Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Των Λέξεων

"Δεν καταλαβαίνω τίποτα" έλεγες κάθε φορά που άκουγες ένα ποίημα από τα χείλη μου.
Κι εγώ προσπαθούσα να σου πω ότι τα ποιήματα δεν ακούγονται σαν λέξεις, μα σαν μαύρα σύννεφα γεμάτα βροχή που τον ήλιο κρύβουν και μόνο λίγες ακτίνες του αφήνουν να μάς ζεστάνουν.
Πώς να διαπεράσεις το πέπλο της συνήθειας χωρίς τα όπλα των λέξεων, των εικόνων, της οργιαστικής φαντασίας;
Πώς οι λέξεις να πιάσουν κουβέντα με το χαρτί μέσα σε μια ξερή και σκονισμένη βιβλιοθήκη, που σκοτώνει τις φράσεις και στήνει γκιλοτίνες στο ακατανόητο;
Μάθαμε να κατανοούμε τα τρέχοντα, τα νούμερα, τα εταιρικά χαρτιά, τα παιδιά που μόνο "μάλιστα" έμαθαν να λένε.
Μα οι λέξεις πεθαίνουν κάθε φορά που μια συμφωνία υπογράφεται, ένα παιδί μεγαλώνει, ένας βαρύς χειμώνας ανοίγει, ο ποιητής βάζει την τελευταία τελεία του.
Προσπάθησε να νιώσεις, κι εγώ θα πω στις λέξεις να μαλακώσουν, θα τους πω να χωρέσουν στα όρια της ανάγκης σου, θα τους ζητήσω μια παράταση ζωής, μια ακόμη αφετηρία, ένα ξεκίνημα χωρίς σημεία στίξης.

Μόνο πες μου ότι έχεις ανάγκη την παρουσία των δακτύλων μου πάνω στα λευκά χαρτιά σου, ακριβώς εκείνη την ώρα που με απορία κοιτάς τις θηλές σου να διογκώνονται, τα χείλη σου να υγραίνονται, το σώμα σου ολόκληρο να ξαναγεννιέται από την αρχή, κι εγώ θα βρίσκομαι εκεί με ακατέργαστες λέξεις και τόνους γονατισμένους στο θρόνο των χειλιών σου.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Των Ερώτων

Χιλιόμετρα μακριά ακούγονταν οι ερωτικοί βρυχηθμοί τους
ξυπνώντας τα πάθη μιας ακούσιας μοναξιάς.
Άγνωστοι ξυπνούσαν ιδρωμένοι προσβλέποντας στη σιγή των παθών.
Μόνοι και έρημοι από φως και ανθρώπους
ψιθύριζαν λόγια και τραγούδια μοναξιάς
και ο κόσμος παρέπεε, κούτσαινε, έπεφτε στις λάσπες.
Το τέλος των ερώτων ήταν η αρχή της νύχτας
ορμούσε μανιασμένα στα σάρκινα σεντόνια του σύμπαντος κόσμου. 
Η απάθεια γεννιόταν πρόωρη, εφταμηνίτικο μωρό
θερμοκοιτίδα της οι θαμμένοι μας έρωτες.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Εικόνες Ουτοπίας (2)

Έθαψα μια ουτοπία κάτω από τον δρόμο της πόλης.
Μέσα της χώνονταν τα θεμέλια των γυάλινων εταιριών, τα χώματα των αρχαίων χρόνων, οι πολύβουοι κυματισμοί των βαριεστημένων αυτοκινήτων, που χαλούσαν τη φασαρία του κόσμου της, που η αναπνοή του έμοιαζε η τελευταία του να είναι.  
Βήματα περνούσαν ξυστά από τις άκρες της ενώ εκείνη προσπαθούσε να χωρέσει στα παπούτσια του κάθε διαβάτη.
Έτρωγε ιδέες, εξώφυλλα εφημερίδων, λουστραρισμένα σκαρπίνια, μισερές συζητήσεις.
Την έθαψα για τις επόμενες γενιές. Να σκάψουν, όταν δεν θα είναι κουρασμένες από τις δεκάωρες υποκύψεις, όταν δεν θα χώνονται στις υπέργειες υπεραγορές, αυτές με τις πελώριες σακούλες σκουπιδιών, όταν εκείνες θα έχουν μείνει μονάχες και το μέλλον μόνο του κι αυτό.
Ίσως είναι μια μικρή ουτοπία, μπορεί και να μην φαίνεται καν στα μάτια των μεγάλων αρουραίων της μνήμης μας, όμως όποιο αποτύπωμα αφήσει στο χρονικό κενό της ιστορίας, θα μοιάζει με γέφυρα πάνω από τα ταραγμένα νερά, που πάντα θόλωναν τη μορφή της.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Το Πρόσωπο

Το γνώρισα κάποτε αυτό το πρόσωπο, ήταν οικείο σαν παιδική ανάμνηση.
Μα πλέον φαινόταν σαν μάσκα επάνω σου.
Ήταν γεμάτο ξένες εμπειρίες, κυρίως νυχτερινές, και λόγια άπρακτα.
Αν έξυνα λίγο από κάτω, θα έβρισκα μόνο δύο αποστεωμένα μάγουλα, σαν βυζαντινή αγιογραφία.
Όπου έβγαινε λίγος ήλιος, αυτό κρυβόταν μέσα στις βροχές, κι όταν κατέφθανε φουριόζος ο χειμώνας, έλαμπε, όπως το φως πάνω στις άσπρες ταράτσες.

Πάντα μού έλεγες ότι όσο δεν κατάλαβες τον κόσμο, άλλο τόσο, και ακόμα περισσότερο, δεν σε κατάλαβε κι εκείνος.
Εσύ κι κόσμος ήσασταν σε μόνιμη ισοπαλία.
Έτσι νόμιζες, αυτό έλεγες.
Αν ρωτούσες τη γνώμη μου…έχασες.
Ναι, έχασες ό,τι πίστευες πως ήταν κερδισμένο, μα στα αλήθεια ήταν χαμένο από την αρχή.
Κι όταν πολεμάς με την πραγματικότητα, καλό είναι να χρησιμοποιείς τα όπλα της, εκείνα που πάντα σε έκαναν να διαφέρεις από όλους εμάς, τους λίγους, εμάς που δειλιάσαμε μπροστά στα καθημερινά μεγαθήρια.

Μα τώρα που σε ξανακοιτάζω, βλέπω πόσο μοιάζουμε όταν μάς βρίσκει γυμνούς η νύχτα την ώρα που χαϊδεύω το ματωμένο σου πρόσωπο.
Μοιάζει κι αυτό με την πραγματικότητα, αυτήν, που μπροστά της λυγίζω τα γόνατα μου σαν να αντικρίζω έναν παλιό, σκληρό θεό. 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Σύννεφα

Όταν συννεφώνεται το βλέμμα σου και τα άκρα αποκόπτονται από τον κορμό, τότε είμαι σίγουρος πως η κίνησή μας γίνεται συνήθεια και ανεβαίνουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε.Εκείνες οι στιγμές του αίματος και της αναμονής, είναι αυτές που χαράσσουν τον ουρανό με κόκκινο λεπίδι και αφομοιώνονται από της σελήνης τους κύκλους.
Σαν να τα έχω ξαναζήσει όλα αυτά, μου είπες, καθισμένη στον λόφο και ματωμένη μέχρι το μεδούλι, κοκκινίζοντας τη θάλασσα εκείνου του πρωινού. Άκουσα κι εγώ εκείνους τους ψιθύρους της νύχτας και τότε κατάλαβα όλα όσα μου έλεγες τόσους, μα τόσους  χειμώνες. Έπρεπε να έρθει η άνοιξη για να δω ξανά το πρόσωπό σου στολισμένο με ελαιόφυλλα και άμμο στα μάτια.
Φανερώθηκες σαν από μηχανής θεός και τότε ο ουρανός ηλιολούστηκε σαν την πρώτη μέρα του καλοκαιριού. Τα βήματα σου ακούγονταν τόσο καθαρά, που νόμιζα ότι σε έβλεπα πάνω στο μεγαλύτερο σύννεφο της ημέρας. Όμως εκείνο, φορτωμένο με φτιασιδωμένες ελπίδες, έριξε με τη δύναμή του όλο εκείνο το νερό που σαν μαραμένη γη, τόσο καιρό περιμέναμε.
Και πάλι το βλέμμα σου σκοτείνιασε, και πάλι εγώ έδιωξα όλους τους θεούς που καταδυνάστευαν τα μάτια μου. Και το βλέμμα σου συναντήθηκε με τις αστραπές μιας ηλιόλουστης μέρας, σαν κι αυτές που ποτέ δεν θα ζούσαμε, παρά μόνο αποκομμένοι και μόνοι.
Ας είναι. Έστω κι έτσι, τα σύννεφα στο βλέμμα σου έγιναν οι προσμονές της ζωής μου μέχρι που κι εκείνη ταυτίστηκε με τις καλοκαιρινές βροχές σου.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Πατησίων

Να εκπνέουμε οσμές μπουμπουκιών μέσα στην Πατησίων
οσμές κόκκινες και γαλάζιες.
Και τα μπαλκόνια να είναι μεγάλα πράσινα μάτια
με κόρες κίτρινες σαν τον παιδικό μας ήλιο.
  
Να περπατάμε
βλέποντας τον κόσμο ευθεία μπροστά μας χωρίς τεθλασμένες θλίψης
και να χαμογελάμε σε κάθε διασταύρωση
με τον πόνο από τα σπλάχνα της ασφάλτου.
Τα κράσπεδα να ανοίγουν δρόμο στις ουτοπίες μας
κι εμείς να περπατάμε πάνω από αυτές
με κίνδυνο να συντρίψουμε το μυαλό μας.

Η φαντασία μας να συνθλίβει τις βιτρίνες των ψεύτικων ανθρώπων.

Οι ταμίες κι οι πωλήτριες να ντύνονται με σελίδες ποιημάτων
με μελάνι να μιλούν, να ακούνε με στίχους
η ομορφιά τους να βγαίνει στράτα σαν νιόβγαλτο μωρό.

Ο ουρανός να βρέχει νοήματα
να βαραίνει από τις προοπτικές της στείρας γης
οι περιπτεράδες να στέκονται όρθιοι
απορημένοι καθώς οι φυλακές τους πέφτουν μέσα στα κράσπεδα
και εμείς να περπατάμε στα σοκάκια της Πατησίων
με τις ταμπέλες και τους ζητιάνους δίπλα μας
να στρώσουμε σε ένα μεγάλο πεζοδρόμιο
και να τρώμε μέσα από το στόμα τους ανέχεια
και κακοχωνεμένα διαφημιστικά γράμματα.

Στις παρόδους
μπάτσοι φυλακισμένοι στο κενό τους
να σκοτώνονται από ιαχές συνθημάτων
να πέφτουν αναπολώντας ένδοξα μεγαλεία
όταν μεγάλες αύρες τούς καταπίνουν
φτύνοντας τα τεχνητά μέλη τους.

Γέροι πιασμένοι ρυτιδωτά
να δίνουν το φιλί της ζωής
στο τελευταίο μεγάλο γεύμα της ενδόξου Λεωφόρου
πριν η νύχτα φορέσει πνιγμούς και κατέβει σε εκείνης τα υπόγεια.

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Αντικριστά

Καθώς καθόμασταν αντικριστά, ένιωσα αυτόν τον φθόνο του ότι δεν είμαι ένα κομμάτι του εαυτού σου για να μπορώ να σε ακουμπάω ακριβώς όποτε το έχω ανάγκη.
Έτσι, ξεγυμνώθηκα μπροστά σε έναν καθρέφτη, σε εκείνον που είχε στραμμένα τα νώτα του στο πέλαγος και τα κύματα είχαν καταπιεί τις ματαιοδοξίες του.
Ανοίχτηκα μαζί του και βρεθήκαμε μπροστά από τον Ήλιο να πίνουμε αλκοόλ μέσα από μεγάλα σακιά, εκείνα που κάποτε φιλοξενούσαν ανέμους και θερινές βροχές.
Κατάλαβα ότι δεν υπήρχε πλέον καμία διέξοδος μέσα στην εποχή των όμορφων πυρετών, κι έτσι αποσύρθηκα μέσα σε ένα συρτάρι με αντιβιώσεις θανάτου.
Ίσως να ξανάρθει η εποχή των άκρατων σιωπών.
Ίσως πάλι να ξαναγεμίσουμε φασαρία τα σώματά μας, κι έτσι, όπως εκείνα θα κραυγάζουν, εμείς να πεθάνουμε μέσα στην απροσδιόριστη ησυχία μας.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Νύχτα

Γεμάτος μαύρους σπασμούς
σελήνη άπνοη
ουρανός χωρίς κρωξίματα αγγέλων.

Ύπνος μισερός, συνταρακτικός
κι οι εφιάλτες υπομονετικοί
συντροφεύουν το πρώτο ξύπνημα.

Αποσπώμενη ύλη
σε θεωρίες κλεισμένη
προσπέκτους επαναστάσεων
σε προσφορές και κουπόνια
καφετέριες και δονήσεις μικροκυμάτων
τελευταίος ο άνθρωπος
η ζωικότητα προηγείται του ηλεκτρισμού.

Η νύχτα αστερίζει
γράφει τα μελλούμενα
σαν προφήτης καθισμένος σε βουβό λόφο
ήλιος εργαζόμενος επί εικοσιτετράωρο
υπέρ Ωρών, Ημερών, υπέρ Ημών
μόνη η νύχτα σε βουβή εντατική.

Πίνει ποτό από τα μαλλιά της σελήνης
λούζεται στην αγκαλιά της
φωτίζει μισές εξεγέρσεις
βαθαίνον σκότος
κατακάθι του καλοκαιριού η σιωπή
ό,τι αφήνει το τραγούδι του τζιτζικιού
κι εκείνη
έρπει προς το πρόσωπο της ησυχίας
ακτινοβολεί μνήμες
φιλάει την όμορφη πλάτη της
αναπνέει τις ιστορίες της
αργοπεθαίνει πάνω σε ηλιακά χαμόγελα.

Είδα

Είδα τον χαμό να αναπαύεται
στα μάτια του κόσμου κρωξίματα πουλιών
κι οι νικηφόρες ιαχές ολόιδιες, να στέκονται ορθές.

Είδα στήθη να συντρίβονται
μεταξύ σιγουριάς και ερωτήσεων:
"Τα λευκά στους σαράντα
τα μαύρα άπλυτα να μείνουν".
Δεν απλώνεται η θλίψη.

Είδα τα μάτια μου τσιμπλιάρικα
αποστεωμένο πρόσωπο, σάπια δόντια
μεγάλη του κόσμου καμπούρα.

Είδα τις σιγουριές των βουνών
και το ψύχος των ανέμων
ο ήλιος να πυρομανάει στις κορυφές τους
τα θηρία μανιασμένα να πίνουν αίμα
οι πόλεις χαμένες στον ρυθμό της συνήθειας.

Είδα έναν
κι εκείνους να αρχηγούν
να πισθαγκωνούν τα πλήθη
να ερωτεύονται τον εαυτό τους
κι όλα τα τρένα να ακούγονται από μακριά
ριγμένα πάνω σε σαρκοβόρες ράγες.

Δεν είδα κάπου εμάς
λυτρωμένοι καθώς νιώθαμε.

Δεν υπήρχε λόγος να μάς αντικρίσουμε ματωμένους.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Ευτυχείς

Ευτυχείς
ως σταθερά και υπόκωφα κτίρια
αντισεισμικά.

Ευτυχείς
ως σίγουροι
ως προσδοκούντες
ως επίμονοι επαγγελματίες
ως σταδιοδρόμοι εταιρικών προδιαγραφών.

Σταθεροί
ως ευτυχείς οικογενειάρχες
εκκλησιαζόμενοι και μη αμαρτούντες.

Δυστυχείς
με κρεμασμένα σώματα
χυλωμένους νόες
εύθραυστα μάτια
γύψινες γλώσσες.

Ερωτευμένοι
με χείλια κόκκινα
μέλη στητά
χέρια παγωμένα
γάντια υγρά
μανιασμένες υποσχέσεις.

Σίγουροι
ως εθνικά ανήκοντες
ως ταξικά αγωνιζόμενοι
ως  αλλότριων παιδιών γονείς
ως υπερέχοντες πατριώτες.

Ευτυχείς
ως ανθρωπίζοντες.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Τέτοια Υλικά

Κάποια λόγια που δεν ειπώθηκαν
κάποιοι στίχοι που δεν γράφτηκαν
φωνές που δεν ακούστηκαν
μηνύματα που δεν στάλθηκαν
σάλια που δεν άλλαξαν προορισμούς.

Κάποια τέτοια υλικά
έχτισαν τη ζωή μου
μαζί
με κάποια βλέμματα
που ανταμώθηκαν εκεί ή εδώ
στα μέρη του άπνοου αποχωρισμού
και των ξέπνεων υποσχέσων.

Όλα ήταν χωρίς πνοή
μα κάποια
ανέπνεαν με πάθος
και δύναμη 
κι άντεξαν σε βροχή και λάβα.

Αυτά μα κι εκείνα, τα άλλα
έχτισαν τα άγρια βράδια μας. 

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Το Φιλί

Το φιλί εκείνο, σαν να με έδεσε χειροπόδαρα και να με έσυρε σε έναν από τους δρόμους σου. Σαν να με στοίχειωσε μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις εφηβικές και υγρά σκοτάδια.
Δεν ήταν γνωστός δρόμος, αλλά φαινόταν καθάριος και ήταν φρεσκοβαμμένος σαν παλιακή αυλή.
Όμως μου φαινόταν ότι κάπου τον είχα ξανασυναντήσει.
Ίσως επειδή τον περπατούσα με άνεση και έβλεπα συνεχώς τον εαυτό μου να αντανακλάται πάνω του, όπως τα αστέρια καθρεφτίζονται σαν κοσμήματα πάνω στον ουράνιο θόλο. 
Ήξερα ότι γνώριζα όλη την υγράδα του και το παρελθόν του, μα ένας παλμός μού υπενθύμιζε ότι τίποτα δεν ξέρω προτού το ξαναμάθω με άλλον τρόπο.
Η άσφαλτος του δρόσιζε τα γυμνά μου πόδια και το αεράκι που απέπνεε έδινε ανάσα στο σώμα μου, βίαια κατέκλυζε τους πόρους του σαν την φουρτουνιασμένη θάλασσα. 
Έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής, που τα χρώματα ξαφνικά βρήκαν καινούργιους τρόπους να αποτυπώνονται κι ο καμβάς που ζωγραφίστηκε θύμιζε βροχερό σύννεφο παιδικού καλοκαιριού.
Ό,τι κι αν συμβεί, αυτόν τον δρόμο θα τον θυμάμαι πάντα, και τα χείλη μου που κάηκαν πάνω στα δικά σου, όταν τα χάδια μας έπλαθαν απρόσμενα σύμπαντα, πάντα θα φωταγωγούν εκείνο το μικρό μέρος που τα φιλοξένησε εκείνη την στιγμή, από τις σπάνιες εκείνες φορές, που παρελθόν, παρόν και μέλλον συμμορφώνονται στα γούστα των ανθρώπων.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Από Τότε

Σε θυμάμαι χρόνια να ταξιδεύεις σε μεγάλους δρόμους χωρίς αποσκευές με ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο.
Περνούσες με ταχύτητα έξω από τη ζωή μου και σου φαινόταν τόσο μικρή, μια ελάχιστη κουκίδα μέσα στις τόσες άλλες πεθαμένες ζωές.
Πριν λίγα χρόνια αποφάσισες να χαλάσεις όλους τους τροχούς του κόσμου.
Τους έβαλες σε μια βουνοκορφή- κάποιοι κύλησαν και σώθηκαν- και τους έκαψες με μια εκτυφλωτική φλόγα, τρίβοντας μεταξύ τους τα βλέμματα των καλοκαιριών, που ξοδέψαμε μαζί χωρίς ούτε ένα βασίλεμα, ένα φιλί, μια καλή κουβέντα, χωρίς έστω ένα πλοίο να μάς περιμένει στο λιμάνι.
Από τότε, έρπω στις εθνικές σου, μυρίζοντας τον ιδρώτα και τα λάδια του δρόμου, τα νυσταγμένα ταξίδια των φορτηγών, τα υγρά του κορμιού σου, το αίμα των αδικοσκοτωμένων, τα χιλιόμετρα όλων των ταξιδιών εκείνων, που δεν κάναμε μαζί.
Μόνο τότε,είδες ξανά τη ζωή μου όπως ακριβώς ήταν. Μια ζωή εντοιχισμένη σε ξυσμένους, άβαφτους τοίχους.
Από σήμερα-ίσως να ήταν και χθες- οι μπογιές μου άρχισαν να λάμπουν, γιατί εσύ έριξες το βλέμμα σου επάνω τους.
Όταν ενταφίασες τα καλοκαίρια εκείνα, τότε οι δρόμοι ξαναγέμισαν με λόγους και ζεστά μάτια.

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Ψίθυροι

Ένας κόσμος αμφιβόλων φωνών ενταφιάζεται μέσα σου.
Λιάζονται νωχελικά
ακροβατώντας σε αμμουδερές σκεπές
καλοκαίρι σε πλακόστρωτο σκιερό.

Είναι φωνές αλήθειας ή νεκρικές κραυγές;
Δεν απαντάς.

Κάποτε ακούγονται
άλλοτε σιγούν
μα ποτέ δεν είναι ακέραιες
μόνο στοιβάζονται σε λερωμένα χαρτόκουτα.

Κόβουν γλώσσες
πριονίζουν σκέψεις
στέκονται αγέρωχες
σαν ανεμόμυλοι βυθισμένοι στον χρόνο.

Μια φορά ήχησαν στα αυτιά μου καθαρά
σε έψαχνα παντού
κρυβόσουν σαν μικρό παιδί
πίσω από κομμένα δέντρα και μεγάλα λόγια
τότε που ξεσπούσε βαριά βροχή
και μεταλλικά κορεσμένα χρώματα.

Πρόσεξες τους ψιθύρους της πόλης;
Μοιάζουν με εσένα.

Πρόσεξες τους ψιθύρους της πόλης;
Τάφηκαν στο όμορφο στήθος σου.
Πάντα γεύομαι τον θάνατο όταν στα χέρια μου το φυλακίζω.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Σκόνη

Σταμάτησα το σκονισμένο μέλλον
βάλθηκα με τη σκούπα να το ανακαινίσω
μάταιος κόπος, η σκόνη πύκνωνε
εκείνο γυρνούσε γύρω-γύρω παίζοντας κρυφτό με τις ώρες.

Γράπωσα τα λεπτά
στα χέρια μου ιδρωμένα δευτερόλεπτα
τεντώθηκαν τα μικρά φτερά τους προς τον ήλιο
μα σύννεφα κάλυπταν την ηδονή τους
κι η σκόνη θέριεψε.

Κάθε φορά που μια κίνηση ζωγράφιζα
ο τοίχος έγερνε
κομμάτια και πίνακες μνήμης κροτάλιζαν στο πάτωμα
και σκόνη
κλειστά, σκοτεινά παράθυρα
με πέπλα γκρί και λευκά.

Έφυγα και ξαναγύρισα προς τα πίσω.
Έσερνα το παρελθόν από τα μπράτσα του
γερασμένα και αποστεωμένα εκείνα
έκλαιγαν στα χέρια μου
το μεδούλι τους χυνόταν σε μια κούπα

Το ρούφηξα με λαιμαργία μικρού παιδιού
ώρες, χρόνια, λεπτά, δευτερόλεπτα λέρωσαν το στέρνο μου
όλα κύλησαν πάλι στο πάτωμα 
μέλλον και παρελθόν λεκέδες έμοιαζαν
κι εγώ πάλι από την αρχή
μα τώρα
σκόνη και κόκαλα είχαν γίνει ένα
εγώ κι εσύ
εμείς κι εκείνοι
όλοι εκείνοι
μαζί τους κι εμείς
όσοι τη σκόνη χρόνια μοιράζαμε σε όνειρα
όσοι ταΐζαμε τα παιδιά μας με μεδούλι
ξανά στον ίδιο χαμένο διάδρομο
νυστέρια να μάς κόβουν τα φαγωμένα λαρύγγια
χειρουργεία ανοιχτά απο ταράτσες έπεφταν 
πριόνια, πολλά πριόνια παιάνιζαν ημιτελείς πανικούς
κι η σκόνη εκεί, η σκόνη πάντα εκεί.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Σε Αυτά Τα Μέρη

Πίσω από τι καλαμιές υπάρχει ένα μνήμα.
Αν πας αυγή, με το πρώτο φως του ήλιου, φαίνεται αχνά, μα καθαρά, η επιγραφή της μνήμης:
"Ενθάδε κείται άνθρωπος".
Το βράδυ αν τύχει να περάσεις από εκεί, μπορεί πάνω από τον άνθρωπο να πατήσεις χωρίς να το καταλάβεις.
Πόσοι και πόσοι αγνοούν την ύπαρξη του, και πόσοι περισσότεροι είναι σίγουροι για την ανυπαρξία του.

Αναρωτιέσαι ποιος μπορεί να είναι θαμμένος.

Είχε φίλους, τον πρόστρεξαν στις στενοχώριες του;
Ο θάνατος πώς τον βρήκε, μόνο του η παρέα με φίλους;
Ποιός να ήταν άραγε αυτός ο άνθρωπος και γιατί είναι θαμμένος σε μια παραλία έρημη;
Πώς βρέθηκε εκεί;

Οι πατημασιές στην άμμο δείχνουν ότι κάποιος τον θυμάται συχνά και τον αναζητά. Ξέρει ότι αυτός δεν μπορεί να απαντήσει, αλλά εκείνος τού μιλάει ώρες και ώρες για όσα πέρασαν, αλλά και για αυτά που θα έρθουν, για όσα ξεχάστηκαν και ίσως θάφτηκαν μαζί του.

Τού μιλάει χωρίς να περιμένει απάντηση.
Τού μιλάει, γνωρίζοντας ότι δεν τον ακούει.
Τού μιλάει, γιατί η ανάγκη να μιλήσει σε εκείνον τον σπρώχνει εκεί, κάθε μέρα, κάθε πρωί την ίδια ώρα, όλα τα ξημερώματα όλων των ετών, που ήρθαν και θα έρθουν ξανά σαν καλορυθμισμένο ρολόι. 

Θρησκευτικό ή άλλο σύμβολο δεν είναι καρφωμένο στο χώμα. Μόνο αυτή η επιγραφή, που υπενθυμίζει την ύπαρξη ενός νεκρού ανθρώπου ή ίσως την ανυπαρξία του ζωντανού του φίλου.

Εκείνο το "κείται" ίσως δημιουργεί παρεξηγήσεις.
Μήπως τυχόν είναι θαμμένος κάτω από την άμμο και απλά ξεκουράζεται;
Μήπως έχει πεθάνει και δεν νιώθει τίποτα;
Κανείς δεν ξέρει.
Κανείς δεν ξέρει πότε και γιατί πέθανε αυτός ο άνθρωπος.
Μόνο ο συνομιλητής του νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα για αυτόν, χωρίς να δίνει καμία πληροφορία σε κανέναν, μα και κανένας δεν έχει ρωτήσει, αφού οι δυο τους υπάρχουν ο ένας για τον άλλον.
Γιατί αν κάποιος ρωτούσε, εκείνος που κάθε μέρα συζητάει με τον νεκρό είναι ένας άνθρωπος που κείται ζωντανός. Δεν είναι νεκρός. Αφού μιλάει (τί λέει άραγε;), συζητάει (ποιό θέμα τον κεντρίζει;), ακούει, είναι ένας άνθρωπος που ζει. Μόνο, που είναι μόνος του, όπως ο άνθρωπος που κείται κάτω από την άμμο και μέσα στο νερό της θάλασσας.
Δύο μόνοι άνθρωποι, που ο ένας μιλάει, αλλά ο άλλος δεν τον ακούει.
Δύο άνθρωποι νεκροζώντανοι είναι κάτι συνηθισμένο σε αυτά τα μέρη.
Πάντα ήταν.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Όνειρο

Κι αν το όνειρο καταστράφηκε
κοίτα από κάτω
υπάρχουν τα αποκαΐδια του ακόμα.

Σιγά-σιγά το ξαναφτιάχνουμε.
Θα πάρει χρόνο
θέλει κόπο
μα είμαστε εδώ.

Από τα καμμένα
μπορούμε να σταθούμε όρθιοι ξανά
από τις φλόγες
μπορούμε να ξυπνήσουμε πάλι.

Πιάσε μια πέτρα
κοίταξε το ξύλο
κάνε τα ένα
ένα προς ένα
ιδού το όνειρό μας
δίπλα του περπατάμε
κι εκείνο, το βλέπεις;
Δίπλα μας μπουσουλάει
μπερδεύεται στα πόδια μας
και παραπατάμε στο σκοτάδι.

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Αλλά...

Σε αγαπάω, σε θέλω, αλλά...
Θέλω να προσπαθήσω, ναι, το θέλω, αλλά...
Ξέρω πόσο σημαντικό είναι για 'σένα αυτό και θέλω πολύ να σε καταλάβω, αλλά...

Κάποτε ήμουν κι εγώ πρόσφυγας, ήμουν μετανάστης, και τους καταλαβαίνω, αλλά...
Τόσα χρόνια πέρασαν χωρίς νόημα, αλλά τί να κάνεις, έτσι είναι αυτά...
Όταν ήμουν μικρός, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μεγάλωνα, αλλά...
Κάποτε ήμουν άτρωτος ή έτσι ένιωθα μάλλον, αλλά τώρα...

Θέλω να το παλέψω, αλλά...
Μέ έχει καταπιεί το αλκοόλ, αλλά...
Το τσιγάρο είναι ό,τι απέμεινε...
Δεν φοβάμαι τίποτα, αλλά γιατί τρέμω τις νύχτες;
Mπάζουν οι ιδέες, αλλά κουράστηκα να τους φτιάχνω στεγανά, και άλλα στεγανά.
Θέλω να βοηθήσω κάθε αδύναμο, αλλά...

Θέλω να χωθώ μέσα σου, αλλά...
Το ξέρω, θες κι εσύ, αλλά...
Όπως ήθελες κι όλα τα υπόλοιπα
αυτά που ξέμειναν από όλα τα υπόλοιπα "αλλά"...

Ξέρω, ξέρω
τίποτα δεν είναι δύσκολο όταν κάποιος θέλει, αλλά...

Ένα "αλλά" θα στέκεται εκεί ανάμεσα
κάτι σαν φόρος τιμής στα μεγάλα λόγια ανύπαρκτων πράξεων.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Στην Άγνωστη

Aυτό που με εντυπωσίασε από την πρώτη φορά ήταν το βάθος του φιλιού σου.
Ήταν σαν να έκανα μακροβούτι σε καυτή θάλασσα Αυγούστου.
Τόσο αλμυρή γεύση και τέτοιο βάθος που είχε, νόμιζα ότι θα πνιγώ μέσα του και κανείς δεν θα άκουγε τις φωνές μου.
Είχα την ελπίδα ότι δεν είχες ξαναφιλήσει ποτέ κανέναν έτσι.
Μα κι αλλιώς να ήταν, το είχα πάρει απόφαση ότι δεν με πείραζε.
Άλλωστε τέτοια φιλιά πρέπει να τα δίνουμε σε όλους, ακόμα και σε αυτούς που περνάνε μαζί μας κάποιες βραδυνές ώρες μόνο.

Το ήξερα ότι με ήθελες.
Το καταλάβαινα από τον τρόπο που με κοίταζες όταν ήμασταν αγκαλιά, το έβλεπα στη σύσπαση του χιονισμένου λαιμού σου όταν τον φιλούσα, το άγγιζα με τη γλώσσα μου όταν ακουμπούσε την πεταγμένη σου κλειτορίδα, που τη ρουφούσα μαζί με τα χείλη της και την ταλαιπωρούσα μέσα στο στόμα μου.
Όταν μου έλεγες ότι πονούσες, σταματούσα και φιλούσα τα στήθη σου.
Μα κι εκεί, πάλι λάθος έκανα, γιατί δεν μπορούσα να αντισταθώ σε αυτές τις όμορφες θηλές και τις υψωμένες σαν λάβαρα ρώγες τους και ζητούσα να τις ξεριζώσω και να τις έχω για πάντα μέσα στο στόμα μου και πάλι σε πονούσα και πάλι διαμαρτυρόσουν και τότε χασκογελούσαμε με χαρά και ηδονή.
Μα κι εγώ σε ήθελα.
Tο ξέρεις, κι αν τυχόν δεν το είχες καταλάβει στο λέω τώρα.
Ναι, σε ήθελα, όχι με τον δικό σου τρόπο ούτε με τα δικά σου λόγια ούτε με τα βλέμματα όλων των άλλων ανθρώπων, που μπορεί να σε κοιτούσαν.
Σε ήθελα όπως ο καθημερινός θάνατος ρουφάει το μεδούλι της ζωής, σε ήθελα για όλα αυτά που είχες, μα ακόμα περισσότερο σε ήθελα γιατί μέσα στις αδυναμίες σου αντίκριζα τον εαυτό μου ξεκάθαρα, γυμνό και πονεμένο, έβλεπα τις άκρες του κόσμου στα μάτια σου και δάκρυζαν τα χέρια μου, έπεφταν στο πάτωμα και σαν ικέτες σέρνονταν προς τα χείλη σου.
Το ξέρω, δε στα είπα ποτέ όλα αυτά.
Μα τι σημασία έχει;
Σημασία έχει ότι σε γνώρισα.
Έτσι δεν είναι;

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Είμαστε(;)

Εκείνες οι πορείες προς το φως
μέσα στο σκοτάδι έγιναν.

Κι εκείνα τα φιλιά που λαμποκοπούσαν
μέσα στο σκοτάδι υψώθηκαν.

Όσα χτύπησαν σε τοίχους ενοχών
μέσα στο κεφάλι ενταφιάστηκαν
κι έκαναν τα κρανία, τόπους εμμονών.  

Κι όσες πεδιάδες από μακριά κοιτάζαμε
μέσα στη ζάλη των αστεροειδών
κλειστές κι υγρές σοφίτες αποδείχτηκαν.

Δεν συμφωνούν τα μέσα
μα ούτε κι οι σκοποί
κι ο στόχος ξεμακραίνει.

Κι όμως είμαστε εκεί
επιμένοντας
στο σκοτάδι 
ανιχνεύοντας φως και νερό.

Απορείς;
Είμαστε φως που ερωτεύεται σκοτάδι.

Απορείς;
Άνοιξαν τα κλειστά περάσματα.

Μπορείς και ζεις;
Είναι που η ζωή θανατώνεται δίπλα μας.

Διασκεδάζεις;
Θα φταίνε οι κακοραμμένες πληγές μου.

Πεθαίνεις;
Το ξέρω: αβίωτη η καθημερινή συνθηκολόγηση.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Γελάστε

Μπες μέσα στο βαθύ
κι αν δεν μπορέσεις
έλα, στάσου να σου πάρω το φορτίο πάνω μου
μέσα μου
εντός μου.

Να το σαρκώσω 
να νιώσω ποιά είσαι
να φωνάξεις στα πνευμόνια μου
κι εγώ να καπνίζω
να δεις πού πηγαίνω
και να αλλάξεις την πορεία
πάντα πέφτοντας στον δικό σου τοίχο να σκοτώνομαι. 

Μετά
όταν φτάσουμε
όπου φτάσουμε
κανείς δεν θα περιμένει.

Στην άκρη του πεζοδρομίου έλα
και
μίλησε μου για τα εμπόδια
κάνε παράπονα
γλίστρησε
και
άσε τα έντομα να ζουζουνίζουν στα αυτιά μου
πριν τα φτερά τους κόψεις.

Οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης
φαίνονται σαν μικροί στα μάτια σου
με λασπόνερα
και γούβες
γεμάτοι αυταπάτες
ή μήπως πράγματα
ή μήπως αναμμένα κεριά;

Το πεζοδρόμιο.

Το πεζοδρόμιο καταπίνει τις πλάκες
χαμογελάει πονηρά στα αυτοκίνητα
κι εκείνα πετάνε
κάτω από τη γη φτερουγίζουν
γαργαλάνε τα πόδια μας
που κοροϊδεύουν το μέλλον.

Ένα αυτοκίνητο περνάει
ο οδηγός σκοτώνεται
μέχρι οι μπάτσοι να έρθουν πεθαίνει.

Εμείς
ακόμα στο πεζοδρόμιο είμαστε
πετάμε πέτρες
ακούμε το παρελθόν να τραγουδάει.
Τραγουδάει άσκοπα
κι άσκοπα κουτσομπολεύει:
"Γελάστε, γελάστε τώρα.
Γελάστε ξανά".

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

O Ήχος

Δεν θέλω ο ήχος να καταφθάνει αυτούσιος.
Θέλω να αποσυμπιέζεται από τις ερμηνείες του και τα είδη του και να φτιάχνεται χιλιάδες φορές ξανά και ξανά, αλλάζοντας κάθε φορά την ουσία του.
Μόνο έτσι να γίνεται αντιληπτός από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον εσωτερικό του πυρήνα, τη στιγμή, που σαν ουράνιο ποδήλατο, θα διακτινίζεται στο σύμπαν όλων των αισθήσεων με ταχύτητα ακαριαία.
Θέλω ο κάθε μικροήχος του ήχου να διαλύει ένα ζωτικό όργανο, κι αυτό να είναι το συνεχές στοίχημα του, όταν θα διαλύει το περίβλημα των θορύβων, όταν εντατικά, με συνέπεια, θα στέκεται μπροστά στα πνευμόνια και θα τα πυροβολεί παθιασμένα.
Νότες να ξεπετάγονται, γεμίζοντας αίμα τους λαρυγγισμούς των τενόρων και τους βρυχηθμούς των λιονταριών.
Αν άκουγα κάποτε μουσική πάλι, μόνο έτσι θα ήθελα να με χαϊδέψει.
Βία να γίνεται το άκουσμά της, απειλή εκτέλεσης η απώλειά των κλειδιών της, που ξεκλειδώνουν φυλακισμένους αιώνες.
Κι αν όλοι εκείνοι που την σμίλεψαν πρωτόγονα εμφανίζονταν σε ένα ξεχασμένο ηχητικό πεδίο, έτσι θα ήταν βαλμένοι, που μόνο το άγγιγμα ενός χεριού, των χειλιών, των υπέρμετρων βουβών εφιαλτών, θα αρκούσε για να πυροδοτηθούν όλες οι αμφιβολίες, όλα τα "αν" και τα "μην", όλες εκείνες οι αρνήσεις, που κοντοστέκονταν σαν μάνες θαλπωρής μπροστά σε ορφανά παιδιά.

Αν είναι έτσι ο ήχος, ναι, αξίζει να τον αφουγκραστείς.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Μια Απώλεια

Πέντε καρφιά εδώ
κι ένα τραπέζι άδειο.
Πλήρες χρωμάτων το ουράνιο τόξο
οι βροχές του ταξιδεύουν μόνες.

Το ολόγιομο ξύλο παριστάνοντας
άνθρωποι σταυρώνονται
τριξίματα απώλειας στην πόρτα
φρενήρη ποδοβολητά παρουσίας χαμένης.

Βουβοί στέκαμε.
Σαν εφιάλτης οξύμωρος.
Τα βήματα ακούγονταν στα σίδερα.

Σίδερο είναι και τα κελιά
που χωρίζουν τα κομμένα σώματα
σίδερο είναι κι ό,τι διαλύει κεφάλια
κομματιάζει κορμιά
αναπαριστά γη και ουρανό χωρισμένα.

Η Κραυγή αποτυπώνεται ολόσωμη
πριόνια κόβουν την πρωινή δροσιά
στη μέση του χειμώνα
νεκρώνονται πρόσωπα παιδιών
τα φώτα λαμπυρίζουν μέχρι το πρωί
αλόγιστες οι πόλεις μας.

Τίποτα δεν ήθελα
απλά, μόνο, αν μπορούσα, αν με άφηναν
τα παγωμένα βλέμματα να έλιωνα
τις θάλασσες τους ήρεμα να κανάκευα
μέσα σε αγκαλιά
κρύα, ανέγγιχτη, ανοιχτή από μακριά
να περιμένει...

Μοναδικό θέαμα, Μοναδικό
η έκρηξη της μοναξιάς μέσα σε πολυκοσμία
όταν πάντα μια σιγουριά λιποθυμά επάνω στο στέρνο της.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Όλα θα ήταν...

Πώς να αποτυπώσεις νοήματα στο χαρτί;
Όλα παίζονται εδώ, στα λόγια.
Στο χαρτί, όλα χαμένα φαίνονται.

Πώς να παίξεις μουσική ενώ βουρκώνεις;
Όλη η μουσική στα πόδια σου, νεκρή.
Τα πεντάγραμμα σκονίζονται στα ωδεία
οι νότες πληγωμένες ανάμεσα σε τόνους και ημιτόνια.

Πώς να περπατήσεις πάνω στο νερό;
Στη γη, οι μεγάλες ρόδες βυσσοδομούν
και τα πρατήρια του θανάτου κάνουν χρυσές δουλειές.

Όλα θα μπορούσαν
Όλα θα γίνονταν
Όλα θα ήταν
όλα θα υπήρχαν
αν και εφόσον
όταν
ίσως, πολύ πιθανό
εμείς 
να μπορούσαμε
του κόσμου το καύκαλο να σπάσουμε.

Όλα θα ήταν εδώ
αν και εφόσον
της ήττας την επιφάνεια χαράζαμε
με νερομπογιές, μικρές, διάφανες
και άκμονες ονείρων.

Σαν στη μέση εμφανίζονται ρήγματα
σαν όλοι νεκρώνονται
σαν όλα βυθίζονται
οι χειμώνες θα επανέρχονται
ξανά και ξανά.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Διαρρηγνύοντας την λήθη

Tης Φίλης Κ.Κ.

Αντίκρυ του ο Δρόμος.
Με τα δυο γιγαντιαία -γεμάτα φέγγος μα και συνάμα με μια βαρυθυμία-
μάτια του, τον θωρούσε.
“Ερημώθηκε”, μου ψέλλισε άρρυθμα,
ωσάν τα λόγια του να δένονταν σε μικρούς, νωχελικούς κόμπους πριν
τ' αρθρώσει το στόμα του.
“Ερημώθηκε”, επανέλαβε, γυρεύοντας ένα υπομόχλιο να τον στυλώσει.
Γύρισε και ατενίζοντάς με, συνέχισε:
“Κάποτε, στον Δρόμο αυτό αποτυπωνόταν κάθε μικρή ή μεγάλη ιαχή ελευθερίας.
Αυτές οι κραυγές ξαναζωντανεύουν νυχθημερόν μες στα αυτιά μου.
Κάποτε κροτούσε από το ποδοβόλημα χιλιάδων εξεγερτικών,
σαν τον πάταγο που έκανε η θραύση του μικροαστικού αβαείου. 
Κάποτε ο Δρόμος αυτός ήταν αδαμαντόδετος με το μαύρο του κορμιού,
του λαβάρου και του μυαλού, σηματοδότης του ατέρμονου μόχθου προς την χειραφέτηση.
Κάποτε κραταίωνε λυπητερές ψυχές να γεροπατήσουν απάνω του 
και να εφορμήσουν προς το ιδανικό τους.
Σήμερα, το ίδιο κράσπεδο στέκει βουβό, λειψό, αλλότριο, 
από το ποδοπάτημα αγκιτατόρων.
Κλούβιασε και αυτό σαν τα κνώδαλα που περιφέρονται απάνω του.
Μας σκόρπισε, μας έκανε να ψάχνουμε τη φυγή... έπαψε να μας εμπνέει.
Η ώρα ήταν ήδη περασμένη.
Τον διέκοψα...
“Πάμε να φύγουμε” ψέλλισα.
“Όχι. Θα σταθώ εδώ και θα προσμένω” κραύγασε με 
βροντόφωνη λαλιά και τα μάτια του φωταγωγήθηκαν πιότερο,
σα να οπτασιάστηκαν τα ιδεώδη του.
Άναψα ένα τσιγάρο και στάθηκα μαζί του να καιροφυλαχτώ την στιγμή
που υψωμένη η σημαία μας θα μελανειμονούσε, μαστιγώνοντας, 
την αστική οικοδόμηση...

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Εικόνες Ουτοπίας (1)

Εκείνο βράδυ, καθώς ο ήλιος είχε αποσυρθεί στην άκρη του ουρανού και άρχιζε να σουρουπώνει, οι ανθρώπινες αισθήσεις μπήκαν σε διαδικασία υπερπραγματικής μορφοποίησης για μια ακόμη φορά.
Αν είχα μετρήσει σωστά, ήταν η έβδομη αλλαγή μέσα σε μια πορεία αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων της ύλης, που είχαν γίνει τα χιλιάδες τελευταία χρόνια κάτω από την επιρροή  των αισθήσεων των ανθρώπων του είδους μας. 
Μοριακές προανθρώπινες κατατάξεις και κυτταρικά δεδομένα εκατομμυρίων ετών βρίσκονταν πλέον σε κενό αρχέγονων, πρωτόγονων μνημών και εστιάσεων.
Η όραση άρχισε να μετατρέπεται σε ακοή, η ακοή σε όραση κι όλες οι μικρές και μεγάλες αισθήσεις μαζί άρχισαν να μεταμορφώνονται σε αφή.

Προς στιγμήν, τα μάτια έγιναν φορείς των εξωτερικών και εσωτερικών ήχων ενώ τα αυτιά κοιτούσαν σε ευθεία γραμμή όλες τις πλευρές του ορίζοντα, αναλόγως του προς τα πού θα βρίσκονταν στραμμένα τα κεφάλια μας.
Κυρίως τα άκρα του σώματος μα και ολόκληρος ο κορμός άρχισαν να περιέρχονται σε μια κατάσταση αφηρημένης έξαψης και ολικής υποδοχής των εξωτερικών ερεθισμάτων κόσμων, που χάνονταν και πάλευαν να παραμείνουν ζωντανοί μέσα από τις αισθήσεις μας.
Το ξεχασμένο από όλους τους Holo Alienati άγγιγμα είχε πλέον την πρωτοκαθεδρία της πρωτοβουλίας και όλοι μας είχαμε υποκύψει στην ηδονή των συνισταμένων του.

Ποτέ δεν είχαμε ξανανιώσει τόσο ελεύθεροι όσο εκείνες τις μέρες, που μόνο μπορούσαμε να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον.
Ακόμα κι όταν κοιταζόμασταν ή νομίζαμε ότι ακούγαμε ο ένας τις λέξεις του άλλου, αυτό που καταφέρναμε είναι να πλέουν τα αγγίγματά μας σαν λέξεις, σαν ήχοι, σαν βλέμματα.
Τα χείλη μας είχαν υπερδιογκωθεί σαν φραουλένιοι ιμάντες ενώ οι γλώσσες μας ήταν τόσο υγρές, σαν ποτάμια που φουσκωμένα από τη χειμερινή μπόρα πέφτουν με ορμή στη θάλασσα και αγριεύουν το βλέμμα της.
Τα μάτια, θυμίζοντας δάχτυλα με ήλιους στη μέση, άρχισαν να ακουμπάνε το δέρμα.
Καφέ, πράσινοι, μπλε και μαύροι ήλιοι φώτιζαν τους πόρους. Στήθη ξεπετάγονταν αναζητώντας το άγγιγμα του βλέμματος, γλουτοί αγγίζονταν με το άκουσμα του ανέμου.
Ο ιδρώτας έρεε σαν νερό από καθάρια πηγή βουνού κι οι μυρωδιές των σωμάτων μας περιστρέφονταν σε ηδονικές δίνες εκκρίσεων, που πρώτη φορά καταλαβαίναμε ότι υπήρχαν.  
Τα σώματα των εραστών γίνονταν μηχανές ηδονής, όλο το σώμα αφουγκραζόταν τις στιγμές, ακουμπώντας το ένα μέλος του το άλλο αφήνοντας υγρά σημάδια στιγμών, που τους ήχους τους μόνο να τους αγγίξεις μπορούσες.
Κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν έβλεπε κι όμως νόμιζες ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Αντίθετα, έβλεπες, άκουγες σαν να ήσουν εσύ το κέντρο αυτό των αισθήσεων, ο καθένας ήταν στο επίκεντρο των ηδονών, των αποκαλυπτικών στιγμών του ουτοπικού παρόντος, που γινόταν πραγματικότητα και περιέφερε τη μία και μοναδική αίσθηση της αφής από όργανο σε όργανο κι από μέλος σε μέλος.

Μέσα σε αυτό το τοπίο της αέναης χαράς, εμείς οι δύο πήραμε το δρόμο για το πιό κακόφημο μπαρ της πόλης.
Είχε σίγουρα ενδιαφέρον να βρεθείς σε αυτό το μέρος με μόνο σου όπλο την αφή και μοναδική σιγουριά σου την ηδονή.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Δοκιμή Δεύτερη

Κατηφορίζοντας στο Χρόνο (ίσως και αναβαίνοντας πάνω στη ράχη του) σε φυλακές και μουσεία, Εκείνος, ακινητοποιήθηκε μέσα σε αγάλματα και χάρτινες κλειδαριές κελιών, που κουμάντο έκαναν όσοι αναστήθηκαν μέσα από τους ζωντανούς και ξέμπλεξαν με τους νεκρούς μια για πάντα.

Τα κελιά χωρίς κάγκελα ήταν εκεί κι η μυρωδιά της φρέσκιας κανέλας εποφθαλμιούσε τους τιμωρούς καγκελόφραχτους τάφους, που εκτινάσσονταν στον ορίζοντα της μνήμης, σαν τα παιδιά που σκαρφαλώνουν στα δέντρα σαν μικροί δυναμίτες ζωής.


Δεν υπήρχαν καταδίκη, δικαστήρια, δικηγόροι, δικαστές, ένορκοι.

Μόνοι τους στέκονταν οι κατηγορούμενοι όρθιοι μέσα στα κουτιά, εκείνα τα μαύρα κουτιά, που ήταν σαν ξαπλωμένα κάτω από τον ήλιο του μεσημεριανού φέγγους όλων των ζεστών καλοκαιριών που είχαν περάσει.
Διάβαζαν, κάπνιζαν και άκουγαν μουσική όσοι μπορούσαν, κι εκείνοι που δεν μπορούσαν, κοιτούσαν έξω από τα παράθυρα αν στέκονταν σωστά τα κάγκελα, τα χάρτινα κάγκελα, που τόση δύναμη έκλειναν μέσα στις χάρτινες ίνες τους, τις ξύλινες εσοχές του πυρήνα τους, λες και είχαν τη δύναμη του θανατηφόρου μανιταριού.
Οι εκτός, συγχώνευαν το σώμα τους σε τοίχους φρεσκοβαμμένους, εκρηκτικής σκοτεινότητας και άκρατης αθωότητας.
Φτιαγμένοι από μωρά ήταν αυτοί.
Ένας-ένας έβγαιναν καταμεσής των δρόμων και σκέπαζαν τα κρανία τους με πουκάμισα σκισμένα από τον χρόνο των μουσείων και τη φυλακή του νου.
Σαν έμεναν μοναχοί τους, ξεκολλούσαν από συνήθεια μικρά κομμάτια από το κεφάλι τους και τα έτρωγαν ωμά, γυμνά, γιατί μια παλιά παράδοση έλεγε ότι η σάρκα του νου είναι σαν τα μωρά: μαλακή και ακμάζουσα.

Όταν όλα άλλαξαν, άλλαξαν κι αυτοί με τη σειρά τους: φόρεσαν μαύρα παλτά, συμπίεσαν το σώμα μέσα στα κόκκαλά τους και έριξαν τις ηδονές τους πάνω στο πρόσωπο του βοριά.

Εκείνος τις μάζεψε και τις έκανε ένα παζλ με χιλιάδες κομμάτια.
Τα κρύα βράδια καθόταν με το φεγγάρι και συμπλήρωναν εκείνα τα κομμάτια που είχαν χαθεί, αυτοσχεδιάζοντας, πότε ο ένας με παγωμένες ανάσες και πότε ο άλλος με μισοσκότεινους έρωτες. 
Κάθε φορά που κάποιος αναστεναγμός ακουγόταν ή κάποιος ήχος από φιλί έφτανε στα αυτιά τους, έκλειναν κι οι δύο τα μάτια κι ονειρεύονταν ότι ήταν κι αυτοί άνθρωποι.