Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Ξόδεμα


Eκείνο που ξοδεύεται
δεν είναι κάτι της μοίρας
ούτε προαιώνιο υλικό
άγνωστο και πολλάκις τιμημένο με γλυφά βραβεία.

Eκείνο που ξοδεύουμε
είναι η σάρκα μας η ίδια
η στιγμή μιας τυχαίας γέννησης
οι χυμοί των ερώτων
οι τελευταίοι πόνοι του θανάτου.

Εκείνο που ξοδεύουμε φτιάχτηκε ανέσπερο
μα, όπως φαίνεται, φανήκαμε λιγοστοί ως κληρονόμοι του.

Τώρα, ήσυχοι, τσιγκουνευόμαστε το κενό μας
και ως κληροδότες, αποτυχημένοι βαδίζουμε.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Το Φουστάνι Σου

Στην Kineks

Μην χτυπάς τα κύματα
το αίμα σου πάλλεται εντός τους.
Κι αν ακόμα ο ουρανός αναποδογυρίσει
πάλι μπλε ο κόσμος θα βρεθεί.
Με πληγές; Ναι
Με αφρισμένα πρόσωπα; Μα και βέβαια ναι

Ακόμα κι αν συνηθίσαμε τα κακομοιριασμένα τους
ο ουρανός μας αν αναποδογυρίσει
η θάλασσα κι αν μας αποχαιρετήσει
βγάλε το φουστάνι σου και στον άνεμο παράδωσέ το.

Εκείνος, παντοτινός όπως φαντάζει
σκέπαστρο των φτωχών θα το κάνει
κι έτσι το φουστάνι σου
ναι, το δικό σου φουστάνι
γιατρός για τις πληγές τους
και χρωματιστό όπως είναι
στο κόκκινο θα τους ξεκουράζει
με το μαύρο θα τους ξεσηκώνει
στο μπλε θα ναυαγούν
στο γαλάζιο του σαν ελεύθερα πουλιά θα πετούν.

Το φουστάνι σου ολόκληρος ο αναποδογυρισμένος κόσμος μας.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Ετειακό


Ήταν υπόγεια τα περάσματα
οι ηλιακές ακτίνες έλιωναν στο φεγγαρένιο μέλι
μασουλούσαμε τις τσίχλες-πυγολαμπίδες
σύνορα περνώντας
κερνώντας τους θεούς
φρουροί των γήινων χωμάτων
πάσσαλοι, συρματοπλέγματα, χακί αναμνήσεις.

Προσφέραμε στα ζώα
(σύντροφοι μας υπομονετικοί)
με νου συγχυσμένο και κλαμένα μάτια
μαζεύονταν σαν μπαλίτσες, σαν τρομαγμένα σκουλήκια
Αυτά ‘ξέραν τι σημαίνει
Διωγμός
Απομόνωση
Εγκλεισμός
Ματαιότητα
Θάνατος.

Αυτά, ήξεραν τα πρόσωπα των ανθρώπων
αυτές τις σφιγμένες σάρκινες τανάλιες
που σαν μέσα σε εργοστάσιο
συνθλίβουν ξένα σώματα
βρίζουν θεούς και δαίμονες
κοινοποιούν τη δυστυχία της γης
τους εσταυρωμένους παριστάνουν.

Αυτά, μιλούσαν στα παιδιά
μέσα στο μυαλό τους σέρνονταν
με πιρουέτες χωμάτινες ακτινοβολούσαν τα μαλλιά τους.

Και τα παιδιά
τα τάιζαν
τα χάιδευαν
σέρνονταν μαζί τους
στα ναρκοπέδια
στις θάλασσες
στις βάρκες του φθινοπώρου
στις σφαίρες των ανθρώπων
στα κυριακάτικα τραπέζια
τα μητροπολιτικά ποδάρια τσιμπούσαν
τα δημόσια ουρητήρια σπίτι τους
αόρατες πλατείες για παιχνίδι τους
μαζεμένα όλα τα παιδιά
αντάλλασσαν
ομιλίες
μαλλιά
χρώματα
σάλια
φιλιά

γίνονταν
ζέστη το χειμώνα
ανοιξιάτικη δροσιά
πρίγκιπες χωρίς βασίλειο

γίνονταν μεγάλοι
ιππείς με ξύλινα αλογάκια
βοσκούσαν μνήμες και μικροσκοπικές καρδιές
αλλόκοτα κοιμόνταν
κουρασμένα ξυπνούσαν
και
όποιο σύνορο του κόσμου
τσακιζόταν στα υδάτινα μυαλά τους.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Ρητά

Οι αιχμές αφαιρέθηκαν
όλα απαλά σαν γυαλί (επιτέλους, δεν θα ξαναγεμίσουμε μελανιές)
Οι γεύσεις εξαιρέθηκαν
όλα άνοστα (πάλι καλά, τα ξαναζεσταμένα φαγητά ήταν το φόρτε μας)
Ο έρωτας εκθρονίστηκε
σε ένα φανάρι αποκαμωμένος επαιτεί (ευτυχώς, πλέον ο ύπνος μας βαθύς θα είναι)
Τα μάτια μας τυφλά (κανένα ηλιοβασίλεμα δεν θα ημάς ενοχλεί πια)
Οι δρόμοι αδειανοί (με ένα κεραμίδι όλοι πάνω από το κεφάλι μας)

Όλα έγιναν όπως έπρεπε (κατά τας γραφάς)
Άλλωστε, πότε δεν αφήσαμε κάτι στην τύχη του (όταν λοξοδρομείς τί να σου κάνει κι η τύχη;)

Παρόλα αυτά
κάτι σημαντικό έλειπε (και αναρωτιόμασταν γιατί ο ύπνος μας λιγοστός):
ένας μεγάλος, απόλυτα ρητά ευθύς δρόμος
έτσι που να μπορούμε να περπατάμε ο ένας πίσω από τον άλλον. 

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

'Ημασταν

'Ημασταν καπνός στα πνευμόνια μας
σαράκι στα ξύλινα πόδια μας
μάς σάρωναν οι επιθυμίες
και τα λόγια μας φτερά πουλιών.

Ήμασταν αλκοόλ στις φλέβες μας
το αίμα μας έρεε σαν ουράνιο τόξο
όπως πέφτει η βροχή στα μαλλιά μας.

Κυλούσαμε σαν τα χάπια
πριν τον ύπνο
στους δρόμους
σαν ρόδες αυτοκινήτων
σταματημένες σε παντοτινά φανάρια.

Τα πρόσωπά μας
καρκινωπά
αποστεωμένα
ανήλιαγα χείλη
και γλώσσες μυτερές
βαθιά σε στόματα
να ψάχνουν για έλεος
όσο γίνεται
για λίγο σάλιο
να ταξιδέψουνε σε αρτηρίες ξένες.

Κουρασμένοι τριγυρνούσαμε
φασκιωμένοι σε αγάλακτες θηλές
πρόωρων τοκετών
κρεμασμένοι από της μάνας μας τα θέλω.

Ούτε που καταλάβαμε τις εποχές που περνούσαν
κι αυτές μάς έφτυναν κατάμουτρα
ο χρόνος στο στήθος τους ζωγραφισμένος. 

Έτσι
κρεμασμένοι ακόμα σε θελήσεις
άλλων
(ποιών;)
τα όνειρά μας στην πυρά
ρίχτηκαν
πνίγηκαν
σε θάλασσες βαθιές
θανάτου προμηνύματα
προϋπαντήσεις πόνου.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Απουσία


Η πληγή έγινε απόστημα
μεγάλο, θριαμβευτικό.
Σίγουρα χρειάζεται εγχείρηση, ίσως το χέρι αποκοπεί.

Ακόμα κι αν αυτό συμβεί (θεός φυλάξοι)
ακόμα κι αν θα είναι απόν
κανείς δεν θα το κατηγορεί για ανεπάρκεια.

Η απουσία συγχωρείται, ή τουλάχιστον προστίθεται η μια πάνω στην άλλη.
Για την παρουσία, ακολουθούνται τυπικές διαδικασίες, όπως πάντα: ρούχα, λέξεις, φευγιό.
Καλύτερα ένα απόν χέρι
παρά μια πληγή παρούσα σαν καλοδιατηρημένη μνήμη.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Καταπίπτουσα

Καταπίπτουσα η ηλιακή σφαίρα
ακούσια φανέρωσε τον εσωτερικό της κόσμο:

Έρωτες (πραγματικοί ή φανταστικοί δεν έχει σημασία)
αλκοόλ μέσα σε μηδαμινά ποτήρια άμμου
κρυφές ευχές, επαναλαμβανόμενες χειμερινές ματαιώσεις
κάθε λογής υγρά, αλάτι, άλυτα νυχτέρια, αρμυρίκια
τσιμπήματα κουνουπιών σαν δαγκώματα επιθυμίας 
αέναοι βόμβοι νυχτερινών εντόμων

Σαν χάθηκαν οι βόμβοι
και τα υγρά στερέψαν
μια παγωμένη εποχή ερχόταν

Τα μυρμήγκια οι ηγεμόνες της 

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Ουρανός


Σβηστός ο ήλιος, περιχαρακωμένος
Τα νέφη κλειδαμπαρωμένα στο κέλυφός τους
αρνούνται να υποκύψουν στον χρόνο.

Τα πουλιά κρεμάμενα σε σχοινιά, σκοτωμένα  
ένα βλέμμα σου σώζει τον ουρανό πριν καταπέσει κι εκείνος
ξεχαρβαλωμένος και ανίδεος για την τύχη του.

Έτυχαν τα μάτια σου να εποφθαλμιούν το γαλάζιο του
είναι εκείνα που θα σημάνουν την τελετή του θανάτου του
εν πλώ θα ταφεί
τα ψάρια θα βουτάνε στα κοραλλένια ύψη του
κάτω από τα κορμιά μας θαμμένος θα είναι.

Έτσι, όλα γλυκά θα τελειώσουν, όπως ακριβώς άρχισαν.

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Το Σημείο

Aυτό το σημείο
το ακριβώς ένα φιλί πριν τον έρωτα
κι εκείνο
το σχεδόν λίγες ανάσες μετά
ποιά γλώσσα μπορεί να το υπηρετήσει
που είναι τα σώματα που μπορούν να το σηκώσουν;

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Φλόγα

Έμπαινες μέσα στη φωτιά χωρίς να είσαι απυρόβλητη.
Τη γλίτωνες με λίγα εγκαύματα και μερικές αμυχές στο μυαλό.

Έμπαινες στα παγωμένα νερά σε όλους τους ωκεανούς
χωρίς ένα σωσίβιο
και στεκόσουν ατρόμητη
τρωτή στα ηλιοβασιλέματα.

Στα δάση ξάφνου φαινόσουν
με μια ματιά πράσινη εξαφανιζόσουν.

Στα γραφεία κρυβόσουν στους σκληρούς
στα συρτάρια τρυπιόσουν με αιχμηρούς συνδετήρες.

Στα κρεβάτια κρεμόσουν στις φτερούγες του έρωτα
και στις ζωγραφιές έκανες πάντα την πεταλούδα.

Τα καλοκαίρια έκρυβες χειμώνες σε μυστικά μονοπάτια
οι βουτιές σου ήταν θανάτου πρόβες.

Οι κρεμάλες σου είχαν διπλά και τριπλά σχοινιά
σίγουρη για το θάνατό μας φαινόσουν.

Δεν ήξερες να γράφεις, μιλούσες μέρα-νύχτα.
Δεν ήξερες τη γλώσσα των πουλιών
κι όμως τιτίβιζες γλυκά στα αυτιά μας.

Τα δάκρυα σου ανάβλυζαν μέσα μας
χωρίς ποτέ να συγκινείσαι.

Δεν σε βλέπω πιά.
Έχεις φύγει εδώ και χρόνια.

Σε είχα προχθές να γελάς χωμένη στα σκεπάσματα, χαλάσματα.
Σε ακούμπησα απαλά και πάλι άναψε φωτιά.
Ούτε εγώ είναι απυρόβλητος
κάηκα αμέσως, ολόκληρος μια φλόγα.

Τις στάχτες μου σκορπίστε σε ένα σύννεφο.
Μην τσιγκουνευτείτε τον αέρα και το φως.
Ενθάδε κείται μια μικρή φλόγα. 

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Μέχρι Τότε

Όχι
να μην είσαι ο εύκολος στόχος
μα το βουνό που μικρός θαύμαζα την κορφή του.
Όχι
να μη μου λες συνέχεια "ναι
μα να γίνεσαι η μικρή λίμνη που θα ξεδιψάω.
Όχι, προς θεού
να μη γίνεις όπως θέλω
μα ό,τι είμαι να αντικαθρεφτίζεται στα μάτια σου.
Να μην είμαι μόνος
να είμαι μόνος μαζί σου
παρέα με τον κόσμο
αυτόν που πέρασε, είναι, θα έρθει.

Ξέρω, το ξέρω, τα ξέρω καλά αυτά
χίλιες φορές έχουν τρυπήσει τους αδένες μου οι ίδιες κι οι ίδιες λέξεις
με την ίδια προφορά, το ίδιο ύφος, με την ίδια σιγουριά
τα ξέρω σού λέω
"Όλοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι μας".

Μέχρι τότε
δέξου να σε ξεναγήσω στη μοναξιά μου
και να ξεπαστρέψουμε τη γαλήνη του κόσμου.
Οι απαντήσεις με στέρεψαν.
Έλα να ψάξουμε επιτέλους για ερωτήσεις.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Μη Γράφεις


Γράφε
ακόμα κι αν δεν ξέρεις γράμματα.
Γράφε
με σχήματα
με δάκρυα και χαμόγελα
γράφε.

Κάνε μουτζούρες
ζωγράφισε
μπογιάτισε τις μνήμες
κάνε εικόνα τις προσδοκίες
μα γράφε.
Κι αν νιώθεις ανήμπορος
επειδή υπογραμμίζονται οι ρυτίδες σου
επειδή τα κόκκαλά σου πονούν
σαν καρκίνος να τα συντρίβει
εσύ γράφε και κοίτα τους όπως δεν σε κοιτούν εκείνοι
σαν παράξενο πουλί
σαν ιδίωμα μεταφραστικό
σαν αποτυχημένο πείραμα.

Γράφε
ώσπου οι λέξεις να αλλάξουν νόημα
να πεταρίζουν σαν ενοχλητικοί χειμώνες
να γίνουν τσίχλα στο στόμα μας
να κάνουμε φούσκες
να παίζουμε τους τεμαχισμένους χρόνους τρίλιζα.

Μη γράφεις
αν καταγίνεσαι με το να σε θυμούνται
ότι μπορεί να είσαι καλύτερος εσύ
από εκείνον που σκοτώνεται
από τη μάνα που βυζαίνει το παιδί της
από τον γέρο που φυλάει πολέμους και φτώχεια στον κόρφο του.

Μα, σαν είναι έτσι
καλύτερα να μείνεις λέξη δίχως γράμματα
το μολύβι παράμερα να πέσει κι εσύ χωρίς φωνή να βρεθείς
θα είχαι χρήσιμος για να γεμίζουμε τις άδειες ώρες μας
θα είσαι κάποιος άλλος αύριο
τόσο διαφορετικός
όσο έμοιαζες σήμερα.
Μη γράφεις
για να καλύπτεις αλλά για να ξύνεις πληγές.
Μη γράφεις
αν τα δάκρυα της γης είναι απροσπέλαστα
τη Σιγουριά μην υμνείς
ούτε την Αλήθεια ως βράχο
μια θάλασσα είναι κι αυτή με τα κύματα μανιασμένα
μια λίμνη τα σίγουρα αυτού του κόσμου
για αυτές τις λίμνες γράφε
τις θάλασσες προσπέρασε
στους χειμάρρους κολύμπησε κι όπου φτάσεις.
Τη Σιγουριά και την Αλήθεια μην γράφεις.
Βράχοι και θάλασσες είναι
νερά ακίνητα.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Τίποτα

Και οι άνθρωποι αφέθηκαν στη λάσπη
και τα ζώα πετάχτηκαν βίαια στον ουρανό των σφαγείων.
Να ήταν κάτι που δεν είχαμε δει;
Να ήταν όλοι εκείνοι που πέθαναν μπροστά στον καθρέφτη;
Και πώς αναρωτιέσαι δίχως ένα ποτήρι κρασί;
Κι όλοι αυτοί οι ποιητές που έγραψαν για το άγνωστο πού είναι τώρα;
Κι όλοι εκείνοι που κάποτε μάς φρόντιζαν σαν καλοί ηθοποιοί πού θάφτηκαν;
Μιλάμε από μέσα τους ή εκείνοι ξάφνου έχασαν τη φωνή τους;

Μάλλον οι ερωτήσεις είναι για τους ηλίθιους σαν κι εμάς
όλοι έτσι μάς έλεγαν κι ας μην έβγαινε από τα δόντια τους καθαρά μια φωνή.
Ήταν βλέπεις κι αυτοί του καλού περιθωριακού κόσμου
έκαναν μπίζνες κρυφά
στα υπόγεια των αστών εργάζονταν
χειρότεροι από δαύτους ήταν.

Ξεμάκραιναν με κάτι οχτάωρα πάνω σε βρώμικα πληκτρολόγια
και μισερές ανακατατάξεις αδειανές.
Σαν πέταγε ένα πουλί αμέσως το πυροβολούσαν.
Σαν μια λέξη εκστομιζόταν
σε μουσεία Τέχνης την έχωναν.
Σαν ένα σώμα δεν ακολουθούσε μια σκυφτή τροχιά
το πετσόκοβαν χωρίς πολλά λόγια.
Καθάριζαν τα μνήματα και ορκίζονταν στην λήθη.

Για να σταθείς εδώ
καλά το μάθημά σου μάθε, έλεγαν.
Όλα σε αφορούν αλλά τίποτα μην προτείνεις.
Μόνο στάσου με αγώνες στο χέρι (μάταιοι να είναι αν γίνεται)
και παρίστανε τον δεσμώτη της Ιστορίας.

Δεν μάς πάει αυτός ο ρόλος και ποτέ δεν τον παίξαμε σωστά.
Παριστάναμε την Επανάσταση με ασυγχώρητη σοβαρότητα
συνθλιβόμασταν τα πρωινά πάνω στα ρολόγια
και τα βράδια παίζαμε στα όρια ενός κανονισμένου κόσμου                      πασπαλισμένου με μπόλικο μέλλον.
Τι να τρέχει άραγε με εμάς;
Τίποτα. Τίποτα.
Παραμένουμε ακίνητοι, αστείοι, σοβαροί γελωτοποιοί.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Όλα Βαίνουν Καλώς


"Όλα βαίνουν καλώς".
Αυτό ακούστηκε σχεδόν ως προσταγή από τα μεγαλόπρεπα μεγάφωνα, που ήταν τοποθετημένα ολόγυρα στην αίθουσα, ακριβώς εκείνη την ώρα που η Ουτοπία των μικρών ήχων φάνταζε να απομακρύνεται μια για πάντα, καμπουριασμένη από το βαρύ φορτίο των ματαιώσεων και των ηχοφόρων σκέψεων ενός σίγουρου κόσμου.
Μα εμείς τη βρίσκαμε κρυμμένη στα πνευμόνια μας, εκεί βρισκόταν δίπλα-δίπλα με άρρωστες γριές που βάφονταν άσχημα, θυμίζοντας πολιτείες ξεχαρβαλωμένες και ξεφτισμένες από χειμωνιάτικους ήλιους, αυτούς που σαν ανάπηροι κρύβονται πίσω από το πρώτο, ασήμαντο σύννεφο που θα βρεθεί μπροστά τους γιατί τρομάζουν με το ίδιο τους το φως.
Όμως τα πνευμόνια εξασθενούσαν ολοένα και περισσότερο από τον καρκίνο που τα κατέτρωγε σαν λιμός και με μανία είχαν βαλθεί να αποσυντονίσουν τις αναπνοές της με υπόκωφους, μικρούς θανάτους.
Αν όλα βαίνουν καλώς τώρα, αν αυτή τη στιγμή που η Ουτοπία εξατμίζεται μπροστά στα μάτια μας, όλα περπατούν χωρίς μπαστούνι, αν αυτό δηλώνει η εκκωφαντική πνοή των μεγάφωνων, τότε πώς γίνεται ο ήχος των καθημερινών ρυθμών να ακούγεται σαν την φωνή μας, ενώ, στα αλήθεια, εκείνη αρνείται να ακουστεί και πάλλεται διαρκώς εντός μας σχίζοντας τους θώρακές μας;
Πώς συμβαίνει αυτό το φευγιό να είναι διαρκές σαν παλίρροια κι εμείς μια στιγμιαία άμπωτη;
Μόνο ερωτήσεις ξέραμε να κάνουμε.
Ήταν κάτι κι αυτό, αλλά πάντα κέρδιζαν όσοι έδιναν απαντήσεις, κι από αυτή την άποψη πάντα θα βρισκόμασταν ελλιπείς όσο κι αν οι ερωτήσεις μας ήταν καίριες.
Η Ιστορία είναι μια κάποιου είδους απάντηση που δεν χρειάζεται ερώτηση για να υπάρξει. Χρονολογίες από μάχες και μελλοντικές εξορίες είναι το σώμα της.
Δρεπανοφόρο άρμα θανάτου, κόβει κεφάλια, σβήνει σαν γομολάστιχα ζωές, καταβροχθίζει ανθρώπων εποχές. 
Έτσι, καταλάβαμε ότι η Ουτοπία δεν είναι φτιαγμένη για ήχους εκκωφαντικούς, αλλά ένα κέντημα του κόσμου είναι, που ράβεται και ξεράβεται διαρκώς σαν οι κλωστές του να είναι όμοιες με τα κλάματά μας που ’μείναν μετέωρα πάνω από το γονικό κρεβάτι.
Είναι σχήματα πάνω σε τζάμια που αντιστέκονται στην εξουσία του έρωτα.
Είναι νότες που δεν χωράνε σε κανένα πεντάγραμμο και κανένα κλειδί δεν ξεκλειδώνει τη μουσική τους.
Μα αν από παντού είναι φυλακισμένη, πώς εμείς την προσδοκούμε σαν ηλιόλουστη πεδιάδα, γιατί εμείς την αναπολούμε σαν παιδική ανάμνηση και σαν λεωφόρο με φώτα την αναζητούμε;
Τα μεγάφωνα δεν έδιναν καμία απάντηση. Μόνο πρόσταζαν.
Και η Ιστορία; Μόνο ψιθύριζε στο ίδιο μονότονο μοτίβο. Ένα σπαστικό συνεχές που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας, μια ανούσια περιδίνηση στων ανθρώπων την ουσία, παραφουσκωμένη από απαντήσεις και τυπωμένες σελίδες.
Ούτε μια σταλιά αίμα δεν κυλούσε στις φλέβες της.