Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Μόνο Το Είδωλό Σου...

Σε Συνεργασία Με Τη Φίλη "Μιμόζα"

Στέκομαι εδώ, λίγες ανάσες μακριά σου
με τα πόδια βουλιαγμένα στη λάσπη της ασφάλτου,
πλαγιασμένο το σπασμένο μου κορμί σε είδωλο καρέκλας
γιατί μονάχα με είδωλα βαστάω τη ζωή μου εγώ.
Και σαν θελήσω να την κόψω
είδωλα θα βάλω πάλι στα άδεια σου δωμάτια,
μαύρα φερετράκια θα σου ζωγραφίσω
μα μήτε όνομα μήτε σταυρός δε θα χωράει.
Στέκομαι εδώ, λίγα μέτρα πιο κοντά σου
να σε βλέπω καθαρά, μη μου φύγει λεπτομέρεια
μη τυχόν ξεχάσω τα λακκάκια στις άκρες των χειλιών σου 
και αρχίσω να σε ζωγραφίζω κάπως διαφορετική.
Ή δεν ξέρω ότι οι οδύνες της ψυχής μου είναι εκείνες
που παλεύεις κάθε μέρα να κάνεις τάχα πως δε βλέπεις;
Στέκομαι εδώ, σε έναν κόσμο που με σβήνει,
στέκομαι κάπως μουδιασμένος μπροστά από μια θολή παρουσία
που ζεσταίνει την καρδιά μου 
μα ονειρεύομαι στενά σοκάκια, κήπους δίχως λουλούδια
και κάτι πελώριους σταυρούς που ξεπροβάλλουν 
χωρίς ποτέ μου να τους ακολούθησα.
Γιατί είναι δύσκολο να ακολουθείς χωρίς να ξέρεις.
Στέκομαι εδώ, και τώρα που καταφέρνω να σε πλησιάσω
εσύ χάνεσαι μέσα στη θολούρα των χρόνων μας.
Είδωλο κι εσύ μέσα στα άλλα, 
μα φαινόσουν τόσο αληθινή, τόσο ωμή και αιμάτινη
που τα ‘χασα την πρώτη φορά όταν σε αντίκρισα. 
Ήταν εκείνο το σπίτι που γιγαντωνόταν καταμεσής του δρόμου
και μια ανείπωτη ζεστή ημέρα
που έκανε τον αντικατοπτρισμό των χειλιών σου να φαντάζει αληθινός.
Η μέρα προχωρούσε και σαν έφτασε στη μέση της
τα χείλη σου άρχισαν να στάζουν κρασί και αίμα.
Τόσο αίμα, τόσο κρασί. 
Πήγα μια βόλτα στην ταράτσα του παλιού σου σπιτιού
και το σπασμένο σου κορμί με ακολουθούσε με ρυθμό θανάτου.
Το αίμα σου γινόταν κρασί στο ποτήρι μου, κι εγώ εκεί, επέμενα.
Επέμενα να σε αντικρίζω όπως εκείνο το μεσημέρι, 
καταμεσής του πύρινου δρόμου
που έκαιγε τα πρόσωπά μας
και αυλάκωνε τα κόκκινα πέλματά μας.
Γεμίσαμε τα ποτήρια μας από τις φλέβες σου
και καθίσαμε σε ένα παλιό καφενείο,
ένα από εκείνα που σου άρεσαν.
Ζήτησες να ξαναγεμίσεις το ποτήρι μου, 
μα το κρασί ήταν πλέον γλυφό, άνοστο, 
έμοιαζε με αίμα, με νερό, είχε τη γεύση της συνήθειας.
Σηκώθηκες αργά, έφτυσες ένα "κρίμα"
και απομακρύνθηκες κουτσαίνοντας.
Έμεινα εκεί να σε κοιτάζω.
Στεκόμουν εκεί, λίγα μέτρα μακριά σου
προσπαθούσα να σε βλέπω καθαρά,
δεν ήθελα να μου φύγει λεπτομέρεια
μη τυχόν ξεχάσω τα λακκάκια στις άκρες των χειλιών σου. 
Άρχισα να σε ζωγραφίζω
όπως σε έδειχνε η σκιά σου καθώς μου έφευγες.
Τα άδεια μου δωμάτια έμειναν κενά χωρίς εσένα.
Μόνο το είδωλό σου ήθελα, αυτό αναζητούσα.
Μόνο αυτό και θα ήμουν ευτυχισμένος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: