Η ανάποδη όψη ενός μυθικού τέρατος
και το ξεμάτιασμα της μάνας μου,
δύο όψεις ενός νομίσματος
που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω αν είναι πλαστό.
Οι νέοι δρόμοι που περπατήσαμε δεν ήταν καινούργιοι
τους περπατήσαμε με άλλο τρόπο, τρέχοντας.
Αυτό ήταν κάτι καινούργιο.
Τα λουστρίνια μου έγιναν χώμα και νερό
η μάνα φώναζε πως είναι αργά για το δρόμο... "μόλις χθες παπουτσώθηκες" είπε.
Ήμουν ήδη μακριά όταν άκουγα τη φωνή της, σαν διαθήκη έμοιαζε.
Ζεστή φωνή, με καύκαλο και κλάμα, ξενυχτισμένη, ακούραστη
από εκείνες που σου μένουν, που δε φεύγουν έτσι εύκολα
που τις αποζητάς, ψάχνοντας ό,τι σε δένει με αυτόν τον κόσμο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου