Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

H Ζωή... (1)

Περνάω δύσκολα εδώ.
Δεν είναι τόσο ότι δεν μπορώ να γυρίσω πλευρό, δεν είναι καν το σκοτάδι.
Είναι που δεν θυμάμαι πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ κάτω.
Πότε μπήκα;
Ποιός με έχωσε εδώ μέσα;
Ποιός έριξε την πρώτη φτυαριά;
Κοράκι ήταν ή μήπως κάποιος παλιόφιλος;
Άλλο το αγαπημένο χέρι κι άλλο εκείνο του επαγγελματία.
Ένα εκατομμύριο φτυαριές έχουν ρίξει αυτοί, πόσο ελαφρύ χέρι να έχουν, πώς να νιώσουν...
Τίποτα, όχι. Φίλος θα ήταν, φίλος και μάλιστα αγαπημένος, παιδικός ίσως.
Ξέρεις, από αυτούς που όλο κανονίζεις να πας για καφέ όταν τους συναντάς κάτι Χριστούγεννα ή Πάσχα και τελικά δεν πας ποτέ.
Βέβαια, το ποτέ στην περίπτωσή μου έχει πλέον άλλο νόημα.
Το εννοώ τώρα, το λέω και το εννοώ.
Όταν πεθαίνεις όλα εννοούνται και γίνονται κατα κάποιον τρόπο ζωντανά ακριβώς επειδή τα εννοείς στην κάθε τους λεπτομέρεια.
Και τα εννοούν κι οι άλλοι.
Δεν θα σε ξαναδούν ποτέ.
Δεν θα τους ξαναδείς ποτέ κι εσύ (αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ανακουφιστικό).
Δεν θα νοιαστούν ποτέ για σένα ξανά.
Ούτε εσύ θα παριστάνεις ότι νοιάζεσαι για αυτούς.
Αυτοί σε έχουν ανάγκη, όχι εσύ.
Εντάξει, δε λέω, θα με θυμούνται πού και πού, μπορεί και να δακρύζουν καμιά φορά.
Μπορεί ακόμα και να χαίρονται όταν θα διηγούνται ιστορίες σε άλλους, που δεν με γνώρισαν αλλά έχουν ακούσει για 'μένα.
Κάποιοι απο αυτούς σίγουρα θα βάζουν και σάλτσες για να εντυπωσιάσουν, να καυχηθούν, να δείξουν ότι μόνο αυτοί με ήξεραν τόσο καλά, πολύ καλύτερα κι από εμένα τον ίδιο.
Αυτό μπορεί και να ισχύει τώρα που το σκέφτομαι, γιατί από όσο θυμάμαι τί ήμουν, μάλλον ποτέ δεν με κατάλαβα όσο οι άλλοι.
Πολλές φορές όταν άλλοι μιλούσαν για 'μένα μπροστά μου ίσως και να εντυπωσιαζόμουν για το πώς εξηγούσαν τη ζωή μου, όσα έκανα και δεν έκανα, εκείνα που ήθελα και όσα απεχθανόμουν.
Θα ένιωθα σίγουρα σαν πτώμα στο ντιβάνι νεκροτόμων ενώ εκείνοι με άνοιγαν κατάβαθα και μου εξηγούσαν κατά πρόσωπο ποιός είμαι και γιατί.

Τα νιώθω τα γαμημένα, τα νιώθω να με αποσαρκώνουν.
Για να κάνουν πάρτυ, μάλλον σημαίνει ότι δεν είμαι πολύ καιρό εδώ μέσα.
Και μου το χε 'πει ο Τάσος "ρε μαλάκα, καλύτερα να καούμε παρά να μάς φάνε".
Μια ζωή μαλακίες αυτό το παδί.
Μα ποιός είναι ο Τάσος;
Τα σκουλήκια καλά κάνουν τη δουλειά τους, μα κι αν καιγόμουν ποια η διαφορά; Και μήπως δεν θα μέ ετρωγαν οι φλόγες; Και θα έλιωναν μέχρι και τα κοκκαλάκια μου. Άσε ρε Τάσο, που θα μάς πεις και τι θα κάνουμε τώρα...
Μα ποιός είναι ο Τάσος;

Δεν θυμάμαι καν πώς βρέθηκα εδώ.
Πέθανα άρρωστος, με βρήκε καμια ανακοπή ή τράκαρα κάπου και εκσφενδονίστηκα από το παρπρίζ του αυτοκινήτου;
Α ρε πούστη μου, και μόλις το είχα αγοράσει. Ολοκαίνουργιο, του κουτιού.
Ούτε ένα τσιγάρο δεν είχα καπνίσει μέσα του. Μύριζε πλαστικό και σίδερο ακόμα. Μια λιμουζίνα φίλε από εδώ μέχρι τον τάφο του Ανδρέα. Μα γιατί το είπα αυτό τώρα... σιγά μην είμαι στο Πρώτο. Πουθενά πεταμένο θα με έχουν με κανά ξεχαρβαλωμένο σταυρό απο πάνω μου και το καντήλι θα είναι σβησμένο όλη μέρα.
Όμως τι δουλειά έκανα; Έκανα;
Μήπως ήμουν μόνος και τριγυρνούσα από εδώ κι απο εκεί;
Για να μην θυμαμαι σχεδόν τίποτα ίσως κάπου χτύπησα και έπαθα αμνησία.
Ίσως πάλι να είμαι γυναίκα κι όχι άντρας όπως νομίζω.
Κι αυτόν τον Τάσο, γιατί τον ανέφερα;
Φίλος ή γκόμενος να ήταν;
Μήπως είμαι ομοφυλόφιλος;
Γυναίκα;
Τι στο διάολο μού συμβαίνει και δεν μπορώ να βγάλω άκρη;
Βγάλτε κι εσείς τον σκασμό γαμημένα σκουλήκια, δεν μπορώ άλλο να ακούω το μασουλητό σας. Μέχρι και στα αυτιά μου έχετε μπεί, μόνο τη βοή σας ακούω, μου αποσπάτε τη σκέψη. Σκάστε και αφήστε με επιτέλους ηδονικά να νιώσω τα μικρά σας, ελάχιστα, χιλιάδες δαγκώματα.
Ίσως τελικά αυτός ο Τάσος (όποιος κι αν ήταν, ό,τι κι αν του ήμουν) να είχε δίκιο.
Μια φλόγα, μια μεγάλη φλόγα, μπορεί να είναι κάτι καλύτερο από πολλά μικρά σκουλήκια.

Είναι ώρα για ξεκούραση. Όλες αυτές οι σκέψεις με εξουθένωσαν. Νιώθω πτώμα.