Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Δοκιμή Πρώτη

Ποια ανάγκη μπορεί να σε οδηγεί να βουτάς στη θάλασσα γυμνή, πάντα, χειμώνα καλοκαίρι;

Κάθε φορά που το κεφάλι σου χανόταν από τα μάτια μου, έχανα και κάθε ευτυχισμένη στιγμή που είχα ζήσει μαζί σου.
Σε καταριόμουν, ήθελα να γίνω θάλασσα και να σε καταπιώ στα βάθη μου.
Μα δεν κατάφερα τίποτα, γιατί κάθε φορά που σε ξανάβλεπα να περιφέρεσαι στα νερά, ξεχνούσα ποιος ήμουν και κοιτούσα μόνο τα μάτια σου να φωτίζουν σαν σκοτεινές πυγολαμπίδες. 
Και να έλεγες ότι δε σου μιλούσα, δεν προσπαθούσα να σου εξηγήσω, να λες κάτι τέτοιο σήμερα, τώρα που μιλάμε! 
Αυτό είναι παράλογο για την κοινή λογική.
Και μην ξανακούσω κουβέντα για το τί σημαίνει κοινή λογική.
Σημαίνει αυτό που είναι και τίποτα πέρα από αυτό.
Όλοι ξέρουν την κοινή λογική.

Κοινή λογική μπορεί να είναι πολλά πράγματα: ο πόλεμος είναι κοινή λογική.
Όχι, όχι ο πόλεμος μεταξύ μας. Αυτό δεν είναι πόλεμος, αμεση καταστροφή ήταν. Τους πολέμους μας τους κάναμε εμείς, τους ζήσαμε, μάς ξέρουμε καλά, γνωρίζουμε τα όπλα μας, τις γραμμές άμυνας, τα οχυρά μας.
Το να σε βλέπω κάθε φορά να φεύγεις και να τυφλώνομαι από το πάθος μου για σένα είναι κοινή λογική.
Ναι, αυτά κι άλλα τόσα είναι κοινή λογική.
Μα τί τα θες, η μεγαλύτερη κοινή λογική για μένα είσαι εσύ.
Εσύ κι ό,τι σε περιλαμβάνει.
Εσύ κι ό,τι περικλείεις.
Εσύ κι ό,τι σε απωθεί.

Από την άλλη, βαρέθηκα να μιλάω, να φτιάχνω προτάσεις με λέξεις, φράσεις και σημεία τονισμού.
Πώς μπορείς να ζεις χωρίς εμένα, όταν εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα;
Πώς;

Έχω μάθει να επιβιώνω έξω από τον εαυτό μου, να τον παρατηρώ.
Όχι, όχι, μη φανταστείς κάτι μεταφυσικό, δεν εννοώ κάτι τέτοιο.
Όμως είναι φορές που νομίζω ότι ζω μέσα σε όνειρο.
Όλα αυτά που κάνω ή τα περισσότερα τουλάχιστον, δε με αφορούν στα αλήθεια, δεν προσφέρω κάτι ούτε σε έμενα μα ούτε και σε κανέναν άλλον, εκτός από το να τρέφω τα πάθη μου.
Ζω μόνος στην πόλη και κανείς δεν μπορεί να ζήσει μαζί μου.
Από τους φίλους και τους γνωστούς λίγοι ζουν ακόμα.
Και για να σε προλάβω: όχι, δεν έχουν πεθάνει, είναι ζωντανοί σύμφωνα με τους βιολογικούς νόμους.
Πάνε στις δουλειές τους, έχουν παιδιά, κοιτάνε παλιές παιδικές φωτογραφίες, ξυπνούν τις νύχτες θολωμένοι, συζητούν σαν κασέτες τα ίδια και τα ίδια. 
Στα μάτια τους υπάρχει ο θάνατος, εκεί τον αντικρίζεις.
"Κενά λόγια" πάλι θα μου έλεγες.
Ίσως να έχεις και δίκιο.
Δεν έχω όμως άλλα για να σωθώ στο βάθος των νερών σου.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Στο Μεταίχμιο

Κι αν στεκόμαστε στο απόγειο της πιθανής ζωής μας
"τι μέλλει γενέσθαι";

Εκεί
εκεί που η ζωή ανηφορίζει
πριν απότομα γκρεμιστεί στην άβυσσο του βίου.

Κι αν ερχόταν εκείνη με φορεμένο το παλτό του πατέρα μου
ευθεία, αγέρωχη
με ματωμένα μάτια και βλέφαρα ατσάλια
πώς άραγε θα την υποδεχόμουν;

Αν όλα στριμώχνονταν σε ένα λεπτό
ποιος θα μέτραγε το χρόνο 
ποιος θα έριχνε το "ανάθεμα" στο θάνατο;

Αν υπήρχε μόνο μια στιγμή ευχαρίστησης
ποιος θα επέλεγε την κόψη του ξυραφιού;

Αν βαδίζαμε στις ερημιές του Νότου
ποιος θα μπορούσε να δροσίσει τα πέλματά μας;

Κι όλα γνώριμα έγιναν ξανά:
Ο ιδρώτας να ξαναμπαίνει στους πόρους
το αίμα να βρίσκει παντού πληγές παλιές 
καύκαλα να γίνονται τα πρόσωπα
η πίκρα να αποτυπώνεται στο σκονισμένο τζάμι
με δαχτυλιές παιδιών
έρωτες ανθρώπων
κι ο ήλιος
ο ήλιος να αρρωσταίνει ηλιοβασίλεμα το ηλιοβασίλεμα
μέρα με τη μέρα
αδύναμο φωτάκι να απομείνει.

Οι ερωτήσεις χάθηκαν
κι η χοάνη των λεπτών ρούφηξε το χρόνο ως το μεδούλι του.

Έγειρα σε μια γωνία και βούρκωσε το μυαλό μου
από τα θραύσματα των αναμνήσεων.

Οι αιχμές περίμεναν να λειανθούν
μα απών ήταν ο δικός μου χρόνος.
Σαν κενό ανάμεσα στις αιχμές έχασκε το κάτασπρο σώμα του.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Η Πόλη Πεθαίνει

Ακινητοποιήθηκα μέσα στο φως
σαν έντομο που χάνει τη δύναμή του.

Ανδρώθηκα στο σκοτάδι
τα λόγια μου άσχημα σαν εφιάλτες.

Στο μέσο της πορείας λοξοδρόμησα
κι η καρδιά μου δεν άντεξε.
Διαλύθηκε σαν σάρκινο παζλ
κι απ' έξω κομματιάστηκαν οι παλμοί της.

Το αίμα μου νερό έγινε
κανείς πιά αδερφός δεν ήταν εκεί.

Γνωστοί των έρημων δρόμων
μιάς πόλης που βουλιάζει στην καταχνιά
και στα μπαρ καρδιοχτυπά.

Γνωστοί των σαπισμένων αισθημάτων
πέρα-δώθε στη μεγάλη λεωφόρο
σκονισμένα αυτοκίνητα
πεζοί με σπασμένα γυαλιά στα μάτια
και μωρά χωρίς μάνες να βυζαίνουν το δάχτυλο.

Παλιά φορτηγά κορνάρουν
ξεσπώντας με οργή στα φρένα τους
τα γκάζια τους ανύπαρκτα
κι οι καρδιές στα ιδρύματα κλεισμένες.

"Η πόλη πεθαίνει" κάποιος είπε
κι οι παλμοί της ανδρώθηκαν πάνω στους δρόμους της
μέσα στο αλκοόλ
και στις εφηβικές μας βόλτες.

"Όχι άλλες αναμνήσεις" σε άκουσα να λες
κι εγώ
που μόνο να σε θυμάμαι είχα καταφέρει
ποια πόλη τώρα να αναστήσω
σε ποια πεζοδρόμια να παίξω κυνηγητό
σε ποιά σχολεία να κάνω κοπάνες;

"Η πόλη πεθαίνει" επανέλαβα σαν ηχώ.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Τα βλέμματα

Μήπως χάθηκε η παρτίδα;
Κάπου εκεί ανάμεσα στα λόγια, τις ματιές και τις υποσχέσεις.
Ποιος ξέρει;
Ίσως να χάθηκε για πάντα
ή ίσως
να γυρίσει πίσω ως πατρίδα.

Ποιος ξέρει αν μπορεί κάποιος να την ξαναβρεί
ή
αν θέλει να ενώσει τα κομμάτια της και να την κάνει δική του.
Τα βλέμματα, ναι, τα βλέμματα: φταίνε για όλα.

Για εκείνους τους καρπούς που ενώθηκαν στον αέρα
για εκείνα τα φιλιά που ζητούσαν σιγουριά
για όλα εκείνα που αναμέναμε και δεν ήρθαν.

Να κόψουμε τα μάτια, αυτή είναι η λύση.
Να κόψουμε τα μάτια και μόνο η αφή να αφουγκράζεται, να βλέπει, να ακουμπά.

"Μα να γίνουμε φετιχιστές ματιών;"
Και σου απάντησα με έναν στίχο που τώρα δε θυμάμαι
κι εσύ σταμάτησες σαν να σου είπα "σταμάτα".

Να συνεχίσεις ήθελα, να συνεχίσεις.
Και αν σε μπέρδεψα
κι αν ένιωσες λίγη
ίσως να μη φταίω εγώ
ίσως να μην υπήρχαν τρόποι
και περάσματα
και ολοκαίνουργια μάτια με βλέμματα χοάνες
που να ρουφούν και να φτύνουν τους ξενέρωτους.

Από αυτό πάσχουμε: οι ξενέρωτοι είναι πολύ κοντά, ακούμε την ανάσα τους
οι άλλοι κείτονται μακριά, πολύ μακριά
και θέλουν υπογραφές
θέλουν συμβόλαια
θέλουν τα πάντα χωρίς να δίνουν τίποτα.

Αν έτσι νομίζεις
τότε κι εγώ θα κοιμηθώ μαζί σου.
Θα με νιώσεις
θα ακούσεις βήματα
ιδρώτας θα τρέχει από τα σεντόνια.

Κι εγώ, εκεί, δίπλα.
Δεν χρειάστηκα μήτε συμβόλαια
μήτε και υπογραφές.
Ένα "ναι" θα έφτανε, μετά, θα βλέπαμε.

Τα βλέμματα φταίνε.
Τα βλέμματα.

Κι εκείνα τα μάτια
που αναμετριούνται με τη γλώσσα μας
και την τσακίζουν κάποτε
μα πολύ συχνά
τσακίζονται από αυτήν.

Τα βλέμματα
κι οι γλώσσες
ειδικά όσες υπόσχονται υγρασία στο κορμί.

Πάταξε τις σκέψεις κι έλα.
Ούτε υποσχέσεις
ούτε ημερομηνίες
ούτε μέρη και "του χρόνου".

Μόνο υγρασία και βλέμματα.
Μόνο αυτά.