Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΡΠΟΥΖΙΟΥ...


ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Ε. ΧΑΣΑΝΙΩΤΗ
Πέμπτη βράδυ, μια δύσκολη μέρα μόλις είχε τελειώσει. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν πιο κουραστικό από ό,τι συνήθως λόγω της απρόσμενης κίνησης στο δρόμο. Τουλάχιστον υπήρχε περισσότερη άνεση στην καρότσα του φορτηγού σε σχέση με το πρωί που ήταν στοιβαγμένοι όλοι ο ένας πάνω στον άλλον.

Κάθε πρωί που ξεκινούσαν για τη λαϊκή αγορά υπήρχε γκρίνια και μουρμούρα: λίγο η έλλειψη χώρου, λίγο το πολύ πρωινό ξύπνημα, λίγο ο χαρακτήρας ορισμένων προκαλούσε εντάσεις και τσακωμούς. Οι συμμαχίες άλλαζαν κάθε φορά, πότε φρούτα εναντίων λαχανικών, πότε φρούτα εναντίον φρούτων. Κοντολογίς, όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί!

Σήμερα το ματς ήταν καρπούζια εναντίον πεπονιών! Μεγάλος τσακωμός. Όλα ξεκίνησαν, όταν η Αμαλία το καρπούζι έπεσε κατά λάθος πάνω σε δυο πεπόνια καταπλακώνοντάς τα. Τα άτυχα πεπόνια χτύπησαν σοβαρά. Η Αμαλία βέβαια δεν έπαθε τίποτα. Τα υπόλοιπα πεπόνια αντέδρασαν φωνάζοντας και κλωτσώντας με μανία την Αμαλία με αποτέλεσμα να κατρακυλήσει προς το μέρος των καρπουζιών.

Τα καρπούζια, γνωστά για την αλληλεγγύη τους και τη μαχητικότητά τους, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις προς το μέρος των πεπονιών. Αν δεν έμπαιναν στη μέση τα πορτοκάλια και τα κολοκύθια, θα είχαμε σύρραξη! Οι μελιτζάνες προσπάθησαν να κάνουν το διαιτητή! Το επεισόδιο περιορίστηκε σε φραστικές αντιπαραθέσεις.

«Καρπούζια, κοιλαράδες, μαυρόσποροι, χοντρόφλουδοι!», φώναζαν τα πεπόνια.
«Πεπόνια, κιτρινιάρηδες, πασατέμποι!», απαντούσαν τα καρπούζια.

Όταν όλοι πήραν τις θέσεις τους στον πάγκο της λαϊκής, όλα ξεχάστηκαν. Οι περισσότεροι κατέληξαν σε τσάντες και καρότσια. Όσοι ξέμειναν στους πάγκους, αφού τελείωσε η λαϊκή, ανέβηκαν ξανά στην καρότσα του φορτηγού για να επιστρέψουν στο σπίτι. Η Αμαλία και τα δύο πληγωμένα πεπόνια ήταν ανάμεσα σε αυτούς.

Η Αμαλία ήταν πολύ στεναχωρημένη και είχε τύψεις που είχε χτυπήσει τα δύο πεπόνια. Ήθελε να την ξεχάσει αυτήν την ημέρα. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα με τα υπόλοιπα φρούτα και λαχανικά της παρέας και πήγε για ύπνο. Στριμώχτηκε πίσω από ένα καφάσι για να μην ξανακυλήσει άθελά της την ώρα που θα κοιμόταν.

- «Αμαλία, ξύπνα, πρέπει να μας ακολουθήσεις».
Η Αμαλία άνοιξε τα μάτιά της και είδε γύρω στα πενήντα πεπόνια να την έχουν περικυκλώσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από τα υπόλοιπα καρπούζια, αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα της.
«Πού πάμε», είπε.
«Μη μιλάς», της απάντησαν με αυστηρό τόνο.

Κατέβηκαν από την καρότσα και κύλησαν ως τον μπλε κάδο της ανακύκλωσης.
«Εδώ είμαστε», είπε η Πέπη το πεπόνι.

Δίπλα στον κάδο στεκόταν ο Μιχάλης, ο γεωργός που είχε καλλιεργήσει τα καρπού-ζια και τα πεπόνια.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μιχάλης μας αγαπάει όλους το ίδιο και ότι είναι ο πιο κατάλληλος κριτής», δήλωσε η Πέπη.
«Κριτής για ποιο πράγμα;», είπε με αγωνία η Αμαλία.

Και η Πέπη το πεπόνι εξήγησε: «Ο Μιχάλης κρατάει στη μασχάλη του ένα καρπούζι. Εσύ, Αμαλία, πρέπει να σκαρφαλώσεις στη μασχάλη του και να κρατηθείς εκεί μαζί με το άλλο καρπούζι για δέκα λεπτά. Αν πέσεις νωρίτερα, έχασες».

«Δηλαδή;», ρώτησε η Αμαλία.
«Θα σε κόψουμε στη μέση με ένα μεγάλο μαχαίρι και θα σε πετάξουμε μέσα στον μπλε κάδο. Και όλοι οι άνθρωποι θα σε κατηγορήσουν ότι κατέστρεψες με το κόκκινο ζουμί σου και τα μαύρα σπόρια σου τα χαρτιά που ήταν για την ανακύκλωση», εξήγησε η Πέπη.

Η Αμαλία το καρπούζι σκαρφάλωσε στη μασχάλη του Μιχάλη. Δεν άντεξε όμως για πολύ. Γλίστρησε και έπεσε κάτω. Έσκασε σαν καρπούζι!

Ένιωσε ένα άγγιγμα και άρχισε να παραληρεί: «Όχι, μην το κάνετε αυτό. Έπεσα άθελά μου πάνω στα πεπόνια! Δε θέλω να καταστρέψω τα χαρτιά της ανακύκλωσης!».

Τότε, τη σκούντηξε πιο δυνατά ο Μιχάλης και η Αμαλία ξύπνησε.
- «Αμαλία, τι συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις; Όνειρο έβλεπες;».
«Εμ, μάλλον,, ναι, κάτι πικρό!», απάντησε με σαρκασμό η Αμαλία.
«Σήκω. Ετοιμάσου. Ξημέρωσε και πρέπει να πάμε στη λαϊκή», είπε ο Μιχάλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: