Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Eκεί Που Με Άφησες

Έχω μείνει εκεί που με άφησες
σαν το παιδάκι που φοβάται να κάνει παραπέρα
δεν κινούμαι, δεν αναπνέω
μόνο ένα σαρκοβόρο λουλούδι ζει δίπλα μου
με δαγκώνει γλυκά και φοράει το πρόσωπό μου.

Εκεί που με άφησες είμαι.
Καπνίζω τσιγάρα από μνήμης
πίνω νερό μόνο από συνήθεια.
Πες μου: πώς βρέθηκαν αυτές οι αλυσίδες στα πόδια μου;
Και ποιος έμπηξε αυτό το ακάνθινο στεφάνι στα μηνίγγια μου;
Ξέρεις;

Ο ήλιος δε φτάνει ως εδώ.

Είμαι κάτω από το υπόστεγο της μοναξιάς
είμαι εκεί που με άφησες.

Ξέρω ότι κι εσύ ψάχνεις και δεν βρίσκεις.

Αφήνεις το σώμα σου να περιπλανηθεί στον αέρα
παγώνουν οι επιθυμίες σου στον ουρανό των υποσχέσεων.
Νιότη και γηρατειά έγιναν ένα.
Χειμώνας και καλοκαίρι δεν ανοίγουν τις πόρτες τους πιά.

Κι εμείς ήμασταν χωρίς φίλους, πραγματικούς φίλους
Τα κολπικά σου υγρά ενώνονται με τον οργασμό των ανθρώπων
και φτιάχνουν το ψηφιδωτό της εφηβείας μας.
Ο Έρωτας σου μετατρέπεται σε πόνο
η ηδονή σε υποχρέωση.

Τα σώματα κρύβουν τη γύμνια της ακυρωμένης σάρκας μας
και οι φωνές των ανθρώπων δηλώνουν τον κορεσμό μας.

Αν θελήσεις να με ψάξεις, ρώτα τους ανθρώπους της γέφυρας
Εκείνοι θα σε ζεστάνουν με τα χνώτα τους
κρασί κόκκινο ρέει από το στόμα τους.
Μην έρθεις με άδεια χέρια όπως το συνήθιζες
Φέρε για δώρο τσιγάρα και αλκοόλ
αποσυναρμολόγησε το μυαλό σου και κουβάλα το στα χέρια
θα έρθω μαζί με το λουλούδι στη γέφυρα να σε χαιρετήσω
Σέρνεται πίσω μου, έχει κολλήσει πάνω μου
δεν φταίω, μη φωνάζεις.

Πιες από το κρασί τους και φίλησέ τους με αγάπη.
Είναι πιο ζεστοί και από το καλοκαίρι οι άνθρωποι της γέφυρας.
Είναι αλμυροί όπως το ιδρωμένο σώμα σου.

Χώμα και νερό
η μορφή σου αντανακλάται στα μάτια μου
μα το πρόσωπό σου δεν είναι το ίδιο
μια τυχαία δαγκωματιά του λουλουδιού το ξαναφέρνει στη μνήμη μου
ξυπνάω μέσα στο μυαλό σου και βολτάρω στις σκέψεις σου.
Τίποτα δεν είναι ίδιο.

Ξεπέρασα τη δύναμη της πόλης κι έφτασα σε ένα ξέφωτο.
Μην είσαι θυμωμένος με τα πάθη μας
τόσα ξέραμε, αυτά μάθαμε.

Θα σου ζητήσω να μου διαβάσεις ένα ποίημα
αλλά εσύ δε θα το κάνεις
μόνο που θα το ζωγραφίσεις στον αέρα
θα μου το δώσεις να το κουβαλάω στο ταξίδι μου
και οι λέξεις θα πετάνε σαν πουλιά
στη γη, στον ουρανό, στους κάμπους με τα σπαρτά
νερά κελαριστά θα καταπιούν τις λέξεις
κι έτσι γυμνό από νοήματα και ενοχές
θα το παραδώσουν στην υγρή θάλασσα της ελπίδας μας
αναγκασμένοι να ξαναφτιάξουμε λέξεις για ποιήματα που δεν γράφτηκαν ποτέ
αναγκασμένοι να υπομένουμε χωρίς λέξεις τις σκέψεις μας
αναγκασμένοι να υποστούμε το σκληρό ατσάλι που μόλις τώρα φτιάχτηκε

από σιδεράδες αγνούς
που ματώνουν στον πρώτο χτύπο μιας τυχαίας, εφήμερης λέξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: