ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Ε. ΧΑΣΑΝΙΩΤΗ
Η φωτιά δεν είναι σύμμαχος κανενός: μπορεί να κάψει και να λιώσει τα πάντα. Ο μολυβένιος στρατιώτης το γνώριζε αυτό από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε ανάμεσα στις φλόγες μέσα στο τζάκι. Αν έμενε αδρανής, η φωτιά θα τον έλιωνε. Το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένος δε θα άντεχε για πολύ. Χρησιμοποιώντας τη ξιφολόγχη από το όπλο του σύρθηκε έξω από το τζάκι. Ήταν εκπαιδευμένος για κάτι τέτοιο.
Η χαρά της διάσωσής του όμως αντισταθμίστηκε από το άτυχο και άδικο τέλος της χορεύτριας. Οι πύρινες γλώσσες την έκαψαν παρά την προσπάθεια του να τη σώσει. Η τελευταία της φράση «αγάπη, αγάπη, δώσ’ μου το χέρι σου το λατρεμένο» θα έμενε για πάντα σφηνωμένη στη μνήμη του. Κάτω από τις στάχτες της χορεύτριας ο μολυβένιος στρατιώτης βρήκε ένα χρυσό δαχτυλίδι. Το πήρε, το φύσηξε για να το καθαρίσει από τις στάχτες και το φόρεσε στο δάχτυλο του δεξιού του χεριού, όπως κάνουν οι παντρεμένοι. Θα συμβόλιζε την αγάπη και τον έρωτά τους.
Ο μολυβένιος στρατιώτης αποφάσισε να αναζητήσει ένα νέο μέρος για να μείνει. Ο πόνος του για τη χορεύτρια και το καπρίτσιο του μικρού παιδιού που τον πέταξε στο τζάκι δεν του επέτρεπαν την παραμονή. Το μικρό παιδί τον έβαλε να αναμετρηθεί με τις φλόγες, επειδή ήταν μονοπόδαρος. Δεν κατάλαβε το γεγονός πως το ότι ισορροπούσε στο ένα πόδι τον έκανε ξεχωριστό από τα υπόλοιπα στρατιωτάκια ούτε εκτίμησε τις στρατιωτικές του αρετές και την προσήλωσή του στο καθήκον την ώρα της μάχης.
Αφού χαιρέτησε τα είκοσι τέσσερα μολυβένια αδέλφιά του, κούμπωσε τη στολή του, φόρεσε το καπέλο του, πέρασε το όπλο του στον αριστερό ώμο του και βγήκε έξω στο δρόμο. Ένα χελιδόνι τον ρώτησε πού πηγαίνει. Όταν αυτός αποκρίθηκε πως πάει όπου τον βγάλει ο δρόμος, το χελιδόνι του πρότεινε να καβαλήσει στην πλάτη του και να ταξιδέψουν μαζί. «Καλύτερα να ταξιδεύεις παρέα με κάποιον παρά μόνος», σκέφτηκε ο μολυβένιος στρατιώτης και ανέβηκε πάνω στο νέο του φίλο. Ήταν την εποχή που τα χελιδόνια έφευγαν από τα κρύα μέρη και πήγαιναν στα ζεστά.
«Πού πάμε;», ρώτησε ο μολυβένιος στρατιώτης.
«Στην Αθήνα», απάντησε το χελιδόνι.
Προσγειώθηκαν στην Πλάκα, κάτω από την Ακρόπολη. Εκεί, χωρίστηκαν και ακολούθησε ο καθένας το δρόμο του. Ο μολυβένιος στρατιώτης περπάτησε ανάμεσα στα στενά δρομάκια με τα χαριτωμένα σπίτια. Ανέβηκε στον Άρειο Πάγο και έμεινε έκπληκτος από το μέγεθος της πόλης. Ένας ορίζοντας κτιρίων, τόσο μακρύς όσο έβλεπε το μάτι του. Έπειτα, κατηφόρισε προς το Θησείο, περιπλανήθηκε στου Ψυρρή, βγήκε στην Ομόνοια, περπάτησε όλη τη Σταδίου και έφτασε στο Σύνταγμα.
Εκεί, γινόταν μια πορεία των εργαζομένων για το νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Περικοπές στις συντάξεις και στους μισθούς, απολύσεις, υψηλή ανεργία. Ο μολυβένιος στρατιώτης βρέθηκε ανάμεσα στους διαδηλωτές και στους αστυνομικούς. Η στολή των αστυνομικών έμοιαζε κάπως με τη δική του, αλλά αποφάσισε να μην πάρει το μέρος κανενός.
Άρχισε να βρέχει. Βρήκε ένα χάρτινο καράβι, μπήκε μέσα σε αυτό και κατηφόρισε την Ερμού. Είχε ξανακάνει βαρκάδα, τότε που τα δύο αγόρια τον είχαν βρει στο δρόμο και τον είχαν βάλει μέσα σε ένα χάρτινο καράβι για να τον «τιμωρήσουν» που είχε ένα πόδι. Τότε, είχε καταλήξει στο στομάχι ενός ψαριού. Τώρα, βρέθηκε μπροστά σε μια βυζαντινή εκκλησία, την Καπνικαρέα. Κατέβηκε από το καράβι του και κοίταξε τριγύρω του. Εμφανίστηκε ξαφνικά ένα ποντίκι και του ζήτησε το χάρτινο καράβι.
- «Πριν στο δώσω, θέλω μου πεις πού θα βρω ένα υπαίθριο παζάρι».
«Στο Μοναστηράκι. Ανέβα ξανά στο καράβι. Σαλπάρουμε. Θα σε πάω εγώ», είπε το ποντίκι.
Πράγματι, μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά από ένα σεντόνι που είχε παλιά βιβλία και χρησιμοποιημένα παιχνίδια. Ο έμπορος πρόσεξε τον μολυβένιο στρατιώτη, τον σήκωσε από κάτω, τον στέγνωσε με ένα πανί και τον τοποθέτησε δίπλα σε έναν G.I.Joe. Σε αντίθεση με τον μολυβένιο στρατιώτη, ο G.I.Joe ήταν ένας σύγχρονος στρατιώτης, μυώδης, με πράσινο μπερέ, με όπλο τελευταίας τεχνολογίας και αντί για ξιφολόγχη είχε ένα κοφτερό οδοντωτό μαχαίρι στο πλαϊνό μέρος της ζώνης του.
«Τι στρατιώτης είσαι εσύ, τι στολή είναι αυτή, με ένα πόδι και με ένα χρυσό δαχτυλίδι;», ρώτησε με υπεροψία ο G.I.Joe.
«Είμαι ένας στρατιώτης από το στρατό του Ναπολέοντα. Δεν είχα ποτέ μου δύο πόδια, αλλά αυτό δε με έκανε ποτέ λιγότερο θαρραλέο και ικανό. Έχω δώσει τις μάχες μου και θα συνεχίσω να της δίνω. Το χρυσό δαχτυλίδι είναι ο έρωτας και η αγάπη μου για τη χορεύτριά μου. Το όπλο μου δουλεύει και η ξιφολόγχη μου κόβει». Και ο μολυβένιος στρατιώτης κατέληξε τη σύντομη παρουσίασή του ως εξής: «Είμαι φτιαγμένος από μολύβι και όχι από πλαστικό».
Η χαρά της διάσωσής του όμως αντισταθμίστηκε από το άτυχο και άδικο τέλος της χορεύτριας. Οι πύρινες γλώσσες την έκαψαν παρά την προσπάθεια του να τη σώσει. Η τελευταία της φράση «αγάπη, αγάπη, δώσ’ μου το χέρι σου το λατρεμένο» θα έμενε για πάντα σφηνωμένη στη μνήμη του. Κάτω από τις στάχτες της χορεύτριας ο μολυβένιος στρατιώτης βρήκε ένα χρυσό δαχτυλίδι. Το πήρε, το φύσηξε για να το καθαρίσει από τις στάχτες και το φόρεσε στο δάχτυλο του δεξιού του χεριού, όπως κάνουν οι παντρεμένοι. Θα συμβόλιζε την αγάπη και τον έρωτά τους.
Ο μολυβένιος στρατιώτης αποφάσισε να αναζητήσει ένα νέο μέρος για να μείνει. Ο πόνος του για τη χορεύτρια και το καπρίτσιο του μικρού παιδιού που τον πέταξε στο τζάκι δεν του επέτρεπαν την παραμονή. Το μικρό παιδί τον έβαλε να αναμετρηθεί με τις φλόγες, επειδή ήταν μονοπόδαρος. Δεν κατάλαβε το γεγονός πως το ότι ισορροπούσε στο ένα πόδι τον έκανε ξεχωριστό από τα υπόλοιπα στρατιωτάκια ούτε εκτίμησε τις στρατιωτικές του αρετές και την προσήλωσή του στο καθήκον την ώρα της μάχης.
Αφού χαιρέτησε τα είκοσι τέσσερα μολυβένια αδέλφιά του, κούμπωσε τη στολή του, φόρεσε το καπέλο του, πέρασε το όπλο του στον αριστερό ώμο του και βγήκε έξω στο δρόμο. Ένα χελιδόνι τον ρώτησε πού πηγαίνει. Όταν αυτός αποκρίθηκε πως πάει όπου τον βγάλει ο δρόμος, το χελιδόνι του πρότεινε να καβαλήσει στην πλάτη του και να ταξιδέψουν μαζί. «Καλύτερα να ταξιδεύεις παρέα με κάποιον παρά μόνος», σκέφτηκε ο μολυβένιος στρατιώτης και ανέβηκε πάνω στο νέο του φίλο. Ήταν την εποχή που τα χελιδόνια έφευγαν από τα κρύα μέρη και πήγαιναν στα ζεστά.
«Πού πάμε;», ρώτησε ο μολυβένιος στρατιώτης.
«Στην Αθήνα», απάντησε το χελιδόνι.
Προσγειώθηκαν στην Πλάκα, κάτω από την Ακρόπολη. Εκεί, χωρίστηκαν και ακολούθησε ο καθένας το δρόμο του. Ο μολυβένιος στρατιώτης περπάτησε ανάμεσα στα στενά δρομάκια με τα χαριτωμένα σπίτια. Ανέβηκε στον Άρειο Πάγο και έμεινε έκπληκτος από το μέγεθος της πόλης. Ένας ορίζοντας κτιρίων, τόσο μακρύς όσο έβλεπε το μάτι του. Έπειτα, κατηφόρισε προς το Θησείο, περιπλανήθηκε στου Ψυρρή, βγήκε στην Ομόνοια, περπάτησε όλη τη Σταδίου και έφτασε στο Σύνταγμα.
Εκεί, γινόταν μια πορεία των εργαζομένων για το νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Περικοπές στις συντάξεις και στους μισθούς, απολύσεις, υψηλή ανεργία. Ο μολυβένιος στρατιώτης βρέθηκε ανάμεσα στους διαδηλωτές και στους αστυνομικούς. Η στολή των αστυνομικών έμοιαζε κάπως με τη δική του, αλλά αποφάσισε να μην πάρει το μέρος κανενός.
Άρχισε να βρέχει. Βρήκε ένα χάρτινο καράβι, μπήκε μέσα σε αυτό και κατηφόρισε την Ερμού. Είχε ξανακάνει βαρκάδα, τότε που τα δύο αγόρια τον είχαν βρει στο δρόμο και τον είχαν βάλει μέσα σε ένα χάρτινο καράβι για να τον «τιμωρήσουν» που είχε ένα πόδι. Τότε, είχε καταλήξει στο στομάχι ενός ψαριού. Τώρα, βρέθηκε μπροστά σε μια βυζαντινή εκκλησία, την Καπνικαρέα. Κατέβηκε από το καράβι του και κοίταξε τριγύρω του. Εμφανίστηκε ξαφνικά ένα ποντίκι και του ζήτησε το χάρτινο καράβι.
- «Πριν στο δώσω, θέλω μου πεις πού θα βρω ένα υπαίθριο παζάρι».
«Στο Μοναστηράκι. Ανέβα ξανά στο καράβι. Σαλπάρουμε. Θα σε πάω εγώ», είπε το ποντίκι.
Πράγματι, μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά από ένα σεντόνι που είχε παλιά βιβλία και χρησιμοποιημένα παιχνίδια. Ο έμπορος πρόσεξε τον μολυβένιο στρατιώτη, τον σήκωσε από κάτω, τον στέγνωσε με ένα πανί και τον τοποθέτησε δίπλα σε έναν G.I.Joe. Σε αντίθεση με τον μολυβένιο στρατιώτη, ο G.I.Joe ήταν ένας σύγχρονος στρατιώτης, μυώδης, με πράσινο μπερέ, με όπλο τελευταίας τεχνολογίας και αντί για ξιφολόγχη είχε ένα κοφτερό οδοντωτό μαχαίρι στο πλαϊνό μέρος της ζώνης του.
«Τι στρατιώτης είσαι εσύ, τι στολή είναι αυτή, με ένα πόδι και με ένα χρυσό δαχτυλίδι;», ρώτησε με υπεροψία ο G.I.Joe.
«Είμαι ένας στρατιώτης από το στρατό του Ναπολέοντα. Δεν είχα ποτέ μου δύο πόδια, αλλά αυτό δε με έκανε ποτέ λιγότερο θαρραλέο και ικανό. Έχω δώσει τις μάχες μου και θα συνεχίσω να της δίνω. Το χρυσό δαχτυλίδι είναι ο έρωτας και η αγάπη μου για τη χορεύτριά μου. Το όπλο μου δουλεύει και η ξιφολόγχη μου κόβει». Και ο μολυβένιος στρατιώτης κατέληξε τη σύντομη παρουσίασή του ως εξής: «Είμαι φτιαγμένος από μολύβι και όχι από πλαστικό».
3 σχόλια:
Πολυ καλη η αναρτηση σου,ειναι απο εκεινες που οταν τις διαβαζεις κανεις συνειρμους με την πραγματικοτητα που ζουμε,κι ετσι πρεπει..Η ζωη θελει αγωνες και ανατροπες,θελει οραματα και φαντασια.Αςνγινει ο λογος μας η λογχη..η ιδια λογχη που εχει και ο μολυβενιος στρατιωτης,και ας γινουν τα ονειρα μας εφιαλτες γι'αυτους που σχεδιαζουν ενα ζοφερο μελλον για μας..Καλο σας βραδυ κι ευχαριστω για την φιλοξενια σας εδω.
Σε ευχαριστώ για τα λόγια σου αλλά τα εύσημα ανήκουν στον φίλο Ε. Χασανιώτη που το έγραψε. Δεν έγραψα εγω το "παραμύθι" αλλά ένας άνθρωπος που πραγματικά αξίζει πολλά. Είμαι υπερήφανος που τον γνωρίζω. Ελπίζω να δει το σχόλιό σου και να σου απαντήσει ο ίδιος.
ΕΓΩ σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου.
Σας ευχαριστώ και τους δύο για τα καλά σας σχόλια. Χαίρομαι που γίνονται κατανοητές οι αλληγορίες της ιστορίας μου. Δε θα 'θελα να πω κάτι περισσότερο πάνω σε αυτό. Ο καθένας είναι ελεύθερος να "δει" και να "ερμηνεύσει" εκείνα που θεωρεί ότι αξίζουν.
Ευχαριστώ πολύ.
Δημοσίευση σχολίου