Και οι άνθρωποι αφέθηκαν στη λάσπη
και τα ζώα πετάχτηκαν βίαια στον ουρανό των σφαγείων.
Να ήταν κάτι που δεν είχαμε δει;
Να ήταν όλοι εκείνοι που πέθαναν μπροστά στον καθρέφτη;
Και πώς αναρωτιέσαι δίχως ένα ποτήρι κρασί;
Κι όλοι αυτοί οι ποιητές που έγραψαν για το άγνωστο πού είναι τώρα;
Κι όλοι εκείνοι που κάποτε μάς φρόντιζαν σαν καλοί ηθοποιοί πού θάφτηκαν;
Μιλάμε από μέσα τους ή εκείνοι ξάφνου έχασαν τη φωνή τους;
Μάλλον οι ερωτήσεις είναι για τους ηλίθιους σαν κι εμάς
όλοι έτσι μάς έλεγαν κι ας μην έβγαινε από τα δόντια τους καθαρά μια φωνή.
Ήταν βλέπεις κι αυτοί του καλού περιθωριακού κόσμου
έκαναν μπίζνες κρυφά
στα υπόγεια των αστών εργάζονταν
χειρότεροι από δαύτους ήταν.
Ξεμάκραιναν με κάτι οχτάωρα πάνω σε βρώμικα πληκτρολόγια
και μισερές ανακατατάξεις αδειανές.
Σαν πέταγε ένα πουλί αμέσως το πυροβολούσαν.
Σαν μια λέξη εκστομιζόταν
σε μουσεία Τέχνης την έχωναν.
Σαν ένα σώμα δεν ακολουθούσε μια σκυφτή τροχιά
το πετσόκοβαν χωρίς πολλά λόγια.
Καθάριζαν τα μνήματα και ορκίζονταν στην λήθη.
Για να σταθείς εδώ
καλά το μάθημά σου μάθε, έλεγαν.
Όλα σε αφορούν αλλά τίποτα μην προτείνεις.
Μόνο στάσου με αγώνες στο χέρι (μάταιοι να είναι αν γίνεται)
και παρίστανε τον δεσμώτη της Ιστορίας.
Δεν μάς πάει αυτός ο ρόλος και ποτέ δεν τον παίξαμε σωστά.
Παριστάναμε την Επανάσταση με ασυγχώρητη σοβαρότητα
συνθλιβόμασταν τα πρωινά πάνω στα ρολόγια
και τα βράδια παίζαμε στα όρια ενός κανονισμένου κόσμου πασπαλισμένου με μπόλικο μέλλον.
Τι να τρέχει άραγε με εμάς;
Τίποτα. Τίποτα.
Παραμένουμε ακίνητοι, αστείοι, σοβαροί γελωτοποιοί.
και τα ζώα πετάχτηκαν βίαια στον ουρανό των σφαγείων.
Να ήταν κάτι που δεν είχαμε δει;
Να ήταν όλοι εκείνοι που πέθαναν μπροστά στον καθρέφτη;
Και πώς αναρωτιέσαι δίχως ένα ποτήρι κρασί;
Κι όλοι αυτοί οι ποιητές που έγραψαν για το άγνωστο πού είναι τώρα;
Κι όλοι εκείνοι που κάποτε μάς φρόντιζαν σαν καλοί ηθοποιοί πού θάφτηκαν;
Μιλάμε από μέσα τους ή εκείνοι ξάφνου έχασαν τη φωνή τους;
Μάλλον οι ερωτήσεις είναι για τους ηλίθιους σαν κι εμάς
όλοι έτσι μάς έλεγαν κι ας μην έβγαινε από τα δόντια τους καθαρά μια φωνή.
Ήταν βλέπεις κι αυτοί του καλού περιθωριακού κόσμου
έκαναν μπίζνες κρυφά
στα υπόγεια των αστών εργάζονταν
χειρότεροι από δαύτους ήταν.
Ξεμάκραιναν με κάτι οχτάωρα πάνω σε βρώμικα πληκτρολόγια
και μισερές ανακατατάξεις αδειανές.
Σαν πέταγε ένα πουλί αμέσως το πυροβολούσαν.
Σαν μια λέξη εκστομιζόταν
σε μουσεία Τέχνης την έχωναν.
Σαν ένα σώμα δεν ακολουθούσε μια σκυφτή τροχιά
το πετσόκοβαν χωρίς πολλά λόγια.
Καθάριζαν τα μνήματα και ορκίζονταν στην λήθη.
Για να σταθείς εδώ
καλά το μάθημά σου μάθε, έλεγαν.
Όλα σε αφορούν αλλά τίποτα μην προτείνεις.
Μόνο στάσου με αγώνες στο χέρι (μάταιοι να είναι αν γίνεται)
και παρίστανε τον δεσμώτη της Ιστορίας.
Δεν μάς πάει αυτός ο ρόλος και ποτέ δεν τον παίξαμε σωστά.
Παριστάναμε την Επανάσταση με ασυγχώρητη σοβαρότητα
συνθλιβόμασταν τα πρωινά πάνω στα ρολόγια
και τα βράδια παίζαμε στα όρια ενός κανονισμένου κόσμου πασπαλισμένου με μπόλικο μέλλον.
Τι να τρέχει άραγε με εμάς;
Τίποτα. Τίποτα.
Παραμένουμε ακίνητοι, αστείοι, σοβαροί γελωτοποιοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου