Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Απολύμανση

Tο τραπέζι ήταν γεμάτο αίμα και καύκαλα, σαν να έβλεπες παλιές παιδικές ποδηλατάδες, από αυτές που καταλήγουν σχεδόν πάντα σε γύρο του θανάτου ή και μέσα στον θάνατο καμιά φορά, που του ξεφεύγουν με μερικές γρατζουνιές και γέλια από τους φίλους.
Μετά από αρκετές ώρες προσπάθειας κατάφερα να τις βγάλω όλες (ή έτσι ήθελα να πιστεύω τουλάχιστον) και τώρα ήταν τοποθετημένες μπροστά μου πάνω σε ένα μεταλλικό τραπέζι με σειρά μεγέθους, από την μικρότερη προς τη μεγαλύτερη.
Είχα αρκετό χρόνο να τις παρατηρήσω μέχρι τη στιγμή που θα έπρεπε να τις ξαναβάλω στη θέση τους καθαρές και απολυμασμένες.

Για μια στιγμή ένιωσα ότι ήμουν κάποιος εφευρέτης μπροστά σε μια καινούργια του μηχανική ανακάλυψη, ίσως και ερευνητής, έτσι που κοίτονταν μπροστά μου κι εγώ με το τσιγάρο στο χέρι προσπαθούσα να μην ρίξω την καύτρα επάνω τους και τις πονέσω.
Το σώμα έσπαζε στα σημεία που εκείνες είχαν αφαιρεθεί, ταυτόχρονα όμως είχε κι ένα αίσθημα ηδονής, που δεν είχε μέχρι τότε ξανανιώσει, γιατί εκεί που έλειπαν οι παλιές άρχισαν σαν μικρά λουλούδια να δημιουργούνται νέες, φρέσκες, σαν δροσερά πλατανόφυλλα.
Αυτές, οι νιόβγαλτες μεγάλωναν με αργό ρυθμό, αλλά μεγάλωναν με δύναμη, προσπαθούσαν πολύ, είχαν τσαγανό.
Ήταν περίεργο, μα τις ένιωθα να αιματώνονται μέσα μου, να χτυπούν οι φλέβες τους, να προσπαθούν να ανδρωθούν.
Τόσο γρήγορα λοιπόν μεγαλώνουν οι πληγές;
Τόσο λίγο χρόνο χρειάζονται για να ανοίξουν σαν βαθιά, άνυδρα πηγάδια, που ποτέ δεν κλείνουν, μα τόσο αργά σε αφήνουν να ξαποστάσεις σε κάποιον σίγουρο ίσκιο;
Χρειάζονταν τις δικές τους ενοχές, το δικό τους λίπασμα για να θεριέψουν όσο μπορούσαν.

Σκέφτηκα ότι δεν είχα χρόνο για τέτοια μπερδέματα κι ότι έπρεπε να φροντίσουν τον εαυτό τους μόνες τους, έπρεπε να βρουν οι ίδιες το καρποφόρο χώμα τους.
Δεν ήταν και τόσο δύσκολο όσο νόμιζα τελικά. Όσο αντίκρυζαν τις παλιές τόσο περισσότερο αναθαρρούσαν και έψαχναν χώρο, έναν μικρό χώρο για να ριζωθούν.
Δεν είχα καμία όρεξη για άλλες αφορμές. Όχι από εδώ και πέρα τουλάχιστον. Τους το ψιθύρισα, αλλά δεν απάντησαν, μόνο κάποιες άλλαξαν θέση επάνω στο σώμα μου, ενώ άλλες, οι πιο αδύναμες ενώθηκαν σε μία για να δυναμώσουν την επιρροή τους και κοιτούσαν τις παλιές, καμώνονταν τις αδιάφορες, τις αθώες.

Η πιο μεγάλη από όσες βρίσκονταν στο τραπέζι, από τις παλιές μου, τις γνώριμες, έφτυσε το αίμα της στο πρόσωπό μου ενώ σχεδόν αυτόματα άρχισε να γράφει σε ένα χαρτί που βρήκε μπροστά της το γενεαλογικό της δέντρο.
Οι νιόβγαλτες την κοιτούσαν απορημένες και ζητούσαν μερτικό από τα πάθη μου, από τη φωτιά που δρόσιζε τα μαλλιά μου.
Μα πώς μπορούσα να τις αποδεχθώ ως δικές μου και να τους προσφέρω όλα τα προνόμια των παλιών, όταν μόλις τώρα είχαν γεννηθεί;
Είχαν ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουν, πολλές ενοχές να ρουφήξουν από το γάλα του μυαλού μου, χρειάζονταν ματαιώσεις και ερωτικές αμφιβολίες, ελλείψεις, αυπνίες, ανέξοδες συζητήσεις, σχολικά τελευταία διαλείμματα της μιας τζούρας, το επίμονο κουδούνι σε συνεχόμενες κοπάνες και βόλτες στην πόλη, όλα με όσα είχαν θεριέψει οι παλιές και ακόμα περισσότερα.
Το τελευταίο βλέμμα μεταξύ μας έδειχνε αναμονή.
Οι παλιές πληγές άλλαζαν, μεταμορφώνονταν, είχε εξαντληθεί η υπομονή τους.
Τις πότισα με αλκοόλ και άρχισαν να αλλάζει το κόκκινο χρώμα τους σε ένα κιτρινόλευκο, ίσως και λευκό, δεν θυμάμαι καλά τώρα.
Κάποιος θα τις έβλεπε ως πιο αγνές, εγώ όμως ήξερα ότι τίποτα αγνό δεν ξερνάει τόσο αίμα όταν κοιμάται.
Δεν τολμούσα να μιλήσω, σχεδόν δεν ανέπνεα.

Η μπανιέρα ήταν γεμάτη νερό με χλωρίνη. Ήταν όλα έτοιμα.   

2 σχόλια:

Vasilis Porfirakis είπε...

Που μπορ να βρω καποιον αξιοπιστο για απολυμανσεις; μενω αγιος δημτριο κ εχω βρει αυτους https://apofraxeis-vlachos.gr/απολυμάνσεις/ ειναι καλοι;

Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ είπε...

Μακριά είναι αυτοί για την περίπτωσή σου. Καλύτερα να βρεις άλλους. Αν θες έρχομαι εγώ να σου κάνω τη δουλειά και ταυτόχρονα θα σου λέω και το ποίημα.