω.
Πατέρας: Έχει τίποτα να φάω;

Μάνα: Έχει γεμιστά από χθες στο ψυγείο. 

Ζέστανέ τα και φάε.
Πατέρας: Τα προτιμώ κρύα.
Μάνα: Φάτα όπως θες.
Πατέρας: Πάλι δε μαγείρεψες;
Μάνα: Πάλι τα ίδια θα λέμε;
Πατέρας: Δηλαδή πόσοι πρέπει να 'μαστε για να φάω ένα πιάτο φρέσκο 
φαΐ εδώ μέσα, πενήντα νοματαίοι;
Μάνα: Ξεφορτώσου με, χθες τα έφτιαξα.

Θες να τα ζεστάνεις και να φας, ζέστανέ τα και φάε, αλλιώς,
μη μου πρήζεις τα συκώτια.
Πατέρας: Τόσα χρόνια μαζί ρε γαμώτο κι ακόμα δεν έμαθες τις συνήθειές μου;
Μάνα: Έπρεπε ε;
Πατέρας: Mα μού κάνει εντύπωση που δε με έμαθες ποτέ!

Από παιδιά μαζί, από παιδιά... νισάφι.
Μάνα: Αυτό λέω κι εγώ. Νισάφι πια με τα παράπονα, μια ζωή παράπονα…
Πατέρας: Παράπονα ε;
Μάνα: Mα θα κάνουμε κουβέντα για το φαΐ χριστιανέ μου;
Πατέρας: Δεν είναι το 
φαΐ το θέμα… ποτέ δεν προσπάθησες να με μάθεις, να με καταλάβεις.

Από τότε μάλιστα που έφυγε ο γιόκας σου κόψαμε και το φαΐ εδώ μέσα.
Μάνα: To Θράσο να τον αφήσεις ήσυχο.
Πατέρας: Ναι μωρέ, μην πειράξουμε το... παιδί, μάς ζάλισες με το καμάρι σου.
Μάνα: Και βέβαια είναι το καμάρι μου, ποιό να είναι το καμάρι μου, εσύ;
Πατέρας: Πήρε κανά τηλέφωνο;
Μάνα: Και τί σε ενδιαφέρει εσένα;
Πατέρας: Πήρε ρε παιδί μου;
Μάνα: Έχουμε να μιλήσουμε δύο μήνες περίπου.
Πατέρας: Α, για αυτό είσαι έτσι εσύ… ούτε πέρασε απο 'δω καθόλου.
Μάνα: Αν ερχόταν θα το ήξερες.
Πατέρας: Ώστε ούτε τηλέφωνο πήρε, ούτε πέρασε.

Μάλιστα… έτσι εξηγείται το πράμα.
Μάνα: Τι ψιθυρίζεις εκεί πέρα, δε μου λες κι εμένα;

Μήπως ξανάχασες τίποτα λεφτά στον ιππόδρομο;
Πατέρας: Στον ιππόδρομο ε… καλά, καλά.
Μάνα: Λέγε χριστιανέ μου, μίλα, τί συμβαίνει;
Πατέρας: Για το καμάρι σου... ακούγονται περίεργα πράγματα.
Μάνα: Για το παιδί το δικό μου; Για το Θράσο μου;
Πατέρας: Ναι, για το παιδί το δικό σου, για το  Θράσο σου.  
Μάνα: Τι ακούγεται δηλαδή;
Πατέρας: Τί να σου λέω τώρα.
Μάνα: Θα μιλήσεις ή θα με σκάσεις;
Πατέρας: Ε να... είχα πάει στο καφενείο, και ο Τάκης, ξέρεις, αυτός που είναι επίτροπος στην εκκλησία και τον βοηθάω καμιά φορά…
Μάνα: Ναι…
Πατέρας: Με το πού με βλέπει να μπαίνω, πετάγεται απ΄ την καρέκλα, μού κάνει νόημα, με αρπάζει από το μανίκι και με σπρώχνει στη γωνία.
Μάνα: Και τί ήθελε;
Πατέρας: Είχε ένα φάκελο στα χέρια του, έναν φάκελο σαν αυτούς που στέλνουμε τα γράμματα... 
Μάνα: Ε και;
Πατέρας: Μέσα είχε μια φωτογραφία του γιού σου.
Μάνα: Ήταν ο Θράσος μέσα στο φάκελο;
Πατέρας: Ναι, ήταν. Και διαφήμιζε…
(τον διακόπτει)

Μάνα: Και που ΄ναι το πρόβλημα;
Δε λες πάλι καλά που βρήκε δουλειά μετά τα τελευταία;
Τι κάνεις έτσι και με κοψοχόλιασες! Aνάποδε άνθρωπε...
Πατέρας: Τι κάνω έτσι ε;

Και τί σόι δουλειά είναι αυτή που την κάνει κάποιος γυμνός;
Μάνα: Γυμνός;

Πατέρας: Όπως ακριβώς τον γέννησες.
Μάνα: Για δώσε μου το φάκελο να τον δω!

Πατέρας: Τον πέταξα. Λες να κουβαλούσα τη ντροπή μέσα στο σπίτι μου;
Μάνα: Μα τι λες μωρέ; 

Λίγες γυμνές βλέπουμε κάθε μέρα στην τηλεόραση;
Καλοκαίρι είναι… μπορεί να ΄χει πιάσει το παιδί δουλειά σε εταιρεία με αντηλιακά.
Πατέρας: Αντηλιακά ε;
Μάνα: Έχεις το φάκελο;
 
Πατέρας: Σου είπα όχι.
Μάνα: Ε τότε τι κάθεσαι και μου τσαμπουνάς;
(μικρή παύση)
Πατέρας: Δεν ήταν μόνο γυμνός.
Μάνα: Αλλά; Θα μιλήσεις άνθρωπέ μου;

Πατέρας: Τί να σου πω μωρέ, τί να σου πω; Ντρέπομαι πολύ, δεν ξέρω πώς να το πω, δεν ξέρω πώς να κυκλοφορήσω από εδώ και πέρα στο καφενείο, στην εκκλησία… δεν ξέρω.
Μάνα: Το χαβά σου εσύ. Μήπως έχει μπλέξει κάπου το παιδί;
Πατέρας: Εμείς έχουμε μπλέξει με το μαλακισμένο, αυτός μια χαρά είναι.
Μάνα: Σου έχω πει χίλιες φορές να μη βρίζεις εδώ μέσα,

δεν είναι καφενές εδώ, ούτε προπoτζίδικο. 
Μάλλιασε η γλώσσα μου πια...  
Θα μιλήσεις τώρα ή θα πάρω τηλέφωνο τον κύριο Τάκη για να μάθω; 
Πατέρας: Τον ένιωσες τον σεισμό χθες βράδυ;
Μάνα: Πας καλά άνθρωπέ μου;
 
Πατέρας: Πες μου, τον ένιωσες; Δονήθηκες;
Μάνα: Αν δονήθηκα;

Πατέρας: Ναι, ναι, δονήθηκες καθόλου;
Μάνα: Δεν κατάλαβα τίποτα… έπαθε τίποτα το παιδί και δε μου το λές;
 
Πατέρας: Καλά, ούτε το σεισμό δεν κατάλαβες;
Μάνα: Απάντησε σε αυτό που σε ρωτάνε.

Πατέρας: Αν έπαθε κάτι ο γιόκας σου;
Μάνα: Και σταμάτα με αυτό το "ο γιόκας σου κι ο ο γιόκας σου".

Μόνη μου τον έκανα;
Πατέρας: Μόνη σου δεν τον έκανες, αλλά αναρωτιέμαι μερικές φορές αν πήρε κάτι από μένα.
Μάνα: Πάλι καλά δε λές;

Το παιδί είναι χαρούμενος άνθρωπος βρε, δεν είναι σαν εσένα μουρτζούφλης και ανάποδος, έχει το ταμπεραμέντο της μάνας του.
Πατέρας: Το ποιο; Το ταπεραμέντο;

Χα χα χα, πού το βρήκες το ταπεραμέντο κυρά μου;
Στο χωριό σου στην Άρτα, που απ΄ τη χαζομάρα καβαλάτε το γαϊδούρι ανάποδα;
Χα χα χα… κι είμαι εγώ ανάποδος ε;
Δηλαδή τί σου κάνω, τί σου έκανα τόσα χρόνια, τί σάς έκανα, τί σας έλειψε, κακοπεράσατε μαζί μου;
Μάνα: Ρωτάς τί μας έκανες; Μας έψησες το ψάρι στα χείλη, θεού πρόσωπο δεν είδαμε εδώ μέσα!
Πατέρας: Όχι, θα σάς άφηνα να κάνετε ό,τι γουστάρετε. 

Στο σπίτι πρέπει να υπάρχει τάξη… βλέπεις στα μέρη μου είχαμε μάθει να δουλεύουμε από μικροί, δεν ήμασταν από τζάκι όπως εσείς στην Άρτα.
Άκου λέει έχει ταπεραμέντο η κυρία Ντίνα! Χα χα χα χα…
Τι ήθελες δηλαδή, να σάς αφήσω να αλωνίζετε;
Μάνα: Όχι μεγάλε αφέντη, μόνο εσύ έπρεπε να κάνεις ό,τι γουστάρεις.

Εμείς οι υπόλοιποι έπρεπε να ακολουθούμε τις εντολές σου.
Πατέρας: Πάντα στο έλεγα και δε το κατάλαβες ποτέ.

Ο αρχηγός στο σπίτι είναι ένας κι όταν μιλάει πρέπει όλοι να τον ακούνε.
Δεν ήρθα εγώ στην Αθήνα για ντόλτσε βίτα ούτε για να μου λέει η γυναίκα μου κι ένα παιδαρέλι τί να κάνω.
Ήρθα για δουλειά, κι ό,τι κατάφερα να φτιάξω το έφτιαξα μόνος μου χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά κι από κανέναν.
Νομίζεις πως εγώ δεν ήξερα να περνάω καλά;
Μάνα: Εσύ; Ναι, βέβαια, ήξερες. Πού σε χάναμε πού σε βρίσκαμε, στα κλαρίνα.

Ένα σινεμά, ένα θέατρο, μια εκδρομή δεν αξιώθηκες να πας!
Πατέρας: Και σε ΄νοιαξε για μένα.. Πήγες εσύ; Το φχαριστήθηκες;
Μάνα: Πώς να πάω μωρέ, πώς να πάω; Όλα με το σταγονόμετρο τα είχαμε εδώ μέσα. 

Μισό κιλό φέτα ακριβώς, πέντε, όχι έξι μπριζόλες, μην πας από ‘δω, μην ξοδέψεις από ΄κει, πώς να πάω, πού να πάω; Στα βουνά έπρεπε να πάω με ΄σένα που παντρεύτηκα… στα βουνά.
Πατέρας: Δεν ήξερα να ξοδεύω τα λεφτά μου όπου να ΄ναι.
Μάνα: "Όπου να ΄ναι" είναι η οικογένειά σου;
Πατέρας: Μα δεν είχατε μέτρο εσείς εδώ μέσα.

Εσάς, σάς έδιναν πέντε και ζητούσατε δέκα.
Έβαλες ποτέ κάτι στην άκρη; 
Συνέχεια στο "ζήτα" ήσουνα, κι έτσι έμαθε κι ο κανακάρης σου.
Σπάταλος μια ζωή, τίποτα δεν κατάλαβε από λεφτά, πλησιάζει τα σαρανταπέντε κι ακόμα τον κανακεύει η μάνα του... άει στο διάολο, σάς βαρέθηκα εδώ μέσα.
Μάνα: Μη βρίζεις σου είπα.

Δε μπορείς να μιλάς σαν άνθρωπος;
Πατέρας: Ρε άσε με απο ΄δω χάμω με τις μαλακίες σας.

Δέκα χρόνια μόνος του κι ακόμα ζητάει δανεικά απ' τους γονείς του.
Είναι άντρας αυτός; Ε; Σκατά στα μούτρα του είναι. 
Αλλά βλέπεις, δεν ήμουν εγώ σπίτι να τον στρώσω όπως έπρεπε... γιατί εγώ... θα στον έκανα άνθρωπο... εγώ. 
Αυτός, μέχρι και όπλο στον διευθυντή του σήκωσε, ως εκεί έφτασε.
Αν δεν ήξερα και ΄κείνον τον αξιωματικό στην αστυνομία, ξέρεις πού θα βρισκόταν τώρα; Ξέρεις; 
Άκου εκεί να σηκώσει όπλο στο αφεντικό του.
Ξέρεις πώς λέγεται αυτό, ξέρεις; Αχαριστία λέγεται.
Πήρε το τιμημένο όπλο των προγόνων του, αυτό που του εμπιστεύτηκα, αυτό που σκότωνε κάποτε Τούρκους και Βούλγαρους σαν τα μυρμήγκια, και τί έκανε;
Το έστρεψε πάνω στους εργοδότες του. 
Ρε, αν δεν είχαν αυτοί λεφτά θα έτρωγες εσύ; 
Ακόμα δε βγήκε από το αυγό και μού 'μαθε απεργίες, συνάδελφοι και αρχίδια. 
Ρε, έχεις δει τί γίνεται έξω;
Εδώ χτυπάει η ανεργία κόκκινο, κάθε μέρα τα λέει η τηλεόραση, κι εσύ μού κάνεις το μάγκα;
Τον έστειλα και στο πανεπιστήμιο να σπουδάσει!
Και πλήρωνα και φροντιστήρια ο μαλάκας. Για να κάνει τί;
Να σηκώσει όπλο στο διευθυντή του.
Λες και χρειάζεται πτυχίο για να κάνεις τέτοια μαλακία!
Και μετά να κάθομαι να γλείφω ολόκληρο αξιωματικό της αστυνομίας για να τη γλιτώσει.
Και να ΄χουν μαζευτεί και τα κανάλια έξω απ΄το σπίτι μου.
Έλα εδώ ρε, είσαι άντρας ή δεν είσαι; 
Να πας φυλακή ρε, να δεις πώς είναι.
Μάθαμε όλοι και σηκώνουμε ένα όπλο.
Να πας φυλακή και να δεις εκεί πόσα απίδια πιάνει ο σάκος.
Να πας μέσα αν είσαι μάγκας. 
Αλλά πούουου... άφησε η μανούλα του να κακοπάθει το παιδάκι της;
Μου έφαγες τα έντερα, μού τα ξεκόλλησες.
Εγώ ρε δεν είχα παρακαλέσει κανέναν και για τίποτα.
Ό,τι κατάφερα, το κατάφερα μόνος μου. 
Πότε θα αναλάβει τις ευθύνες του κι αυτός;
Πήγε και μού 'μεινε και με το άλλο το καλόπαιδο... τον Τάκη.
Ξέρεις τί λένε στη γειτονιά; Έχεις ακούσει πώς τους λένε;
Μάνα: Δε με ενδιαφέρει.
Πατέρας: Το "ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής" τούς λένε. 

Μάς ζάλισες τόσα χρόνια με το "παιδάκι μου και το παιδάκι μου". 
Πόσα χρόνια έχει να μάς φέρει κάποια, μήπως θυμάσαι;
Μάνα: Καλά, τί άνθρωπος είσαι εσύ;

Λες το γιό σου αδερφή; Δε ντρέπεσαι καθόλου; 
Πατέρας: Γιατί δεν απαντάς σε αυτό που σε ρωτάω; Πόσα χρόνια;
Μάνα: Αλλά τώρα θα σε μάθω; Δε σε ξέρω τόσα χρόνια;

Ανάποδος άνθρωπος, ανάποδος και κακός, μέχρι το μεδούλι κακός.
Αυτό δεν άντεξε και το κορίτσι μας, για αυτό και έφυγε.
Πατέρας: Ναι, ναι, εγώ φταίω και για αυτό.

Το κορίτσι σου δεν άντεχε να μη γυρνάει στις εφτά το πρωί, μόνο αυτό δεν άντεχε. Να τρώει και να πίνει τσάμπα, μια χαρά άντεχε.
Μάνα: Είσαι εσύ πατέρας μωρέ;

Εσύ νόμιζες πως τα παιδιά σου είναι πρόβατα, η γυναίκα σου ο σκύλος που τα φυλάει κι εσύ ο βοσκός που δίνει εντολές.
Εσύ δεν ήσουν για οικογένεια, για το στρατό έκανες!
Πατέρας: Για παντού θα έκανα εγώ.

Όλα τα καταφέρνεις αν είσαι ικανός, παντού σε θέλουνε.
Και νομίζεις ότι ο στρατός είναι καμιά εύκολη υπόθεση; 
Αλλά πού να ξέρεις εσύ; 
Εσείς οι γυναίκες μιλάτε εκ του ασφαλούς. 
Για ρώτα κι εμένα να σου πω.
Μάνα: Χίλιες φορές τα έχω ακούσει, έχω σκυλοβαρεθεί πια με τις ιστορίες απ' το στρατό.

Τίποτα πιό σπουδαίο δεν κάνετε εσείς οι άντρες στη ζωή σας;
Πατέρας: Οι άντρες όχι, κάτι μοδιστρούλες σα το γιόκα σου, που είναι όλο έξω και παριστάνουν και το φαντάρο, κάτι τέτοιες μοδιστρούλες μόνο δεν έχουν να πουν ιστορίες απ΄ το στρατό.

Τί να πούν, ότι έμεναν πέντε φορές την εβδομάδα σπίτι τους ή ότι η μαμάκα τούς είχε έτοιμο το φαγητό μήπως και ο γιόκας τους κακοπάθει; Α ρε Έβρος που τούς χρειάζεται.
Μάνα: Τελείωσες;
Πατέρας: Ας πούμε ναι... αλλά για να δεις ότι είμαι εντάξει σού έχω μια έκλπηξη.
Μάνα: Εσύ έκπληξη;
Πατέρας: Ναι, είναι περίεργο, το ξέρω, αλλά... 

(βγάζει ένα φάκελο από το μπουφάν του)
Πάρ' τον. Πάω να κοιμηθώ.
Μάνα: Τί είναι αυτό;
Πατέρας: Τα κατορθώματα του γιόκα σου.

Φαντάζομαι ότι θα θες να τα δεις.
Τα λέμε το πρωί.
Καληνύχτα κυρά Ντίνα με το ταπεραμέντο σου... χα χα χα
(εκείνη μένει με το φάκελο στα χέρια)

Δεν υπάρχουν σχόλια: